Παρασκευή

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΟΨΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ

Παρέμβαση του ομ. Καθηγητού της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Ιω. Τουλουμάκου.

Ι

Οι εγκατεστημένοι σε διάφορες χώρες και των πέντε ηπείρων ομογενείς είναι, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Αποδήμου Ελληνισμού, περίπου 5.600.000. Από αυτούς 3.400.000 διαμένουν στην Αμερική, 1.280.000 στην Ευρώπη, 710.000 στην Ωκεανία, 140.000 στην Αφρική και 70.000 στην Ασία[1]. Επειδή η εθνική συνείδηση συνιστά το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της πιο σημαντικής συλλογικής ταυτότητας (και γι’ αυτόν τον λόγο εξακολουθεί να είναι μία αναντικατάστατη προϋπόθεση της ευρύτερης κοινωνικής συνοχής), ο Απόδημος Ελληνισμός στο σύνολό του και παρά την ανομοιογένεια που ασφαλώς υπάρχει, εξαιτίας της μεγάλης διασποράς, πρέπει και μπορεί να αποτελεί για την Ελλάδα ένα πρωταρχικής σημασίας παράγοντα στην εθνική στρατηγική· ιδιαίτερα στην σύγχρονη εποχή και μάλιστα στην παρούσα συγκυρία με τα γνωστά εξωτερικά και εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.



Τι γνωρίζει η ελληνική κοινωνία γι’ αυτόν τον Ελληνισμό της Διασποράς, το παρελθόν και το παρόν, τα επιτεύγματα αλλά και τα προβλήματά του; Τι έπραξε ή τι δεν έπραξε γι’ αυτόν το ελληνικό κράτος; Πού και γιατί κοινωνία και κράτος χρειάζονται σήμερα τους Απόδημους και ποια πρέπει να είναι η πράξη της οφειλής για να υπάρχει η προσδοκία της προσφοράς; Αυτά και μερικά άλλα ερωτήματα που προκύπτουν από την αποδοχή της αυτονόητης και επιτακτικά αναγκαίας αναγνώρισης της εθνικής και κοινωνικής σημασίας του Απόδημου Ελληνισμού θα πρέπει να συζητηθούν με την ανάλογη γνώση από διάφορες πλευρές (ακόμη και σε σύγκριση με τις περιπτώσεις άλλων εθνών, όπως π.χ. οι Εβραίοι). Στο παρόν, αναγκαστικά σύντομο, άρθρο μόνο μερικές προτάσεις μπορούν να γίνουν με οπωσδήποτε προκαταρκτικό –αλλά με ενδεικτικό χαρακτήρα– προτάσεις που προέρχονται κυρίως από την μακρόχρονη ενασχόληση του γράφοντος με το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας και τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές προεκτάσεις του.

ΙΙ

Αν στην ελλαδική εκπαίδευση ο Απόδημος Ελληνισμός βρισκόταν κατά το παρελθόν στο περιθώριο και σήμερα –στα Αναγνωστικά από την Α΄ Δημοτικού ως και την Γ΄ Λυκείου– λείπει παντελώς· αν η κύρια αρμόδια κρατική υπηρεσία, η υπαγόμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, με την ανεπαρκή της στελέχωση, είναι θεσμικά ισόβαθμη με την Γ. Γραμματεία Αθλητισμού· αν στα προγράμματα των πολυαρίθμων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών (ποικίλων, εμφανών ή αφανών, συμφερόντων) αλλά και κρατικών, η παρουσία του Απόδημου Ελληνισμού είναι μηδαμινή, πολύ περιορισμένη ή και ποιοτικά ανεπαρκής· αν οι περιστασιακές αναφορές στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο είναι, όπου και όταν γίνονται, επίσης ανεπαρκείς· αν το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού είναι στην συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού άγνωστο (ακόμη και στην Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκεται η έδρα του)· αν με όλα αυτά και μερικά άλλα ελλείμματα το ένα τρίτο ενός μικρού αριθμητικά έθνους είναι σε μεγάλη κλίμακα αποκομμένο από τον εθνικό κορμό, είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατο εξαιτίας της συνεχιζόμενης (και επιδεινούμενης) εσωστρέφειας στην δημόσια ζωή της χώρας όχι μόνο να εφαρμοσθεί, αλλά ούτε και να σχεδιασθεί οποιαδήποτε εθνική στρατηγική.

ΙΙΙ

Η αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε οργανική ένταξη του Απόδημου Ελληνισμού στην εθνική ζωή πρέπει και μπορεί να γίνει με τους ανάλογους θεσμούς ή άλλες οργανωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις όπως:

1. Η ίδρυση Υπουργείου Αποδήμων (που υπάρχει σε άλλα κράτη, για την Ελλάδα είναι όμως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απαραίτητο) [Την επανίδρυση Υφυπουργείου Αποδήμου Ελληνισμού είχε υποσχεθεί η ελληνική Κυβέρνηση σε Έλληνες βουλευτές ξένων κρατών μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, στους οποίους το ¼ των Ελλήνων αθλητών ήταν παιδιά Αποδήμων]. Η οργάνωση και οι επί μέρους αρμοδιότητες αυτού του (αυτοτελούς) Υπουργείου πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής μελέτης από ειδικούς παράγοντες της χώρας και Έλληνες του εξωτερικού.

2. Η αναδιοργάνωση του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού σύμφωνα με τις αναγκαιότητες που προκύπτουν από την (ζητούμενη νέα) εθνική στρατηγική.

3. Η ίδρυση ενός αυτοτελούς τηλεοπτικού σταθμού με δορυφορική εμβέλεια ή η μετατροπή του υπάρχοντος τηλεοπτικού σταθμού της Βουλής σε σταθμό Αποδήμων.

4. Η εκπροσώπηση του Απόδημου Ελληνισμού σε ένα νέο «Εθνικό Ίδρυμα Εκπαιδευτικών Μελετών» που θα αντικαταστήσει το υπάρχον (δαπανηρό και κατά γενική ομολογία αποτυχημένο) Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (όπως και σε ένα επίσης αναγκαίο «Κεντρικό Εκπαιδευτικό Συμβούλιο») ή ακόμη στο «Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης», στο «Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου» και στο «Εθνικό Κέντρο Βιβλίου».

5. Η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων του Εξωτερικού σε στενή συνεργασία με την Εκκλησία, ο ρόλος της οποίας στον τομέα αυτόν, όπως και σε άλλους, που αφορούν την πολιτιστική και κοινωνική ζωή των Αποδήμων, ήταν και θα είναι ουσιαστικός και εθνικά αναγκαίος.

6. Η πολιτογράφηση νέων ελληνικής καταγωγής υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μία από τις οποίες (η σπουδαιότερη) πρέπει να είναι η θητεία (στρατιωτική ή κοινωνική) στις Ένοπλες Δυνάμεις. Το οξύ δημογραφικό πρόβλημα της χώρας· οι ανάγκες στην εθνική άμυνα που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με επαγγελματίες (τ.ε. μισθοφόρους) οπλίτες, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη μείωση του χρόνου της στρατιωτικής θητείας· προπάντων όμως ο σημαντικός παιδευτικός ρόλος του στρατού στην ανάπτυξη της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, προσδίδουν στην με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατάταξη εθελοντών στις Ένοπλες Δυνάμεις από ελληνικές κοινότητες του Εξωτερικού ιδιαίτερη σημασία.

7. Η θέσπιση ελληνικών Ολυμπιακών αγώνων κλασσικού αθλητισμού ανά τετραετία με τη συμμετοχή νέων από την Ελλάδα, την Κύπρο και τις Κοινότητες του Εξωτερικού [όπως ενδεχομένως και ξένων, που γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό]. [Εκτενή παρουσίαση της πρότασης βλ. στο άρθρο του γράφοντος «Ολυμπιακοί αγώνες και Έλληνες του Εξωτερικού», Εθνικός Κήρυξ της Νέας Υόρκης, 2/3 Οκτωβρίου 2004].

8. Η ίδρυση Ιστορικών Μουσείων του Απόδημου Ελληνισμού στις πρωτεύουσες των νομών, ιδιαίτερα εκείνων από τους οποίους προέρχονται πολλοί μετανάστες.

IV

Αν η εθνική στρατηγική γίνει, όπως θα ήθελε κανείς να ελπίζει, στο εγγύς μέλλον πραγματικότης, και δρομολογηθεί η άμεσα με αυτήν συνδεόμενη αναμόρφωση της πολιτικής ζωής, για την επιβαλλόμενη (διαφορετική από τις προηγούμενες), αναθεώρηση του Συντάγματος, την οποία προϋποθέτει, θα μπορούσαν να γίνουν επίσης οι ακόλουθες τρεις προτάσεις που αφορούν και τον Απόδημο Ελληνισμό.

– Στην διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα πρέπει να αντικαταστήσει την ισχύουσα (προβληματική), θα μετέχουν ως μέλη ενός ευρύτερου εκλεκτορικού σώματος αποτελουμένου από βουλευτές και εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και εκλεγμένοι προς τούτο εκπρόσωποι του Απόδημου Ελληνισμού (και Έλληνες πολίτες) σε αναλογία που θα ορισθεί από τους αρμόδιους παράγοντες.

– Σε ειδική αναλογία θα είναι επίσης μέλη της Βουλής Απόδημοι (Έλληνες πολίτες) που θα αντικαταστήσουν, επιλεγόμενοι με ειδική διαδικασία (και σε μεγαλύτερο βαθμό), τους βουλευτές Επικρατείας.

– Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συντάσσει και εκφωνεί στο τέλος εκάστου έτους, μετά την συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, στη Βουλή έκθεση «Περί της καταστάσεως του Έθνους», στην οποία θα γίνεται η (αυτονόητη) εκτενής αναφορά και σε όλα τα θέματα των Αποδήμων.

V

Μόνο με μία τέτοια πολύπλευρη ή παρόμοια (ή διαφορετική, οπωσδήποτε όμως αποτελεσματική) ένταξη των Απόδημων στην εθνική ζωή (η οποία πρωτίστως προϋποθέτει την ανάλογη πολιτική βούληση) θα είναι δυνατόν να ζητηθεί η έμπρακτη συνδρομή από όσους θέλουν και μπορούν να συμβάλουν στην ίδρυση και λειτουργία θεσμών ή σε πρωτοβουλίες που υπαγορεύουν οι αναγκαιότητες της εθνικής στρατηγικής και επιβάλλουν τα οξυμμένα προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας. Μερικά παραδείγματα από την μία και την άλλη κατηγορία:

– Αν η ενίσχυση του διεθνούς κύρους της χώρας μπορεί να γίνει πρωτίστως (οπωσδήποτε όχι μόνο) με πολιτιστικά κέντρα που θα προβάλλουν την πλούσια πολιτιστική της κληρονομιά στις πρωτεύουσες ή σε μεγάλες πόλεις ξένων χωρών, αυτά δεν μπορούν να οργανωθούν και να λειτουργήσουν από το υφιστάμενο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, χωρίς την συνεργασία και την υποστήριξη των κατά τόπους Αποδήμων.

– Η θέσπιση διεθνών βραβείων για πρωτότυπες δημιουργίες στην Επιστήμη και στην Τέχνη, ιδιαίτερα για νέους, σε συνεργασία με ξένα πνευματικά ιδρύματα (Πανεπιστήμια και σχολεία): Εκτός από την καθαρά πολιτιστική του πλευρά, ο θεσμός έχει και το εθνικό όφελος, ότι στη νέα πνευματική ελίτ ξένων χωρών δημιουργείται ένα φιλικό ενδιαφέρον για την χώρα μας. [Η διαπίστωση αυτή βασίζεται στις εμπειρίες του γράφοντος από τον «Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Νέων» με θέμα την «Επιβίωση της Κλασσικής Αρχαιότητας στην σύγχρονη Ευρώπη» που διοργανώθηκε τρεις φορές (από το 1994 έως το 2001) από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και απέσπασε τα επαινετικά σχόλια του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζακ Ντελόρ]. Η συμβολή των Αποδήμων στην προβολή του θεσμού, όπως και στην χρηματοδότηση (με όχι υψηλή δαπάνη) είναι εξαιρετικά χρήσιμη ή εξαιτίας των γνωστών αδυναμιών της χώρας μας απολύτως αναγκαία. Πόσο χρήσιμος θα ήταν ο θεσμός και από πολιτική άποψη αν εφαρμοζόταν για τις χώρες της Βαλκανικής με έδρα την Θεσσαλονίκη, δεν χρειάζεται νομίζω να τονισθεί στην παρούσα συγκυρία.

– Αν και ως ποιο βαθμό Έλληνες του Εξωτερικού μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην ενημέρωση της κοινής γνώμης των χωρών όπου διαμένουν για τα εθνικά μας θέματα ή στην τουριστική διαφήμιση της χώρας ή στην προβολή των ελληνικών προϊόντων, όπως, εξ όσων γνωρίζω, είχε κατά το παρελθόν περιστασιακά υποστηριχθεί από παράγοντες της Ομογένειας, θα πρέπει να διερευνηθεί συστηματικά από αρμόδιους παράγοντες στο άμεσο ή εγγύς μέλλον.

VI

Την συνδρομή των Ελλήνων του Εξωτερικού χρειάζεται όμως η χώρα κατά τη γνώμη μου επιτακτικά τώρα, στο εκπαιδευτικό πρόβλημα ή ακριβέστερα αδιέξοδο. Κατά τις συζητήσεις πριν και μετά τις διάφορες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 30 ετών η αναγκαιότητα αυτής της συνδρομής, εξ όσων γνωρίζω, πουθενά δεν αναφέρθηκε, μολονότι θα έπρεπε, και μόνο για τον λόγο ότι από τους χιλιάδες Έλληνες ερευνητές που σταδιοδρόμησαν και διακρίθηκαν σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ξένων χωρών, υπάρχουν αρκετοί που έχουν εκφράσει την επιθυμία να προσφέρουν τις γνώσεις και την πείρα τους στην πατρίδα. Με αναφορά στους επιστήμονες αυτούς γίνεται η πρώτη, με αναφορά σε αναφορά σε επιχειρηματίες (κυρίως) και σε ειδικούς η δεύτερη από τις προτάσεις που ακολουθούν:

– Στην βαρέως νοσούσα ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση η δημιουργική πνοή που πρωτίστως χρειάζεται δεν μπορεί να προέλθει από εγχώριες δυνάμεις· θα προέλθει από Έλληνες του Εξωτερικού που ανεδείχθησαν αξιοκρατικά και βρήκαν με το έργο τους διεθνή αναγνώριση. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει με την ένταξη ορισμένου αριθμού από αυτούς στα μεταπτυχιακά τμήματα των διαφόρων σχολών, όπου θα διδάσκουν, αλλά και θα εξετάζουν ως επισκέπτες καθηγητές. Ως επισκέπτες καθηγητές θα πρέπει επίσης να είναι μέλη των εισηγητικών επιτροπών στις διάφορες κρίσεις του διδακτικού προσωπικού.

– Στην επίσης βαρέως νοσούσα Γενική Εκπαίδευση η δημιουργική πνοή θα μπορούσε να προέλθει από πρότυπες τεχνικές - επαγγελματικές σχολές, με οικοτροφεία για τους μαθητές, επαρκή υποδομή και έμπειρη διοίκηση. Το υπόδειγμα: Η Αμερικανική Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης που λειτουργεί επί ένα αιώνα ως εκπαιδευτικό ίδρυμα και συγχρόνως ως παραγωγική μονάδα, γνωστή για το έργο που επιτελεί από πολλών ετών. [Θεωρώντας την ως πρότυπο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε προαναγγείλει ο Ελ. Βενιζέλος την επισκέφθηκε το 1929]. Θα σήμαινε πολλά όχι μόνο για την ίδια την χώρα, αν Έλληνες επιχειρηματίες του Εξωτερικού ήθελαν να συμβάλουν στην ίδρυση και λειτουργία μιας έστω τέτοιας σχολής και μάλιστα σε παραμεθόριο περιοχή, ιδιαίτερα στην Θράκη.

*

Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόταση ή συγκεκριμένη αναφορά στους Έλληνες του Εξωτερικού, το έμ­πρακτο ενδιαφέρον γι’ αυτούς στην σύγχρονη Ελλάδα, αποτελεί όχι μόνο αυτονόητη εθνική επιταγή, αλλά και ζωτική ανάγκη: Οι ελληνικής καταγωγής επιστήμονες, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, πολιτικοί, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι που πρόκοψαν και διακρίθηκαν χάρη στην προσωπική τους αξία και στην προσωπική τους προσπάθεια, αλλά και οι άγνωστοι απόγονοι μεταναστών, που πιστεύουν και με διαφόρους τρόπους δείχνουν πως η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι και γι’ αυτούς «πατρίδα» – όλοι αυτοί αποτελούν ένα σταθερό και γι’ αυτό σημαντικό στοιχείο συλλογικής (εθνικής) αυτοπεποίθησης, ίσως το μοναδικό, στην πολύπλευρη κρίση από την αδιέξοδη εσωστρέφεια που διέρχεται σήμερα η χώρα.



Ιω. Τουλουμάκος

Ομ. Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής

του Α.Π.Θ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Με τη δέουσα προσοχή έσκυψα πάνω στο πλούσιο σε ορθές προτάσεις και σκέψεις για τον Απόδημο Ελληνισμό του καθ. κ. Τουλουμάκου. Θερμά συγχαρητήρια στο καθηγητή .



Μια ερώτηση προς τον κ. καθηγητή και δύο συμβουλές (για ό,τι αξίζουν).



1ον Ερώτηση: Έχει ήδη υποβάλει την μελέτη του αυτή στα κυβερνητικά κανάλια; με μια ανταπόκριση;



2ον Οι οργανωτικές του παρεμβάσεις θα πρέπει να κατανεμηθούν ως προς τη χρονική τους προτεραιότητα (κλιμάκωση). Το λέω αυτό διότι είναι συνήθης δικαιολογία της κρατικής μηχανής (που τελικά οδηγεί στην ΑΠΡΑΞΙΑ και αβουλία) η ανυπαρξία ικανών πόρων προς αντιμετώπιση τόσων πολυσχιδών προτάσεων... Αρχικά νομίζω ότι η Κυβέρνηση πρέπει να θέσει ως ΑΜΕΣΟ στόχο της την πραγματοποίηση των #1, 2, 4 και 5 παρεμβάσεων. Οι υπόλοιπες αποτελούν μέριμνα των εγκαθιδρυσομένων νέων οργάνων. Ας μη λησμονείται ότι εχθρός του καλού είναι ...το τέλειο.



3ον Εμπεριστατωμένη εκπαίδευση πάνω στο τεράστιο θέμα του Αποδήμου Ελληνισμού στην Διπλωματική Ακαδημία, αλλά και στους/στις υποψήφιους διπλωμάτες ΠΡΟ της τοποθετήσεώς των σε Προξενικές Αρχές και Πρεσβείες κρατών με ισχυρό ποσοστό αποδήμων. Η προπαίδευση να στηρίζεται σε δοκιμασμένες μεθόδους προσέγγισης του ελληνικού στοιχείου (και αποφυγής του/της διπλωματικού της εμπλοκής στις ενδοκοινοτικές τυχόν έριδες). Αυτά ως μερικές πρώτες σκέψεις...

Φιλικά,



Ν. Μακρίδης
Πρεσβυς