Του Ι. Δ. Κουκιάδη
Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να μείνει ανοικτή η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας κατά το μέτρο που τίθενται αναγκαίοι όροι για τη συνέχιση της πορείας αυτής, οι οποίοι αποτελούν μία χρυσή ευκαιρία για την αξιοποίηση από την Ελλάδα.
Ο εκδυτικισμός της Τουρκίας έχει μακρά ιστορία. Οι διάφορες φάσεις που περνά άμεσα ή έμμεσα προσδιόριζαν την εξωτερική πολιτική μας και καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο επίλυσης εκκρεμών προβλημάτων Ελλάδας-Τουρκίας. Στην ιστορική αυτή διαδρομή του εντάσσεται τελευταία η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, από την έκβαση της οποίας και πάλι θα καθοριστεί ο τρόπος επίλυσης των εκκρεμών προβλημάτων. Ένα μέρος των προβλημάτων αυτών συνδέεται με τα εκκρεμή προβλήματα του προσφυγικού πληθυσμού και φυσικά και των Ποντίων. Μπορεί να αναγκάστηκαν οι πρόσφυγες να χάσουν την πατρίδα τους, όμως δεν έχουν αποκοπεί από τις ρίζες τους και θέματα, όπως περιουσιακά δικαιώματα, θρησκευτική ελευθερία, πολιτιστικά μνημεία κλασικής αρχαιότητας και χριστιανισμού, μειονοτήτων, για όσους ήρωες εξακολουθούν να παραμένουν στην Τουρκία, επιζητούν μία οριστική διευθέτηση. Παράλληλα η μη επανάληψη των λόγων που δημιούργησαν το προσφυγικό πρόβλημα, η αναζήτηση της ειρήνης στο Αιγαίο και της επίλυσης του Κυπριακού είναι άμεσα συνδεδεμένα με το πολιτικό μέλλον της Τουρκίας και συγκεκριμένα με το αν θα ακολουθήσει το δρόμο του δικαίου ή του αυταρχισμού.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες περιέχουν πολλές αμφισημίες και από τις δύο πλευρές, γεγονός που από όλες τις υποψήφιες χώρες καθιστά την υποψηφιότητα της Τουρκίας την πλέον αμφιλεγόμενη. Παρ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δεν ανακόπτεται, το ενδιαφέρον της Ελλάδας για τις αναμενόμενες μεταρρυθμίσεις είναι περισσότερο έντονο από το ενδιαφέρον οποιασδήποτε άλλης χώρας. Ο τουρκικός επεκτατισμός, που αποτελεί συνέχεια του αυτοκρατορικού παρελθόντος της Τουρκίας, δεν μπορεί να διασωθεί σε μία τέτοια εκδοχή.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ
Είναι σύνηθες το ερώτημα που τίθεται για το αν η Τουρκία ανήκει στην Ευρώπη ή, αν θέλετε, αν η τουρκική κοινωνία συνταυτίζεται με τις αξίες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το ερώτημα έχει τεθεί από αιώνες στους πολιτικούς και τους διανοουμένους, χωρίς ποτέ να πάρει μία σαφή απάντηση. Με την αίτηση της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε. οι συζητήσεις αναζωπυρώθηκαν. Για τον ελληνισμό το θέμα παρουσιάζει το πρόσθετο ενδιαφέρον, γιατί συνδέεται με τον τουρκικό επεκτατισμό.
Η ευρωπαϊκή ιδέα και η ευρωπαϊκή ταυτότητα κατά το μέτρο κατά το οποίο σήμερα έχουν αποκρυσταλλωθεί είναι αποτέλεσμα πολλών διεργασιών (για τη συλλογική ταυτότητα που προκύπτει από την ετερότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, βλ. Γ. Δερτιλή, Οι Ευρωπαίοι, τομ. 2ος, σ. 351). Αντιφάσεις και αμφισβητήσεις για τα ενοποιητικά στοιχεία της Ευρώπης διατρέχουν όλη την ιστορία της. Άλλοτε προβάλλεται η οικουμενικότητα, όπως διαμορφώνεται από το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό ιδεώδες και τη χριστιανοσύνη (Respublica Christiana), άλλοτε κυριαρχείται από τον ευρωκεντρισμό, που συνδέεται με τον ευρωπαϊκό εθνικισμό, άλλοτε συνδέεται με το φάσμα εξωτερικών κινδύνων, ανάμεσα στους οποίους κυρίαρχος ήταν ο οθωμανικός, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι ενδοευρωπαϊκές διενέξεις, όπως η διένεξη καθολικών και προτεσταντών, επιζητούσαν τη διευθέτησή τους με τη συνδρομή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που καλούταν και Οθωμανική-Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία (βλ. Hellmout Diwald, Ιστορία της Ευρώπης, σελ. 222).
Στην Ευρώπη σήμερα ζούμε ένα πρωτόγνωρο πείραμα, που επί αιώνες αναζητούταν με διάφορους τρόπους (βλ. Γιάννη Χασιώτη, Αναζητώντας την ενότητα στην πολυμορφία), με συμπόρευση λατινικών, γερμανικών, αγγλοσαξονικών και ορθοδόξων παραδόσεων (βλ. Ε. Αρβελέρ, Οι Ευρωπαίοι, τόμος 1ος, σ. 160 επ.). Η σημερινή ευρωπαϊκή συσπείρωση ξεπέρασε πολλές ευρωπαϊκές προκαταλήψεις που κληρονόμησε η διάσπαση της Ευρώπης σε Ανατολή και Δύση, μέρος της οποίας ήταν και η απόσπαση του Βυζαντίου από τη δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και το σχίσμα (1054) και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204).
Το εγχείρημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. αποτελεί ένα νέο άλμα με πολλές αβεβαιότητες (βλ. και Phil. Herzog, L’ Europe apres L’ Europe, σ. 152, 162 επ.). Το θέμα δεν τίθεται με γεωγραφικούς όρους, όπως το θέτει ο Σαρκοζί, γιατί σε όλη την ευρωπαϊκή ιστορία τα σύνορα της Ευρώπης πάντοτε αμφισβητούνταν. Ακόμη και σήμερα ο Hundigton στα αμφιλεγόμενο βιβλίο του αμφισβητεί και την ευρωπαϊκότητα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το θέμα τίθεται με πολιτικά κριτήρια. Η Τουρκία αποτελεί μονάδα σύνδεσης δύσης και μουσουλμανικών κρατών με πολλές διεισδύσεις στα ευρωπαϊκά δρώμενα αλλά και με αντιφατικές συμπεριφορές. Οι σημερινές αντιδράσεις προέρχονται από τους λαούς της Ευρώπης και της Τουρκίας και συνδέονται από τις διαπιστούμενες διαφορές ως προς τις αξίες που κυριαρχούν ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την τουρκική κοινωνία. Το συγκεκριμένο ερώτημα που τίθεται είναι αν η πολυπολιτισμικότητα, που προβάλλεται ως ένα νέο ευρωπαϊκό ιδεώδες, μπορεί να απορροφήσει τις διαφορές αυτές. Ευρωπαίοι, έλεγε ο Πολ Βαλερί, όλοι οι λαοί που δέχτηκαν τρεις επιδράσεις, τη ρωμαϊκή, την ελληνική και τη χριστιανική (P. Valery, Caracteres de l’ esprit europeen, Revue Universelle, 1924, σ. 22). Η πολυπολιτισμικότητα με τη σημερινή εκδοχή της δίνει νέα διάσταση στην ευρωπαϊκότητα. Αλλά και σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής φαίνεται να υπερισχύει η αντίληψη ότι τα ευρύτερα στρατηγικά συμφέροντα της Ευρώπης επιβάλλουν να μην αποκοπεί ο δρόμος προς την Τουρκία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εναλλακτικές λύσεις ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι ο προσανατολισμός της προς μία ένωση των τουρκόφωνων λαών της Ευρασίας ή μία αντίστοιχη ένωση με άλλες μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής, λύσεις που δεν ενθουσιάζουν την Ευρώπη. Μένει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα αν μία συμφωνία προνομιακής σύνδεσης της Τουρκίας με την Ε.Ε. έναντι της ολοκληρωτικής ένταξης είναι η πιο δόκιμη λύση και αν φυσικά μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Τουρκία.
Μπορεί κανείς να συζητά για πολύ για τα θέματα αυτά και για το ποια είναι η πιο συμφέρουσα λύση για τον ελληνισμό και ειδικότερα για τη λύση των εκκρεμών προσφυγικών ζητημάτων. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να μείνει ανοικτή η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας κατά το μέτρο που τίθενται αναγκαίοι όροι για τη συνέχιση της πορείας αυτής, οι οποίοι αποτελούν μία χρυσή ευκαιρία για την αξιοποίηση από την Ελλάδα.
Η ΕΝΤΑΞΙΑΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ
Η Τουρκία πήρε το καθεστώς της υποψήφιας χώρας στο συμβούλιο του Δεκεμβρίου του 1999. Η διαδικασία της ενταξιακής πορείας της προσδιορίζεται στη βάση της λεγόμενης εταιρικής σχέσης, που στη συνέχεια επανακαθορίστηκε ως ενισχυμένη προενταξιακή στρατηγική. Η εταιρική σχέση, που καθορίζει τον οδικό χάρτη των μεταρρυθμίσεων, επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αναπροσαρμόζοντας στόχους και προτεραιότητες, χωρίς να αποξενώνεται από τους μακροπρόθεσμους στόχους. Η τελευταία αναθεώρηση έγινε το 2008. Η πορεία των μεταρρυθμίσεων εξακολουθεί να καθορίζεται από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης του 1993 (αναμόρφωση πολιτικών θεσμών, κράτος δικαίου, σεβασμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προστασία μειονότητας) και καλύπτει το σύνολο θεσμικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών πτυχών που απαιτούν τη μεταρρύθμιση. Προσδιορίζεται ένα συγκεκριμένο κάθε φορά χρονικό διάστημα και καταγράφεται η πρόοδος. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συζήτησή μας, γιατί πρέπει να διαπιστώνονται κάθε φορά η βιωσιμότητα και το μη αναστρέψιμο των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και η ενιαία εφαρμογή τους σε όλη τη χώρα και σε όλα τα επίπεδα διοίκησης (βλ. απόφαση Συμβουλίου 18.2.2008). Μας δίνεται έτσι το δικαίωμα να παρακολουθούμε τις μεταρρυθμίσεις από κοντά, να στηλιτεύουμε τις ελλείψεις και να παρεμβαίνουμε, για να αποφύγουμε προσχηματικές μεταρρυθμίσεις, διότι πολλές από αυτές που γίνονται παραμένουν γράμμα κενό. Σύμμαχο σε αυτό το σημείο έχουμε κατά κύριο λόγο το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όπως φαίνεται και από την τελευταία έκθεση του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου της 21ης Μαΐου 2008.
Στις βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες για τις μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνονται ανάμεσα στα άλλα η αποκατάσταση του ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων από τις πολικές δυνάμεις, η τήρηση κανόνων του διεθνούς δικαίου, η εδραίωση του κοσμικού κράτους, βασισμένου σε πλουραλιστική κοινωνία, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις, η ανεπιφύλακτη αποδοχή αποφάσεων του ευρωπαϊκού δικαστηρίου δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ εντάσσονται, όπως επισημαίνεται στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, η λήψη μέτρων για τον πλήρη σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας, η αναθεώρηση της νομοθεσίας για τα ιδρύματα αλλά και η πιστή εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων, η διασφάλιση όλων των δικαιωμάτων των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών μειονοτήτων, το δικαίωμα σε αυτές να συνιστούν νομικά πρόσωπα και να αποκτούν περιουσία, η ελευθερία εκπαίδευσης του κλήρου και γενικά η εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης Τούρκων, αλλοδαπών και αλλοεθνών. Ακόμη ζητείται η διασφάλιση της πολιτισμικής πολυμορφίας με καταπολέμηση όλων των μορφών διακρίσεων σύμφωνα με το άρθρο 13 της συνθήκης ΕΚ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, που περιλαμβάνει και το δικαίωμα απόλαυσης περιουσίας σύμφωνα με το πρώτο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, την πρόσβαση σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές κτλ.
Γενικά στόχος όλων αυτών είναι η ενσυνείδητη αποδοχή των δυτικοευρωπαϊκών αξιών, που επισήμανε πρόσφατα και η καγκελάριος Μέρκελ σε απάντηση της τουρκικής αντίληψης για τη σύνδεση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτή εκφράστηκε κατά την ομιλία του τούρκου πρωθυπουργού στους μετανάστες της Γερμανίας.
Αλλά και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής τίθενται προτεραιότητες, όπως η ανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών για την εξομάλυνση των εξωτερικών σχέσεων Τουρκίας και όλων των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, και για τη διευθέτηση των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο. Ειδικά για την Κύπρο επισημαίνεται η υποχρέωση της Τουρκίας να άρει όλα τα εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων της κυπριακής δημοκρατίας. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προϋποθέτει ταυτόχρονα απαλλαγή των πολιτικών θεσμών από την κυριαρχούσα αντίληψη του σημερινού κεμαλισμού και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς εκπτώσεις. Για μας όλα αυτά συνιστούν χρυσή ευκαιρία, εφόσον τα αξιοποιήσουμε σωστά.
* Ο Ιωάννης Κουκιάδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου