Ήθη και έθιμα της Αποκριάς
Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρή Δευτέρα
οπότε αρχίζει και η μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Ονομάστηκαν έτσι
επειδή, τη περίοδο αυτή, συνηθίζεται να μην τρώνε κρέας οι Χριστιανοί,
δηλαδή «να απέχουν από κρέας». Ανάλογη με την ελληνική λέξη Αποκριά
είναι και η λατινική λέξη καρναβάλι (Carneval, carnavale, από τις
λέξεις<Carne=κρέας και Vale=περνάει).
Το κύριο γνώρισμα των Αποκριών είναι οι μεταμφιέσεις τις
οποίες συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο: κουδουνάτοι,
καμουζέλες, μούσκαροι αλλά το κοινότερο είναι μασκαράδες και καρνάβαλοι
που προέρχεται από τις ιταλικές λέξεις maschera και carnevale.
Στην Ελλάδα υπάρχει πληθώρα εθίμων που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Ας γνωρίσουμε κάποια από αυτά.
Από τα πιο γνωστά πανελλαδικά έθιμα, που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, είναι το γαϊτανάκι. Το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της απόκριας.
Δεκατρία άτομα χρειάζονται γι’ αυτόν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου κρέμονται 12 μακριές κορδέλες, διαφορετικού χρώματος η καθεμιά. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν σε ζευγάρια. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι πλέκουν τις κορδέλες πάνω του δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
ΘΡΑΚΗ
ΞΑΝΘΗ
Το κάψιμο του Τζάρου στην Ξάνθη
Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του συνοικισμού, ο οποίος βρίσκεται στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου. Ο Τζάρος ή Τζάρους, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα τοποθετημένο πάνω σε ένα σωρό από πουρνάρια.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν σε κέντρο αλάνας, πλατείας ή σε υψώματα για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους. Η ονομασία «Τζάρος» προήλθε από τον ιδιόρρυθμο ήχο που δημιουργούσε η καύση του θάμνου «τζ,τζ,τζ…». Μετά την ολοκλήρωση του εθίμου, ακολουθεί ένα φαντασμαγορικό θέαμα με πυροτεχνήματα.
ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπήρχαν πολλοί Τούρκοι. Κάποιοι από αυτούς είχαν μεγάλες περιουσίες και οι κάτοικοι τους ονόμαζαν «Μπέηδες». Ο Μπέης εκείνη την εποχή ζούσε όπως ένας Αγάς. Είχε πάντα στο σπίτι του, την καλύτερη κοπέλα του χωριού, το γιατρό του, τη νοσοκόμα, τους σωματοφύλακές του και κάποιον έμπιστο δικαστικό για να τιμωρεί τους παραβάτες. Οι συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν πάρα πολύ δύσκολες και για να επιβιώσει κανείς, πήγαινε και δούλευε στις δουλειές του Μπέη για ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού αντιδρούσαν σ’ όλη αυτή την εκμετάλλευση οπότε και ξεσηκώθηκαν να διαμαρτυρηθούν να σταματήσει αυτό το καθεστώς που επικρατούσε, πράγμα που το κατάφεραν.
Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες να συγκεντρώνονται και να μιλάνε ελεύθερα. Μετά από προσπάθειες τους επέτρεπαν να συγκεντρώνονται την Αποκριά, να μιλούν ελεύθερα και να λύνουν τα προβλήματά τους. Σιγά-σιγά μπορούσαν να σατιρίζουν τους Τούρκους και να τους πειράζουν, μόνο εκείνη τη μέρα. Το έθιμο συνεχίστηκε, και μετά την απελευθέρωση γινόταν σαν γιορτή για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση των Τούρκων. Κράτησε, και με τα χρόνια αύξησε το σατιρικό και περιπαικτικό χαρακτήρα του.
Το έθιμο του «Μπέη», περιέχει διονυσιακά στοιχεία και έχει σατιρικό χαρακτήρα. Ο Μπέης είναι ώριμος άντρας με μουστάκι, ντυμένος με «γούνα», βαμμένος με κοκκινάδι, πολλά στολίδια, φέσι, μπότες και φέρει μαζί του ραβδί, πιστόλια και ναργιλέ. Φυσικά δεν είναι μόνος του, έχει και τη συνοδεία του. Προηγείται όλων ο τελάλης, ακολουθεί η φρουρά του Μπέη, έπειτα ο ίδιος, οι αυλικοί και οι γεωργοί. Το ντύσιμο σχεδόν όλων των προσώπων βασίζεται σε ρούχα παλαιότερων εποχών και στον αυτοσχεδιασμό. Αφού τελειώσει η «γύρα» του μπέη, γίνεται αναπαράσταση των τοπικών εργασιών (όργωμα, θερισμός) από τους γεωργούς. Ακολουθεί γαϊδουροδρομία και ρωμαϊκή πάλη. Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής πάλης, ο κόσμος μαζεύεται στις ταβέρνες και μαζί με το προσωπικό του Μπέη πίνει και διασκεδάζει με παραδοσιακά όργανα της περιοχής.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Οι Μπουμπούνες της Καστοριάς!
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, στις πλατείες της Καστοριάς και στα χωριά στήνονται μεγάλες φωτιές, τηρώντας ένα προχριστιανικό έθιμο που ακούει στο όνομα Μπουμπούνες.
Οι μεγαλύτερες μπουμπούνες είναι της πλατείας Ντουλτσού, της γειτονιάς του Απόζαρι, της πλατείας Ομονοίας και της γειτονιάς του παλαιού Νοσοκομείου. Γύρω από την αναμμένη μπουμπούνα, οι παρευρισκόμενοι πίνουν και γεύονται εδέσματα της μέρας της Αποκριάς, που καταναλώνονται εν όψει της Καθαράς Δευτέρας. Λαϊκές ορχήστρες παίζουν τοπικούς παραδοσιακούς σκοπούς και ακολουθεί χορός μέχρι να σβήσει η μπουμπούνα και να πάρει μαζί της τα κακά πνεύματα, ώστε ο εξαγνισμός της Σαρακοστής να ξεκινήσει χωρίς αυτά.
Στα σπίτια, οι νοικοκυραίοι τηρούν το έθιμο του “Χάσκαρη”. Είναι ένα συμβολικό έθιμο που πραγματοποιείται στα σπίτια της Καστοριάς επίσης την τελευταία Κυριακή της αποκριάς. Μετά το βραδινό φαγητό διασκεδάζουν όλοι με τις προσπάθειες που καταβάλουν όλα τα μέλη της οικογένειας για να “πιάσουν” με το στόμα ολάνοιχτο το βρασμένο αυγό που τους προσφέρεται με τη βοήθεια ενός ξύλινου ραβδιού και μιας κλωστής στην οποία δένεται το αυγό. Ο συμβολισμός του χάσκαρη έχει να κάνει με τη σαρακοστή. Με αυγό κλείνει το στόμα για την νηστεία, με αυγό ανοίγει ξανά το βράδυ της ανάστασης.
ΚΟΖΑΝΗ
Ο “Φανός” της Κοζάνης
Η κοζανίτικη Αποκριά είναι το πιο γνήσιο, λαϊκό και αυθεντικό έθιμο της πόλης. Ένα ζωντανό έθιμο που στηρίζεται στην αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων, αναβιώνοντας μια παράδοση, οι ρίζες της οποίας χάνονται στα βάθη του χρόνου. Γλέντι και ξεφάντωμα με φαγητό, κρασί, χορό, τραγούδι και αθυροστομία χωρίς όρια είναι τα χαρακτηριστικά των εκδηλώσεων.
«Οι Φανοί» είναι μεγάλες φωτιές που ανάβουν στις διάφορες γειτονιές της Κοζάνης και οι ντόπιοι τραγουδούν αποκριάτικα τραγούδια (στο τοπικό ιδίωμα), που σατιρίζουν καταστάσεις και πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, κάθε μέρα μια γειτονιά ανάβει τον δικό της «Φανό», ενώ το βράδυ της Κυριακής (της Μεγάλης Αποκριάς) ανάβουν όλοι οι «Φανοί» σ’ όλες τις γειτονιές και η πόλη ζει ένα ξέφρενο παραδοσιακό γλέντι ως το πρωί.
ΣΟΧΟΣ
Οι «Κουδουνοφόροι Τράγοι» την περίοδο της Αποκριάς γεμίζουν τους δρόμους του Σοχού. Ομάδες μεταμφιεσμένων με μαύρες γιδοπροβιές, ζωσμένοι με τέσσερα ογκώδη σιδερένια κουδούνια, παρουσιάζονται από παντού, χοροπηδούν και σείουν τα κουδούνια τους ενώ τραγουδούν με γοερή φωνή.
ΔΡΑΜΑ
Ο Καλόγερος στο Καλαμπάκι Δράμας
Την Καθαρά Δευτέρα στη Δράμα αναβιώνει ένα από τα πιο σημαντικά δρώμενα του ελληνικού ιστορικού χώρου, που οι ντόπιοι ονομάζουν «Καλόγερο». Οι ρίζες του ανάγονται σε πανάρχαιες τελετές, κατά τις οποίες οι άνθρωποι ζητούσαν από τις ανώτερες δυνάμεις να επενεργήσουν στη βλάστηση και να γονιμοποιήσουν τη γη. Στις μέρες μας, το έθιμο υπενθυμίζει και υπογραμμίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση. Ο Καλόγερος φορά δέρματα ζώων και μεταμφιέζεται σε ζώο ενώ στη μέση έχει δεμένα κουδούνια, ένα εκ των οποίων είναι σύμβολο γονιμότητας και επισκέπτεται μαζί με άλλους μεταμφιεσμένους όλα τα σπίτια του χωριού. Μετά τις επισκέψεις, ο «Καλόγερος» συνεχίζει με το μιμητικό όργωμα και τη σπορά των χωραφιών του χωριού, ενώ το αποκριάτικο δρώμενο ολοκληρώνεται με τον εικονικό θάνατο και την ανάστασή του.
ΣΕΡΡΕΣ
Ένα αντίστοιχο έθιμο μ’ αυτό του καλόγερου της Δράμας συναντάμε και στο χωριό Αγία Ελένη τη Δευτέρα της Τυρινής. Τη γιορτή αυτή αρχίζουν οι Αναστενάρηδες με απόκρυφη μυσταγωγία και συμμετέχουν και οι μίμοι, οι οποίοι συγκροτούν το θίασο: ο Βασιλιάς, το Βασιλόπουλο, ο καπιστράς, ο καλόγερος, η νύφη, η μπάμπω και το εφταμηνίτικο, οι γύφτοι με την αρκούδα και, τέλος, οι Κουρούτζηδες (φύλακες).
Αφού ο θίασος του Καλόγερου επισκεφθεί όλα τα σπίτια του χωριού, όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην πλατεία, όπου γίνεται η προετοιμασία του συμβολικού αγρού για τη σπορά και ακολουθεί η σκηνή του θανάτου και της ανάστασης του πρωταγωνιστή Καλόγερου. Μόλις αναγγελθεί η ανάσταση του πρωταγωνιστή, ο θίασος αρχίζει κυκλικό χορό γύρω από το συμβολικά σπαρμένο χωράφι, με τον Βασιλιά Σπορέα στην κορυφή του χορού. Μετά το χορό ο Αναστενάρης δίνει τις ευχές του και το πλήθος, ευχόμενο «κι από του χρόνου», διαλύεται.
Παράλληλα, την Κυριακή της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα, στο χωριό Φλάμπουρο αναβιώνει το έθιμο του Μπαμπόγερου. Ο Μπαμπόγερος συμβολίζει το καλό και την υγεία. Η εμφάνισή του είναι ξεχωριστή και παράλληλα τρομακτική. Είναι ντυμένος με μαύρα ή καφέ δέρματα αιγοπροβάτων και από τη μέση του κρέμονται διαφορετικού μήκους κουδούνια. Διακρίνονται μόνο τα μάτια του, αφού στο κεφάλι του φοράει ένα μαύρο, τεράστιο μυτερό καπέλο, περίπου τριών μέτρων, στολισμένο με χάντρες, κορδέλες και μαντήλια. Νωρίς το πρωί, ο Μπαμπόγερος, αφού πάρει την ευλογία της μάνας του, κατευθύνεται στην εκκλησία για να πάρει τη χάρη της Αγίας Άννας, της ομώνυμης εκκλησίας του χωριού, ενώ στη συνέχεια επισκέπτεται κάθε σπίτι του χωριού με σκοπό να σκορπίσει το κακό και να φέρει τύχη και υγεία.
Το έθιμο του Μπαμπόγερου ολοκληρώνεται την Καθαρά Δευτέρα, με ένα μεγάλο γλέντι, που στήνεται στην πλατεία του χωριού, δίνοντας στους επισκέπτες την ευκαιρία να θαυμάσουν τον περίτεχνο και μοναδικό χορό των Μπαμπόγερων, αλλά και την ευκαιρία να δοκιμάσουν νηστίσιμα εδέσματα.
ΝΑΟΥΣΑ ΗΜΑΘΙΑΣ
Οι Μπούλες
Στην Νάουσα της Ημαθίας συναντάμε ένα από τα αρχαιότερα αποκριάτικα έθιμα, τις “Μπούλες”. Εκτός από το παλαιότερο αποκριάτικο έθιμο, είναι επίσης και ένα από τα πιο ευρέως διαδομένα. Οι “Μπούλες” είναι ένα χορευτικό δρώμενο και αυτό γιατί κατά την διάρκεια της τέλεσής του απαιτείται χορευτική συμμετοχή από ομάδες ανθρώπων. Σε αυτό το έθιμο για να λάβει κανείς μέρος θα πρέπει να ακολουθήσει τους αυστηρούς κανόνες που θέτονται σχετικά με την συμπεριφορά, το δρομολόγιο και άλλες προκαθορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες προκύπτουν από το αρχαίο τελετουργικό.
Ένας απαράβατος κανόνας του εθίμου που δεν αλλοιώθηκε όσα χρόνια κι αν πέρασαν είναι πως οι τελεστές του εθίμου είναι αυστηρά μόνο άντρες. Από τα πολύ παλιά χρόνια στα μπολούκια έπαιρναν μέρος και μικρά αγόρια.
Το έθιμο ξεκινάει νωρίς το πρωί, την παραμονή της Κυριακής της Αποκριάς όπου κι αρχίζει το ντύσιμο. Αυτό συμβαίνει γιατί τ’ ασήμια που θα κοσμήσουν τα πανάκριβα υφάσματα πρέπει να ραφτούν ένα ένα πάνω σε ένα ειδικά σχεδιασμένο για την τελετή γιλέκο. Τελευταία προσθήκη για να ολοκληρωθεί η αμφίεση της Μπούλας είναι το περίτεχνο και συνάμα πολύπλοκο κεφαλοδέσιμο, το οποίο τοποθετείται από ειδικό τεχνίτη, έτσι ώστε να δεθεί σωστά και σφιχτά για ν’ αντέξει στις μεγάλες διαδρομές που θα διανύσουν οι τελεστές και στους πολλούς και έντονους χορούς που απαιτεί η τέλεση του εθίμου.
Η φορεσιά για τις “Μπούλες¨ απαιτεί πολλά κοσμήματα κυρίως ασημένια γι’ αυτό και οι συμμετέχοντες στο έθιμο ξεκινούσαν την συλλογή τους τουλάχιστον τρεις μήνες πριν. Πολλά από τα ασημικά που συνοδεύουν την εντυπωσιακή αμφίεση είναι σπάνια, ανεκτίμητης αξίας οικογενειακά κειμήλια. Τα υφάσματα που αποτελούν την ενδυμασία της “Μπούλας” (νύφης) είναι πανάκριβα μέχρι και σήμερα γι’ αυτό και έραβαν μερικά μέρη της φορεσιάς και τα υπόλοιπα τα δανείζονταν από τελεστές του εθίμου προηγούμενων χρόνων.
Εντύπωση προκαλεί η παραδοσιακή μάσκα που ονομάζεται πρόσωπος ή προσωπίδα που είναι ίσως το σημαντικότερο εξάρτημα της φορεσιάς της νύφης αλλά και του άντρα που συμμετέχει στο έθιμο.
Τα εξαρτήματα που συναντάμε στην ανδρική φορεσιά είναι:
- Το μπινιβρέκι, μακρύ ανδρικό εσώρουχο μέχρι τον αστράγαλο που δένει με υφασμάτινο κορδόνι.
- Οι μπέτσφις, άσπρες κάλτσες που φτάνουν από το μηρό μέχρι τον αστράγαλο και φοριούνται πάνω από το μπινιβρέκι. Παλιά οι μπέτσφις είχαν δύο κορδόνια που χρησίμευαν για να στερεωθούν σ’ ένα λουρί που έβαζαν στη μέση.
- Οι βουδέτες, μαύρες υφασμάτινες ταινίες που συγκρατούν τις κάλτσες (με φούντα στην άκρη τους) και δένονται κάτω από το γόνατο στις μπέτσφις.
- Η κοντέλα, πουκάμισο με πολύ φαρδιά μανίκια, κεντημένο στο στήθος, στο γιακά και στην άκρη των μανικιών με μεταξωτή κλωστή σε σχέδιο ψαροκόκαλου.
- Η φουστανέλα, ένα από τα βασικότερα κομμάτια στη στολή της Μπούλας. Είναι κοντή αρματωλική, φθάνει 4-5 δάχτυλα πάνω από το γόνατο και έχει 300 ως 400 λαγκιόλια (πιέτες), σε αντίθεση με αυτήν της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος που φθάνει 15-20 εκ. κάτω απ’ το γόνατο και έχει λίγα λαγκιόλια.
- Το πισλί, είναι ένα είδος γιλέκου που φοριέται πάνω από το πουκάμισο, φτιαγμένο από βελούδινο ή μάλλινο ύφασμα. Είναι κεντημένο με γαϊτάνια, τιρτίρια και καρμάδες (είδη βελονιάς με χρυσοκλωστή). Το πισλί δενόταν σφιχτά στο στήθος και παλιότερα από πάνω ράβανε ένα άσπρο πανί, πάνω στο οποίο ράβονταν τ’ ασήμια.
- Το ζωνάρι για τη μέση, ήταν στενό και ίδιο με αυτό που φορούσαν με τα σαλβάρια τους οι Ναουσαίοι γαμπροί στο γάμο. Είναι υφασμένο από μετάξι και βαμμένο με φυσική μπογιά από αγκίτσι (ίον). Έχει άσπρες και λιλά ρίγες και στην άκρη κρόσια που πέφτουν πάνω στη φουστανέλα.
- Το Σελιάχι, μπαίνει στη μέση πάνω από το ζωνάρι. Είναι φτιαγμένο από πολλά στρώματα πετσιού και το χρησιμοποιούσαν ως πορτοφόλι, ή θήκη για κουμπούρια και μαχαίρια.
- Η Πάλα, το γιαταγάνι – μαχαίρι για το χορό.
- Ο πρόσωπος, ή προσωπίδα είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της αμφίεσης. Πάνω σε ειδικό καλούπι τοποθετείται χοντρό πανί και πάνω σ’ αυτό γύψος που είναι κερωμένος από μέσα, ώστε να κρατά δροσιά σ’ αυτόν που τον φορά. Τον πρόσωπο έβαφε άσπρο και λουστράριζε ειδικός τεχνίτης. Το μουστάκι γίνεται από αλογότριχα και κατράμι, ενώ η σύνθεση των χρωμάτων έχει ως βάση το αυγό της κότας. Χαρακτηριστικό και των δύο τύπων προσωπίδας (γυναικείας και ανδρικής) είναι τα πολύ μικρά μάτια και το επίσης μικρό στόμα.
- Το ταράμπουλο, ή ταραμπουλούζ είναι ζωνάρι φτιαγμένο από καθαρό μετάξι σε ύφανση αδίμιτη και σχέδιο ανατολίτικο και έχει προέλευση από την Τρίπολη της Αφρικής. Το πλάτος του είναι περίπου 0.90 μ. και το μήκος του 3,60 μ. Το δέσιμο της προσωπίδας με το ταράμπουλο γινόταν πάντοτε από ειδικό τεχνίτη και ήταν η δυσκολότερη δουλειά, γιατί απαιτούσε μεγάλη τέχνη και υπομονή, ώστε το κεφάλι να είναι όμορφα δεμένο.
- Το μαντήλι, που θα ραφτεί στον καρπό του δεξιού χεριού για το χορό.
- Τα σκουφούνια, (κάλτσες) που γίνονται από τις νοικοκυρές με κάτασπρο μαλλί.
- Τα τσαρούχια, που παλιά κατασκευάζονταν μόνο στα Γιάννενα από δέρμα τελετίνι και είναι κόκκινα με μαύρη φούντα.
Η φορεσιά της νύφης Μπούλας αποτελείτε από μακριά και φαρδιά πολύχρωμα φορέματα. Το κεφαλοκάλυμμα στολίζεται με πολλά λουλούδια από τα οποία ξεκινούν τούλια και κορδέλες. Η προσωπίδα στην γυναικεία φορεσιά χρωματίζεται με ροδαλά ολοστρόγγυλα μάγουλα. Στο στήθος φέρει ελαφρά ασήμια και φλουριά. Την μέση της τυλίγει μια χρυσοκέντητη ζώνη με πόρπη. Τέλος, στο εσωτερικό του φουστανιού ράβονται πλαστικά στεφάνια έτσι ώστε να δίνει όγκο και να το κρατάει φουντωτό.
Τα κοσμήματα που συναντάμε στις αντρικές αλλά και στις γυναικείες φορεσιές του εθίμου είναι κυρίως ασημένια. Τα κύρια υλικά για την κατασκευή των κοσμημάτων ήταν και είναι ασήμι, πέτρες και σαβάτι. Στο στέρνο συνήθως έραβαν φλουριά (κέρματα) τα οποία περνούσαν μέσα από αλυσίδες και κατέληγαν σε σταυρούς. Όλα τα κοσμήματα οι σταυροί και τα χαϊμαλιά στο εσωτερικό τους είχαν κομμάτι τίμιου ξύλου. Την πλάτη και την φουστανέλα της φορεσιάς την διακοσμούσαν με φιγούρες αετού και αρχαίες παραστάσεις.
Η συγκρότηση του μπουλουκιού που θα βγει στο έθιμο αρχίζει βέβαια πολύ πριν από την Αποκριά. Τα άτομα που θα αποτελέσουν το μπουλούκι ορίζουν τον αρχηγό τους, εξασφαλίζουν τα όργανα, ψάχνουν για τις φορεσιές και τα ασημικά. Οι παλιές Μπούλες δανείζουν πάντα στους νεότερους τις φορεσιές τους και τους βοηθούν στο ντύσιμο. Το Σάββατο βράδυ, παραμονή της Αποκριάς, αρχίζει το ντύσιμο των τελεστών του εθίμου που διαρκεί όλη τη νύχτα και είναι πολύ κουραστικό. Τα ασήμια ράβονται πάνω στη στολή ένα-ένα από μοδίστρες ή τις γυναίκες του σπιτιού και όταν τελειώνει το ντύσιμο, έρχεται ειδικός τεχνίτης που δένει στο κεφάλι του νέου το ταράμπουλο με την προσωπίδα. Ο νέος τώρα είναι έτοιμος και περιμένει να ακουστούν τα όργανα και να τον καλέσουν στο μπουλούκι.
Κατά το μάζεμα του μπουλουκιού, ο νέος, ντυμένος από το βράδυ του Σαββάτου παλιότερα και από νωρίς το πρωί της Κυριακής της Αποκριάς σήμερα, είναι έτοιμος. Από μακριά ακούγονται το νταούλι με το ζουρνά που καλούν στο μάζεμα του μπουλουκιού. Τα όργανα παίζοντας μια μελωδία ελεύθερου ρυθμικού τύπου, το «Ζαλιστό», θα περάσουν απ’ όλα τα σπίτια των νέων που συμμετέχουν και θα τους μαζέψουν έναν-έναν. Τα όργανα δε θα μαζέψουν τα μικρά αγόρια. Αυτά πηγαίνουν με τους πατεράδες τους στα σπίτια των μεγαλύτερων. Όταν ακουστεί ο Ζαλιστός, η Μπούλα θα βγει στο παράθυρο ή στο μπαλκόνι του σπιτιού να χαιρετίσει το μπουλούκι που έρχεται να την πάρει. Ανοίγει ψηλά τα χέρια και χαιρετά κουνώντας το στήθος δεξιά-αριστερά, ώστε να κουδουνίζουν τα νομίσματα που έχει κρεμασμένα στο στήθος. Στη συνέχεια ο νέος παίρνοντας χέρι και πηδώντας στα δύο του πόδια, χαιρετά όλους τους ανθρώπους του σπιτιού καθώς και όσους τον βοήθησαν στο ντύσιμο.
Φτάνοντας στην εξώπορτα του σπιτιού, κάνει τρεις φορές το σταυρό του και στη συνέχεια χαιρετά όλους όσοι ήρθαν να τον πάρουν. Ύστερα, πιασμένοι δυο-δυο με τα όργανα να παίζουν το Ζαλιστό, ξεκινούν να πάρουν την επόμενη Μπούλα. Η νύφη-Μπούλα ετοιμάζεται κι αυτή τελετουργικά από την οικογένεια του άνδρα που θα την υποδυθεί. Είναι ένας ρόλος που πρέπει να παιχθεί με τρόπο σοβαρό και υπερήφανο. Η νύφη-Μπούλα θα φιλήσει τα χέρια όλων των ανθρώπων του σπιτιού της και στη συνέχεια όλου του μπουλουκιού, των οργανοπαικτών και όλων όσοι παρευρίσκονται εκεί την ώρα που θα την πάρουν. Αφού βάλουν δυο Μπούλες μια νύφη-Μπούλα στη μέση, συνεχίζουν να μαζεύουν από τα σπίτια και τα υπόλοιπα μέλη του μπουλουκιού. Πρώτα μαζεύουν τους νέους, μετά τους παλιούς και τελευταίο όλων τον αρχηγό.
Σιγά σιγά σχηματίζεται μια πομπή που έχει ως εξής. Προηγούνται τα πιο μικρά αγόρια που δεν φορούν πρόσωπο και ακολουθούν τα μεγαλύτερα. Μετά τοποθετούνται οι νεότερες Μπούλες, στη μέση περίπου αυτές που κρατούν τη νύφη-Μπούλα και τελευταίες οι παλιότερες Μπούλες και ο αρχηγός του μπουλουκιού. Ακριβώς πίσω από τον αρχηγό ακολουθούν οι οργανοπαίκτες, για να παίρνουν εντολές ως προς το ρεπερτόριο. Για τους πρωταγωνιστές του εθίμου το χορευτικό ρεπερτόριο είναι ο Συγκαθιστός, η Παπαδιά, η Παλιά Παπαδιά, ο Νταβέλης, ο Σωτήρης, ο Νιζάμικος, ο Μελικές, ο Μουσταμπέϊκος, το Σαρανταπέντε, η Σούδα, η Μακρινίτσα και φυσικά η Πατινάδα. Σε όλους αυτούς, τους κατεξοχήν ανδρικούς χορούς, η νύφη-Μπούλα συμμετέχει ελάχιστα. Κινείται συμβολικά μαζί με τις άλλες Μπούλες, αλλά το δικό της χορευτικό ρεπερτόριο αποτελούν οι χοροί Μακρινίτσα και Σούδα. Αν από τα μικρά αγόρια που συνοδεύουν το μπουλούκι, κάποιο μπορεί να τα καταφέρει καλά στο χορό, μετά από επιθυμία των γονιών του (που ακολουθούν το μπουλούκι), ο αρχηγός θα ορίσει πότε και σε ποιο σημείο θα μπει πρώτος στον κύκλο και θα χορέψει ως πρωτοσυρτής, ενώ όλοι θα τον σεβαστούν σαν μεγάλο.
Αφού τελειώσει το μάζεμα του μπουλουκιού, όλοι μαζί ξεκινούν για το Δημαρχείο, το Κονάκι του Μουντίρη στα χρόνια της τουρκοκρατίας, και υπολογίζουν να φθάσουν εκεί κοντά στο μεσημέρι. Στις δώδεκα περίπου συγκεντρώνονται στο Δημαρχείο όπου βρίσκεται μαζεμένη όλη η Νάουσα, περιμένοντας να δουν τις Μπούλες.
Η χορευτική δράση του μπουλουκιού ξεκινούσε μετά την επίσκεψη στο κονάκι του άρχοντα της πόλης, από τον οποίο έπρεπε να δοθεί στον αρχηγό του μπουλουκιού άδεια για την τέλεση του εθίμου. Σήμερα όλα τα μπουλούκια θα επισκεφθούν το Δημαρχείο και μετά θα αρχίσουν τη χορευτική τους πορεία μέσα στους δρόμους της Νάουσας. Αμέσως μόλις η ομάδα φθάσει στην πλατεία και ο αρχηγός πάει να δώσει τα “διαπιστευτήρια” του μπουλουκιού του στο Δήμαρχο, αρχίζει και η χορευτική δράση του μπουλουκιού. Ο ζουρνάς παίζει το Ζαλιστό, οι Μπούλες, που είναι ζευγάρια, γέρνουν το κορμί τους πίσω και τινάζονται αγέρωχα. Ένας από κάθε ζεύγος βοηθούμενος από το σύντροφό του που τον κρατά πίσω στην πλάτη, κάνει μια υπερέκταση προς τα πίσω χτυπώντας υπερήφανα με νευρικές κινήσεις τα νομίσματα του στήθους του, σε αντίθεση με τη νύφη-Μπούλα που κάνει τεμενάδες, προσκυνώντας ως το χώμα.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας, την ίδια ώρα ανέβαιναν στο Κονάκι ένας – δύο φιλήσυχοι Ναουσαίοι ντυμένοι Μπούλες, οι οποίοι έβγαζαν τον πρόσωπο για να τους δει ο Τούρκος Μουντίρης και να’ ναι ήσυχος ότι δεν είναι αντάρτες. Αυτοί, θα βεβαίωναν τον Τούρκο άρχοντα ότι όλοι οι άντρες του μπουλουκιού είναι φιλήσυχοι Ναουσαίοι πολίτες και ότι είναι δύσκολο να βγάλουν τις προσωπίδες, γιατί χαλά το περίπλοκο δέσιμό τους. Πολλές φορές όμως, κάτω από τις προσωπίδες κρύβονταν επαναστάτες που κατέβαιναν από το Βέρμιο, για να γιορτάσουν και αυτοί λίγο πιο ξένοιαστα τις μέρες της Αποκριάς ή να συγκεντρώσουν τρόφιμα και χρήματα για τον αγώνα της λευτεριάς.
Ο δήμαρχος, ο πρώτος άρχοντας του τόπου, δίνει την άδεια και τότε ο ζουρνάς θα παίξει το “Κάτω στη Ρόιδο”, χορό που χορεύεται από τις Μπούλες ως συγκαθιστός με το μαντήλι που έχουν ραμμένο στο χέρι (η ίδια μελωδία στο Ναουσαίικο γάμο χορευόταν ως συγκαθιστός και ήταν ο πρώτος χορός του γαμήλιου γλεντιού). Ακολουθεί ο θούριος του Ρήγα («Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά») και σ’ αυτή την πατινάδα βγαίνουν οι πάλες από τις θήκες τους. Μετά ακολουθεί ο χορός Παπαδιά, συνήθως από τον αρχηγό του Μπουλουκιού. Ακολουθεί η Μακρινίτσα, ο χορός της Νύφης, του δεύτερου πρωταγωνιστή της τελετουργίας, η οποία θα τον σύρει με σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια όπως αρμόζει σε ένα χορό που είναι μοιρολόι και φόρος τιμής σε μία από τις ενδοξότερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας, το ολοκαύτωμα και την ολοσχερή καταστροφή της Νάουσας το 1822 από τους Τούρκους. Θα ακολουθήσουν ο Νιζάμικος, το Σαρανταπέντε, ο Μελικές και ίσως η Σούδα ή ο Μουσταμπέϊκος που μπορούν να χορευτούν και από μικρά παιδιά.
Αμέσως μετά τους χορούς στο Δημαρχείο, οι Μπούλες κινούνται με την πατινάδα, «Ως πότε παλικάρια», για τον πρώτο μαχαλά, όπου θα γίνει η στάση για τους χορούς, για το τριόδι του Λάμνια. Οι Μπούλες χαιρετούν κάθε γνωστό που συναντάνε, παίρνοντας χειραψία και πηδώντας τρεις φορές στα δυο τους πόδια. Φτάνοντας στο τριόδι, οι ζουρνατζήδες θα παίξουν την πατινάδα του Σανιδά.
Μετά το τριόδι περνώντας από το στενό του Χρηστίδη, στη σημερινή λαϊκή αγορά, βγαίνουν στα Καμμένα με την πατινάδα της Χοντροσούγκλας. Εκεί γίνεται άλλη στάση για χορό. Σ’ αυτή τη γειτονιά ήταν παλιά όλα τα πλουσιόσπιτα της Νάουσας. Οι Μπούλες θα χορέψουν πάλι αρκετούς από τους χορούς του ρεπερτορίου και ο αρχηγός του μπουλουκιού θα ορίσει ποιοι και με ποια σειρά θα σύρουν τους χορούς. Στη συνέχεια το μπουλούκι θα προχωρήσει για τη συνοικία της Πουλιάνας. Αφού χορέψουν κι εκεί, η επόμενη στάση είναι στη συνοικία Μπατάνια, όπου πηγαίνουν χορεύοντας την πατινάδα «Του Υψηλάντη». Βγαίνοντας και πάλι στα Καμμένα και από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου χορεύοντας την πατινάδα, «Ο Μίλης ο περήφανος», θα πάνε στο Κιόσκι. Εδώ περιμένουν πολλοί Ναουσαίοι για να θαυμάσουν και να κρίνουν τους καλύτερους χορευτές.
Φεύγοντας από το κιόσκι με την πατινάδα «Καμπάνα», κατευθύνονται στον Αϊ Γιώργη όπου θα στηθεί και πάλι χορός από τα μέλη του μπουλουκιού που είναι από αυτή τη συνοικία. Μετά, θα πάρουν το δρόμο για τον Άγιο Μηνά κι από κει στο τριόδι του Μαγγαβέλα, δίπλα στην Παναγιά. Από του Μαγγαβέλα και πέρα, οι οργανοπαίκτες παίζοντας την πατινάδα «Κατέβα Λένκω» πηγαίνουν για τη συνοικία Αλώνια όπου θα γίνει μεγάλο γλέντι. Φτάνοντας στα Αλώνια με την πατινάδα «της Μαρίας» αρχίζει πια να νυχτώνει. Σ’ αυτή τη γειτονιά θα βγάλουν τις προσωπίδες όλοι όσοι κάθονται εδώ κοντά, ή έχουν κάποιο συγγενικό τους σπίτι. Εδώ, χωρίς προσωπίδες πλέον, θα μπορέσουν να φάνε κάτι και να πιούν, απ’ αυτά που τους έχουν ετοιμάσει όλα τα γειτονικά σπίτια. Πρέπει να σημειωθεί πως έως τώρα (τα παλιότερα χρόνια) έπιναν νερό με ένα ειδικό καλαμάκι και το κάπνισμα γινόταν επίσης με ειδικό τσιμπούκι, που χωρά μέσα από το μικρό στόμα του προσωπείου αφού δεν ήταν δυνατό να το βγάλει ο χορευτής όλη μέρα. Όσο το μπουλούκι βρίσκεται σε πορεία και φορά τις προσωπίδες, κανείς από τους θεατές δεν επιτρέπεται να χορέψει μαζί τους, ούτε φυσικά να σύρει το χορό. Από τη στιγμή όμως που οι Μπούλες βγάλουν τον πρόσωπο στ’ Αλώνια, μπορούν να πάρουν μέρος στο χορό και πολίτες ή παλιές Μπούλες που μένουν σ’ αυτή τη γειτονιά.
Μετά το μεγάλο γλέντι στα Αλώνια παίρνοντας το δρόμο για τα Γαλάκεια, οι ζουρνάδες παίζουν την πατινάδα «Δε σ’ άριζαν τα Αλώνια Νταηλιάνα». Οι Μπούλες με την πατινάδα της Χοντροσούγκλας, αφού περάσουν το Στραβό Πλάτανο και το τριόδι του Λάτση και του Λάμνια, θα βγουν στα Καμμένα, όπου θα στήσουν και τον τελευταίο τους χορό. Τώρα θα βγάλουν τις προσωπίδες όσοι μένουν σ’ αυτή τη μεριά της πόλης. Εδώ χορεύουν οι παλιές Μπούλες καθώς και όσοι από τον κόσμο θέλουν να χορέψουν. Στα Καμμένα πια αρχίζει να διαλύεται το μπουλούκι, όσες Μπούλες έχουν κουραστεί φεύγουν για τα σπίτια τους, ενώ άλλες συνεχίζουν το γλέντι στα σπίτια που τους καλούν μερακλήδες Ναουσαίοι. Ο χορός δεν είναι πια τελετουργικός, έχει πλέον μετατραπεί σε λαϊκό πανηγύρι. Το πρωί όλα τα μέλη του μπουλουκιού και ο κόσμος, κουρασμένοι από τον πολύ χορό θα χωρίσουν πηγαίνοντας για τα σπίτια τους. Παλαιότερα, όταν επέστρεφαν αργά στο σπίτι τους, κοιμόνταν ντυμένοι σε μια καρέκλα ή στο στρώμα, τυλιγμένοι σ’ ένα καθαρό σεντόνι, έτσι ώστε την επόμενη μέρα να είναι έτοιμοι και να μη χρειάζεται να ξαναντυθούν.
Τη Δευτέρα της Αποκριάς το πρωί, χωρίς να φορούν τον πρόσωπο, μαζεύονται όλοι στο σπίτι του αρχηγού. Εδώ θα έρθουν και οι οργανοπαίκτες και τα μικρά παιδιά του μπουλουκιού. Τη μέρα αυτή το πρόγραμμα δεν είναι τελετουργικό. Εδώ θα γίνει ένα μικρό οικογενειακό γλέντι με τους συγγενείς και φίλους του αρχηγού. Μετά θα πάνε με πατινάδα στο Κονάκι (Δημαρχείο), θα χορέψουν λίγο και στη συνέχεια θα επισκεφτούν τα σπίτια των μελών του μπουλουκιού που τους έχουν καλεσμένους, για γλέντι με χορό, μεζέδες και κρασί. Σήμερα το δρομολόγιο δεν είναι καθορισμένο και είναι μέρα γλεντιού. Σε κάθε σπίτι τους περιμένει τραπέζι με πλούσιους μεζέδες και κρασί. Το μουσικό και χορευτικό ρεπερτόριο αυτή τη μέρα δεν έχει την αυστηρότητα της προηγουμένης και εκτός από τους χορούς του εθίμου, ο ζουρνάς παίζει και σύγχρονες μελωδίες ή και μελωδίες των χωριών της Νάουσας, εάν η οικογένεια έχει καταγωγή από κάποιο χωριό. Το βράδυ όλα τα μέλη του μπουλουκιού, κατακουρασμένα από τους εξαντλητικούς χορούς των δύο ημερών, αφού πάλι πάρουν χέρι μεταξύ τους θα γυρίσουν στα σπίτια τους.
Την επόμενη Κυριακή, της Τυρινής, επαναλαμβάνεται το έθιμο ακριβώς όπως και την Κυριακή της Απόκρεω. Την Καθαρά Δευτέρα το πρωί ξαναμαζεύονται στου αρχηγού. Το δρομολόγιο, όμως, αυτή τη φορά, είναι το καθιερωμένο. Το βράδυ, το τελευταίο γλέντι θα γίνει και πάλι στα Καμμένα και κάποια στιγμή θα φθάσει η ώρα του χωρισμού. Αφού όλες οι Μπούλες κάνουν ένα κύκλο, θα βάλουν τον οργανοπαίκτη στη μέση, θα τον χτυπήσουν συμβολικά με την πλατιά πλευρά της πάλας στο κεφάλι και, σηκώνοντάς τον, θα φωνάξουν «Πάντα άξιος, και του χρόνου».
Μια εβδομάδα μετά, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, οι Μπούλες χωρίς προσωπίδες θα πάνε στο Σπήλιο, τοποθεσία όπου βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Θόδωρου. Εκεί θα χορευτούν πάλι οι ίδιοι χοροί από το γνωστό ρεπερτόριο του εθίμου και θα γίνει μεγάλο γλέντι με τη συμμετοχή όλης της Νάουσας.
ΗΠΕΙΡΟΣ
ΙΩΑΝΝΙΝΑ
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στα Γιάννενα γιορτάζονται οι «Τζαμάλες». Οι Τζαμάλες είναι μεγάλες φωτιές, όπου οι μεταμφιεσμένοι χορεύουν σε διπλές και τριπλές σειρές γύρω τους. Οι εκδηλώσεις του Καρναβαλιού κορυφώνονται στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων, όπου στήνεται και το περίφημο γαϊτανάκι.
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Το “Μπουρανί” του Τυρνάβου
Στον Τύρναβο της Λάρισας αναβιώνει η γιορτή του φαλλού που συμβολίζει την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα. Απομεινάρι των βακχικών εορτασμών είναι και το “Μπουρανί”. Την Καθαρά Δευτέρα οι ντόπιοι τιμούν το θεό της βλάστησης και της γονιμότητας πίνοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, κρατώντας ψεύτικους φαλλούς και τρώγοντας το “Μπουρανί”, το μυητικό έδεσμα! Το μπουρανί είναι μια αλάδωτη χορτόσουπα από τσουκνίδες και σπανάκι, την οποία φτιάχνουν οι άντρες στο δρόμο και την καταναλώνουν με συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.
ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
ΑΜΦΙΣΣΑ
Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» έχουν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως τα «στοιχειά» αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή. Το σπουδαιότερο στοιχειό που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση είναι το στοιχειό της «Χάρμαινας».
Τότε που τα παραμύθια ήτανε ακόμα αλήθεια, ζούσε στην Άμφισσα ένα παλικάρι, ο Κωνσταντής. Ήτανε ένας όμορφος, ψηλός και περήφανος νέος, αλλά πάνω απ’ όλα ειλικρινής και ντόμπρος. Δούλευε στο βυρσοδεψείο του θείου του, στη Χάρμαινα. Μοχθούσε καθημερινά για να βγάλει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοιαζε, ούτε η σκληρή δουλειά, ούτε η φτώχεια. Αγαπούσε την Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος.
Η Λενιώ, ήταν όμορφη, καλοσυνάτη νέα, χωρίς κανένα ψεγάδι πάνω της. Βοηθούσε στ΄ αμπέλια και στα ελαιόδεντρα που είχε ο πατέρας της. Ήταν μοναχοθυγατέρα και ανεκτίμητη για τους γονείς της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για το μέλλον τους. Η ζωή απλωνόταν μπροστά τους και τους χαμογελούσε. Πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε, να τους αρπάξει την ευτυχία τους.
Ένα πρωί ο Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουργα δέρματα και έφυγε από την πόλη. Έπρεπε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν΄ αγοράσει εργαλεία, απαραίτητα για την δουλειά του. Περιόδευε από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό για βδομάδες και οι παραγγελίες των δερμάτων ολοένα αυξανόταν. Όλες του οι προσπάθειες, δεν πήγανε στράφι και μετά από κάμποσο καιρό γύρισε στην Άμφισσα μ’ ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει, από τον πατέρα της, σε γάμο. Πλησιάζοντας τον ‘‘ζώσανε τα φίδια’’, γιατί το σπίτι έστεκε αλλόκοτο. Ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου πλανιόταν στον αέρα.
Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του. Η Λενιώ, είχε πάει στην Πηγή της Χάρμαινας, για να γεμίσει την στάμνα της δροσερό νερό. Ξαφνικά, χάλασε ο καιρός και άρχισαν να πέφτουν αστραπές και κεραυνοί. Μια καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τους χωματόδρομους. Άρχισε να σουρουπώνει, ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Ήταν μόνη της κάτω από τα γέρικα πλατάνια. Ο αέρας φυσούσε με μανία και τίποτα δεν άφηνε όρθιο. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ένας κεραυνός τη χτύπησε και σωριάστηκε εκεί, στην πηγή τους, μ’ ένα φρεσκοκομμένο ματσάκι γιασεμί, να ανεμίζει στα μακριά μαλλιά της.
Οι γονείς της Λενιώς, βουτήχτηκαν σε λύπη βαθιά. Μη μπορώντας ν’ αντέξουν το θάνατο της μονάκριβης θυγατέρας τους, πούλησαν το βιο τους, κακήν κακώς και πήραν των ομματιών τους και έφυγαν από την πόλη.
Η λύπη και ο πόνος τρύπωσαν στην καρδιά του Κωνσταντή. Ένιωθε ανήμπορος, μπρος στο θάνατο, μετέωρος. Δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό της αγαπημένης του και ράγισε η καρδιά του. Την άλλη μέρα, βρήκαν το άψυχο σώμα του κάτω από το Κάστρο της πόλης. Η όψη του ήταν γαλήνια και ένα αχνό χαμόγελο, διαγραφόταν στο πρόσωπό του. Πίστευε ότι η ψυχή του θα ενωνόταν με την αγαπημένη του Λενιώ. Έτσι, θα μπορούσε μα την έχει για πάντα κοντά του, χωρίς να φοβάται ότι θα πάψει να την αγαπάει. Η θρησκεία δεν τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και καταδικάστηκε να περιπλανιέται. Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Μοιρολογεί για τα νιάτα που δεν έζησε, θρηνεί για την αγάπη που έχασε.
Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά της περιοχής. Γιατί, τους αγαπούσε τους βυρσοδέψες, τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους. Κι όταν κάποιος απ’ αυτούς, ήταν ετοιμοθάνατος, τότε γύριζε έξω από το σπίτι του και άρχιζε ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό πόνου.
Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό, έβγαινε από το ησυχαστήριο του και περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι, βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες.
Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, από το πατρικό του και από τα σπίτια των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλειδαμπαρωνόταν στα σπίτια τους και γεμάτοι φόβο, προσεύχονταν στο Θεό να τους φυλάει.
Στην Άμφισσα τότε, εκτός από το Χαρμαινιώτικο, υπήρχαν και άλλα στοιχειά. Το καθένα από αυτά, προστάτευε κάποια πηγή νερού, κάποια συνοικία, τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα κα. Πολλές φορές τα στοιχειά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάλευαν μερόνυχτα ολόκληρα. Πάντα όμως νικούσε το Χαρμαινιώτικο, γιατί ήταν το πιο δυνατό και έξυπνο. Η πάλη γινόταν στην Χάρμαινα, κάτω από τα πλατάνια και τα πεύκα. Οι Αμφισσιώτες φοβόνταν και δεν ‘‘έβγαζαν μύτη’’ κατά την διάρκεια του αγώνα. Περίμεναν καρτερικά, ώσπου να τελειώσουν όλα και να σταματήσουν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των στοιχειών.
Μετά από τα τριπλάσια χρόνια της ηλικίας του Κωνσταντή και της Λενιώς μαζί, το Στοιχειό της Χάρμαινας, ησύχασε, καταλάγιασε. Έπαψε να φοβίζει τους ανθρώπους. Φαίνεται, ότι ο Θεός το συγχώρησε.
Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα, και τα σκαλιά του Αη Νικόλα κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν νεράιδες, ξωτικά, σκιάχτρα και άλλα αλλόκοτα πλάσματα.
ΓΑΛΑΞΙΔΙ
Στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα παίζουν «αλευροπόλεμο». Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Αποκριές για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άντρες. Φορούσαν μάσκες ή απλώς έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και η ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας.
ΘΗΒΑ
Ο “βλάχικος γάμος” της Θήβας
Κάθε Καθαρή Δευτέρα γίνεται αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου. Είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες περίπου στο 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλαδή οι τσοπάνηδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα.
Η γιορτή ξεκινά την Τσικνοπέμπτη, συνεχίζεται την Κυριακή το απόγευμα με το χορό των συμπεθέρων και το προξενιό στην κεντρική πλατεία της πόλης. Την επόμενη γίνονται τα αρραβωνιάσματα του ζευγαριού, η παράδοση των προικιών, το ξύρισμα γαμπρού και το στόλισμα της νύφης.
ΣΚΥΡΟΣ
Οι “Γέροι” της Σκύρου
Με την αρχή του Τριωδίου και κάθε Σαββατοκύριακο των ημερών της Αποκριάς, το έθιμο του νησιού θέλει τον «γέρο» και την «κορέλα» να βγαίνουν στους δρόμους και να δίνουν μια ξεχωριστή εικόνα των ημερών.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κάποτε στη Σκύρο ένας γέρος με τη γριά του είχαν λίγα κατσίκια. Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι και άγρια παγωνιά και όλα τους τα ζώα πέθαναν. Απελπισμένος ο γέρος βοσκός ζώστηκε τα κουδούνια και τα τομάρια των πεθαμένων ζώων του και μαζί με τη γυναίκα του (κορέλα) κατέβηκαν μέχρι τη Χώρα. Οι χτύποι των κουδουνιών έφεραν στους συγχωριανούς το μήνυμα της καταστροφής.
Ο Γέρος φοράει άσπρο μάλλινο παντελόνι, φαρδύ από το γόνατο και πάνω, (το τυπικό παντελόνι των βοσκών του νησιού), άσπρες κάλτσες που τις στερεώνει κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες, σανδάλια με πλεχτά δερμάτινα λουριά και μαύρη κάπα, την οποία φοράει ανάποδα, ώστε το τριχωτό μέρος να είναι απ’ έξω. Μέσα από την κάπα στερεώνει κουρέλια στην πλάτη, που δημιουργούν μια ψεύτικη καμπούρα. Στη μέση του στερεώνει 2 – 3 σειρές κουδούνια, το βάρος των οποίων μπορεί να φτάσει και τα 50 κιλά. Τα κουδούνια δεν είναι όλα ίδια, άλλα είναι μικρά, άλλα μεγάλα με διαφορετικό σχέδιο και ήχο. Η μεταμφίεση ολοκληρώνεται με τη “μουτσούνα”, τη μάσκα δηλαδή, η οποία είναι ολόκληρο το τομάρι ενός μικρού κατσικιού και φοριέται με την τριχωτή πλευρά προς τα έξω. Όταν στερεωθεί καλά η μάσκα, η οποία έχει δυο μικρές τρύπες για μάτια, φοριέται η κουκούλα της κάπας. Στο τέλος, αφού βάλει και ένα ωραίο μαντίλι στο λαιμό, στολισμένο με τα πρώτα ανοιξιάτικα λουλούδια, ο Γέρος παίρνει τη γκλίτσα του και είναι έτοιμος!
Η «κορέλα», η ντάμα του γέρου, είναι ντυμένη με παραδοσιακά σκυριανά ρούχα, με κυρίαρχο χρώμα το άσπρο, έχοντας και αυτή καλυμμένο το πρόσωπό της. Το δίδυμο αυτής της σκυριανής Αποκριάς συνοδεύει πολλές φορές και ο «φράγκος». Αυτός ντυμένος με παραδοσιακά ρούχα του νησιού αλλά και παντελόνι, σατιρίζει εκείνους τους Σκυριανούς που έβγαλαν τις βράκες και φόρεσαν παντελόνια (φράγκικα).
ΝΟΤΙΑ ΕΥΒΟΙΑ
ΚΑΡΥΣΤΟΣ
Το αποκριάτικο έθιμο του «Μακαρούνα»
Ένα παλιό αποκριάτικο έθιμο της Νότιας Εύβοιας είναι το έθιμο του «Μακαρούνα».
Σύμφωνα με την παράδοση ο «Μακαρούνας» ήταν ένας άντρας με πολύ ανεπτυγμένη σεξουαλική δράση που προφανώς οφείλονταν σε ανάλογες ικανότητες. Δεν άφηνε καμία γυναίκα παραπονεμένη. Όλες είχαν περάσει από τα χέρια του. Ανύπαντρες, παντρεμένες, χήρες και ζωντοχήρες, νέες, μεσόκοπες και γριές κι όλες είχαν να λένε μόνο καλά λόγια για τις επιδόσεις του. Ήρθε όμως η τελευταία Κυριακή της αποκριάς όπου σύμφωνα με τα έθιμα της Καρύστου φτιάχνουν ζυμαρικά (μακαρούνες). Ο «Μακαρούνας» έφαγε τόσο πολύ που έσκασε. Μέγας θρήνος ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό.
Κάθε Καθαρή Δευτέρα λοιπόν μια ομάδα από καρναβαλιστές φτιάχνει το πτώμα του «Μακαρούνα», ένα σκιάχτρο με παλιά ρούχα παραγεμισμένα με άχυρα ή κουρέλια πάνω σε ένα πρόχειρο φορείο. Για να τονίσουν το κωμικό μέρος του εθίμου φροντίζουν να έχει μια τεράστια κοιλιά από το πολύ φαΐ κι ένα τεράστιο πέος να βγαίνει μέσα από το ξεκούμπωτο παντελόνι.
Αφού ετοιμάσουν τον νεκρό ετοιμάζονται και οι «γυναίκες» που θα τον μοιρολογήσουν. Ακολουθούν την πομπή στην οποία προηγείται ο παπάς και οι ψαλτάδες που ψέλνουν νεκρώσιμα μεν, αλλά παραλλαγμένα με πολύ καυστικό τρόπο, πίνοντας και οδυρόμενοι. Στη συνέχεια στήνεται τρικούβερτο γλέντι. Χορεύουν κρατώντας το «νεκρό» ψηλά και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσεως.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
ΜΕΘΩΝΗ
Εδώ αναβιώνει «του Κουτρούλη ο γάμος» ο οποίος, όπως λέγεται, διασώζει ανάμνηση παλιού, πραγματικού γάμου, που έγινε στην πόλη πριν από αιώνες. Γαμπρός ήταν ο ιππότης Ιωάννης Κουτρούλης, ο οποίος ύστερα από πολλών χρόνων αναμονή και υπομονή παντρεύτηκε τη γυναίκα, που αγαπούσε. Ο γάμος μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι και πραγματικά έμεινε παροιμιώδης. Στις μέρες μας, το ζευγάρι των νεονύμφων είναι δύο άντρες, που μαζί με τους συγγενείς πηγαίνουν στην πλατεία, όπου γίνεται ο γάμος με παπά και με κουμπάρο. Διαβάζεται το προικοσύμφωνο και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.
ΜΕΣΣΗΝΗ
Το πρωί κάθε Καθαρής Δευτέρας, στη θέση «Κρεμάλα», γίνεται η αναπαράσταση της εκτέλεσης μιας γερόντισσας της Μεσσήνης, της γριάς Συκούς, που κατά την παράδοση κρεμάστηκε στη συγκεκριμένη τοποθεσία της πόλης με εντολή του Ιμπραήμ Πασά. Φημολογείται ότι όταν στρατοπέδευσε ο Ιμπραήμ στη Μεσσήνη -κατά την προσπάθειά του να καταπνίξει την εξέγερση των Ελλήνων- είδε ένα κακό όνειρο και ζήτησε να του φέρουν κάποιον να του το εξηγήσει. Έτσι τον επισκέφθηκε η Γριά Συκού και εξηγώντας το όνειρο του είπε ότι η εκστρατεία του και ο ίδιος θα είχαν οικτρό τέλος από την αντίδραση και το σθένος των επαναστατημένων Ελλήνων. Αυτά που άκουσε δεν του άρεσαν καθόλου και θυμώνοντας διέταξε να την κρεμάσουν. Μετά την αναπαράσταση, μπορεί κάθε επισκέπτης να «κρεμαστεί» από τους ψευτοδήμιους της κρεμάλας. Μπορούν όμως να δωροδοκήσουν τους δήμιους και να τους κατεβάσουν από την κρεμάλα, αν τους δώσουν λίγα χρήματα για να εξασφαλίσουν το κρασί τους.
ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Στην Αμοργό αναβιώνει το έθιμο του «Καπετάνιου». Το πρωί της Τυρινής οι νέοι, ντυμένοι με βράκες με ζωνάρι στη μέση, με τραγιάσκες και παραδοσιακά γιλέκα διακοσμημένα χιαστί με χρωματιστές κορδέλες, παίρνουν τον δρόμο για την εκκλησία της Παναγίας την Επανοχωριανής. Οι νέοι αυτοί συνοδεύονται από οργανοπαίχτες που τραγουδούν μαντινάδες και τον «Αποκριανό»: «Πέρασαν οι αποκριές πάνε και οι τυρινάδες…»
Η επιλογή του «Καπετάνιου» γίνεται από τον παπά του χωριού, ο οποίος ρίχνει ψηλά στον αέρα τον «γιλεό» (είδος άμφιου) και αυτός που τον αρπάζει γίνεται ο «Καπετάνιος». Κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης ο νέος που επιλέγεται ή που επεδίωκε να γίνει «Καπετάνιος» μπορεί να φανερώσει τον πραγματικό του έρωτα ή να προδώσει μια κρυφή αγάπη τραγουδώντας: «Δεν έχει πιο βαρύ καημό, σεβντάς που δεν τελειώνει σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει». Το άλογο του «Καπετάνιου» στολίζεται φανταχτερά και ντύνεται με επίσημα ενδύματα ο συνοδός-φύλακας του «Καπετάνιου», ο «Μπαϊραχτάρης». Η όλη εκδήλωση συνοδεύεται από φαγητό με τηγανητό ψάρι, καλό κρασί και μαντινάδες. Μετά το φαγοπότι η πομπή ξεκινά για την επιστροφή, όπου τα νέα έχουν ήδη φτάσει από τα πιτσιρίκια που σπεύδουν να ανακοινώσουν το μαντάτο. Το πρώτο παιδί που αναγγέλλει το μαντάτο της ανάδειξης του «Καπετάνιου» ανταμείβεται με το πολυπόθητο χαρτζιλίκι! Ο «Καπετάνιος» επευφημείται, αυτοσχεδιάζει στιχάκια και μαντινάδες για τις κοπέλες που συναντά και κερνά στα καφενεία την παρέα του και τους παρευρισκόμενους.
Η σημαντική στιγμή είναι όταν ο Καπετάνιος φανερώνει τον κρυφό του έρωτα προσκαλώντας μια από τις κοπέλες του χωριού να γίνει «Καπετάνισσα» στην οποία απαγγέλει ένα στιχάκι και της παραχωρεί τον πρώτο χορό. Ο Καπετάνιος και η παρέα του συνεχίζουν το γλέντι στα στέκια του χωριού με χορό και τραγούδι μέχρι το πρωί: «Ήρθε κι Άγια Σαρακοστή με τις εφτά βδομάδες…».
Ένα αντίστοιχο έθιμο αναβιώνει και στη Σέριφο την Κυριακή της Τυρινής.
http://www.youtube.com/watch?v=lGUa-2C_VPY
ΝΑΞΟΣ
Στα χωριά της Νάξου επιβιώνουν ακόμη πανάρχαια στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας. Την «Κρεατινή» Κυριακή εμφανίζονται στους δρόμους οι «Κουδουνάτοι», νέοι με προσωπίδες, οι οποίοι φορούν κάπα με κουκούλα και έχουν μια σειρά από κρεμασμένα κουδούνια γύρω από τη μέση και από το στήθος. Γυρνούν χορεύοντας το χωριό κάνοντας θόρυβο και προκαλούν με άσεμνες εκφράσεις. Την Καθαρά Δευτέρα βγαίνουν στους δρόμους οι «φουστανελλάτοι», νέοι χωρίς προσωπίδες και γιορτινά στολισμένοι οι οποίοι παίζουν βιολί.
ΣΚΟΠΕΛΟΣ
Η “Τράτα” της Σκοπέλου
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς άντρες ντυμένοι με πρόχειρα ρούχα κρατούν στα χέρια τους ένα καΐκι κατασκευασμένο από καλάμια και ξύλα, την “Τράτα”. Οι τραταραίοι (το πλήρωμα) όλοι με ένα σταυρό από λουλάκι στο μέτωπο και στα μάγουλα γυρνούν όλη την πόλη χορεύοντας και τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια και μερικές φορές ρίχνουν και δίχτυα, στα οποία πιάνονται οι περαστικοί. Το μπουλούκι που ακολουθεί την τράτα με τους “τραταραίους” αποτελείται από κάθε λογής μασκαρεμένους οι οποίοι τραγουδούν, χορεύουν και πίνουν ενώ κατά το σούρουπο η πορεία αυτή καταλήγει στην παραλία όπου και θα “φουντάρουν” στη θάλασσα την τράτα τους. Το γλέντι και οι χοροί θα συνεχίσουν στα σπίτια μέχρι τις πρωινές ώρες. Πρόκειται για έθιμο που αναπαριστά τους κουρσάρους που παλιότερα λυμαίνονταν τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και αποτελούσαν τον φόβο και τον τρόμο των κατοίκων.
ΤΗΝΟΣ
Την Τσικνοπέμπτη στην Τήνο, στο καφενείο του χωριού Τριαντάρος, αναβιώνει το έθιμο του «Αποκριάτικου Χορού» και του «Αλφαβηταριού της Αγάπης» όπως λέγεται. Σχηματίζοντας έναν κύκλο οι χορευτές τραγουδούν εκ περιτροπής περιπαιχτικούς στίχους ακολουθώντας, σύμφωνα με το πρώτο γράμμα κάθε στίχου, τη σειρά της αλφαβήτου. Η εκδήλωση συνοδεύεται από κεράσματα με τοπικά εδέσματα και γλυκίσματα.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στο χωριό Αγάπη, γιορτάζουν το έθιμο του “Μακαρονά”. Ένα αντίστοιχο έθιμο με αυτό της Καρύστου στην Νότια Εύβοια.
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ
Η Κάρπαθος δικάζει αποκριάτικα τις ανήθικες πράξεις. Την Καθαρή Δευτέρα λειτουργεί το Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων. Ορισμένοι εκ των κατοίκων κάνουν άσχημες χειρονομίες σε κάποιους άλλους. Αμέσως, συλλαμβάνονται από τους Τζαφιέδες (χωροφύλακες) και οδηγούνται στο Δικαστήριο, που αποτελείται από τους σεβάσμιους του νησιού. Εκεί, τους απαγγέλλονται κατηγορίες αυτοσχέδιες, οι οποίες προκαλούν άφθονο γέλιο και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.
ΕΠΤΑΝΗΣΑ
ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Ένας παραδοσιακός ντελάλης γυρίζει το νησί και διαλαλεί το πρόγραμμα του καρναβαλιού. Σ’ όλη τη διάρκεια της Αποκριάς διοργανώνονται χοροί, παρελάσεις και άλλα δρώμενα. Τις Κυριακές των Απόκρεω και της Τυρινής γίνεται η περιφορά του Καρνάβαλου με τη συνοδεία αρμάτων από όλες τις περιοχές του νησιού. Οι εκδηλώσεις κλείνουν με την πολύ διασκεδαστική «Κηδεία της Μάσκας». Πρόκειται για μια αναπαράσταση – παρωδία κηδείας με πολύ γέλιο, όπου τη θέση του νεκρού παίρνει ο Καρνάβαλος, ενώ ακολουθούν οι θλιμμένοι συγγενείς, με απερίγραπτη εξέλιξη. Το καρναβάλι δεν περιορίζεται μόνο στην πόλη, αλλά μεταφέρεται και σ’ όλα τα χωριά του νησιού.
To Ελληνικό Δημοτικό τραγούδι και η Επανάσταση του 1821
γράφει ο Γιώργος Λεκάκης – Συγγραφέας Λαογράφος
Ο σπουδαίος Οδυσσέας Ελύτης είχε γράψει πως «καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση».
Το δημοτικο-λαϊκό τραγούδι της Επαναστάσεως του ΄21 σκαρώθηκε στα κλέφτικα λημέρια. Τραγουδήθηκε και χορεύτηκε εκεί, πολλές φορές μόνο για μια βραδιά, και μετά χάθηκε, σβήσθηκε, ξεχάσθηκε… Ύμνησε τον άνδρα, τον ήρωα, την γυναίκα, την μάνα, το χωριό, την φύση… Έδωσε χαρά και δύναμη σε όσους το άκουσαν και το χάρηκαν, και την άλλη μέρα, βγήκαν να πολεμήσουν, ψελλίζοντας το στα χείλη τους…
Όπως έκαναν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, που πολεμούσαν τραγουδώντας το τραγούδι που έγραψε ειδικά για την περίσταση ο ποιητής Τυρταίος, και που τους είχε τραγουδήσει το προηγούμενο βράδυ!
Γι’ αυτό χάθηκαν τα περισσότερα από αυτά τα άκρως επαναστατικά τραγούδια… Γιατί τότε στα κλέφτικα λημέρια δεν υπήρχαν γραμματικοί και καλαμαράδες, αλλά κλέφτες, αγράμματοι, αγρότες και κτηνοτρόφοι, άνθρωποι του προφορικού λόγου και της παραδόσεως, άνθρωποι του μύθου.
Έπειτα η χρόνια σκλαβιά, είχε αδυνατίσει την θέληση για χορό και τραγούδι. Οι ποιητάδες κι οι τραγουδιστάδες εξέλιπαν συν τω χρόνω κι αυτές οι μούσες είχαν κουρνιάξει στις σπηλιές τους, τρομαγμένες από τους πολλούς κρότους των όπλων, το πολύ αίμα στην γη που αγαπούσαν: Τον Όλυμπο, τα Πιέρια, τον Ελικώνα…
Όταν το περιστατικό ή το γεγονός για το οποίο πλέχθηκε το τραγούδι έπαψε να είναι στην επικαιρότητα, όταν έπρεπε να πλεχθεί νέο, για να καλύψει και τις σημερινές ανάγκες, τις νέες μάχες και τους νιόκοπους ήρωες, τότε το παλιό ξεχνιόταν και σκαρωνόταν γρήγορα-γρήγορα το καινούργιο. Νέες χαρές, νέα πανηγύρια! Η χαρά, ο χορός αλλά κι ο Χάρων στην ελληνική θεία γλώσσα έχουν την ίδια ρίζα! (Θυμίζω ότι ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη σηκώθηκε και χόρεψε στην πιο βαθειά του θλίψη, στον θάνατο του παιδιού του!).
Τις περισσότερες φορές αυτά τα αυτοσχέδια τραγούδια δεν ξεπέρναγαν τα όρια της εκτάσεως του λημεριού, άντε του βουνού. Τα πιότερα απ’ αυτά δεν ήταν γνωστά καν στο αντικρύ βουνό, στους γείτονες κλέφτες. Εκείνοι είχαν άλλα, δικά τους, δικούς τους ήρωες και νεκρούς να κλάψουν και να νεκρολογήσουν, δικές τους μάχες να διδάξουν, δικά τους πρόσωπα είχαν ανάγκη να θυμηθούν.
Κι έτσι χάθηκαν τα περισσότερα δημοτικο-λαϊκά τραγούδια εκείνης της σπουδαίας για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της εποχής!Κάποιοι πολεμιστές, που έφευγαν από το ένα στρατόπεδο και πήγαιναν στο άλλο, μετέφεραν μαζί με το καριοφίλι τους και κάποια από τα τραγούδια που αγαπούσαν να λένε στο προηγούμενο λημέρι τους. Μετέφεραν ό,τι εθυμούντο απ’ αυτά. Κι όπως τα εθυμούντο. Στην προσπάθειά τους να τα αποδώσουν στην απλούστερη μορφή μέτρου (τον 15σύλλαβο ή 8+7 δηλ. αυτό που λέμε σήμερα ζεϊμπέκικο) προσέθεταν και αφαιρούσαν λέξεις, με την μαεστρία που έχει αυτός ο λαός να αυτοσχεδιάζει, να γίνεται ποιητής, ζωγράφος, καλλιτέχνης όποτε θέλει. Κι όσοι τ’ άκουγαν, τα διέδιδαν προσθέτοντας ή αφαιρώντας τα δικά τους. Και φθάναμε σε ένα σημείο, που το πρωτότυπο είχε χαθεί, αλλά όχι τα θεμέλιά του. Κάποιες φράσεις-κλειδιά έμεναν πάντα ίδιες και πάνω σε αυτές ο καθείς με το ταλέντο του έκτιζε την ιστορία που βίωσε, υμνούσε τον οπλαρχηγό υπό τις διαταγές του οποίου επολέμησε, την πόλη ή το χωριό του που εγκατέλειψε, το κάστρο που πήρε…
Η Ελλάς όμως δεν επαναστάτησε μόνο μια φορά. Θα ήταν παλαβό και ανιστόρητο να ισχυρισθεί κάποιος πως κάποιοι Έλληνες ξαφνικά και από το πουθενά, μαζεύθηκαν στην Αγ. Λαύρα και είπαν να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων. Η επανάσταση – αυτό το «πανηγύρι των καταπιεσμένων» (Λένιν) – είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.
Οι Έλληνες δεν έπαψαν ούτε μία στιγμή να επαναστατούν και να εξεγείρονται κατά των Οθωμανών, από την Άλωση της Πόλεως και μετά. Μόνον που αυτές οι επαναστάσεις ήταν τοπικές, μικρές και ανοργάνωτες, δεν έχαιραν υποστηρίξεως και ως εκ τούτου ήσαν καταδικασμένες εν τη γενέσει τους. Παρ’ όλα αυτά, απετολμήθησαν από τους Έλληνες. Μίλα στον Έλληνα για επανάσταση που θεωρεί δίκαια και όραμα, και αμέσως θα βρεις τον πρώτο σου στρατιώτη!
Το δημοτικό μας τραγούδι ήταν εκείνο το μέσον, που διαφύλαξε ως κόρην οφθαλμού τις μάχες και τις ανδραγαθίες των Ελλήνων, που η επίσημη ιστορία απεσιώπησε, για πολλούς λόγους, που δεν είναι του παρόντος. Αλλά δεν αποσιώπησε ο λαός. Γιατί «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει», αλλά και «του Έλληνος το στόμα φίμωτρο δεν ανέχεται».
Θα σας θυμίσω κάποιες άγνωστες επαναστάσεις των Ελλήνων, μέσω της δημοτικής μούσας:
Μια από τις ελληνικές επαναστάσεις που δυστυχώς δεν διδασκόμεθα, είναι και αυτή του ηγεμόνος της Βλαχιάς Μιχαήλ του Γενναίου (1557-1601). Το Πελοποννησο-αθηναϊκό ελληνικό κράτος την «ξέχασε». Την διέσωσαν όμως τα θρακιώτικα δημοτικά τραγούδια. Σε αυτόν αναφέρεται το τραγούδι «Μιχάλμπεης» (αφηγηματικό ιστορικό τραγούδι της Δυτ. Θράκης, σε ήχο πλάγιο Α΄).
Μιχάλμπεης βουλεύτηκε τούς Τούρκους να χαλάσει
με τετρακόσια κάτεργα κι εξήντα δυό γαλιόνια.
Μπροστά πααίν’ τα κάτεργα και πίσω τα γαλιόνια,
στην μέσ’ πααίν’ Μιχάλμπεης, μεγάλος καπετάνιος!
Στο ΄να του χέρ’ κρατά σταυρό και στ’ άλλο το σπαθί του,
τον τρέμει ούλη η Τουρκιά και της Βλαχιάς τα μέρη.
Το 1789 ο δερβέναγας του Αλή-πασά Γιουσούφ Αράπης εκστρατεύει με 3.000 Τουρκαλβανούς εναντίον των αρματολών Θεσσαλίας και Ρούμελης. Αντιδρούν οι Κοντογιανναίοι. Γενάρχης τους ήταν ο «ένδοξος και μεγαλοπρεπής» (κατά Κασομούλη) Γιαννάκης Κοντογιάννης, αρματολός Πατρατζικίου (Υπάτης), ο οποίος πολεμούσε από το 1750. Μετά τον θάνατό του, αντί να κληροδοτήσει σπίτια και παλλάτια στους υιούς του, Κωνσταντή και Μήτσο, τους κληροδότησε το όραμα της Επαναστάσεως! Αυτοί αντέταξαν ισχυρά αντίσταση, αλλά διεσκορπίσθησαν και συνέχισαν τον πόλεμο ως κλέφτες. Τελικώς, σε μία μάχη κοντά στην γέφυρα της Τατάρνας στην Ευρυτανία (αρχές 19ου αι.), ο Κωνσταντής εσκοτώθη κι αιχμαλωτίσθηκε ο υιός του Κωνσταντή, Νικολάκης. Αργότερα, ο Νικολάκης εξαγοράσθηκε και χωρίς να πτοηθεί από το προηγούμενο τραυματικό βίωμά του, έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821 – μαζί με τον θείο του Μήτσο Κοντογιάννη. Ποιος καλείται να περάσει στην αθανασία την αντίσταση και επανάσταση των Κοντογιανναίων; Μα φυσικά, το δημοτικό τραγούδι! Ο λαός βάζει αγγελιαφόρο να φέρει μαντάτο στην Κοντογιάνναινα – γιατί το θηλυκό φέρνει την ζωή, το θηλυκό προώρισται να την κλαύσει – να θρηνεί, σε μια σκηνή που μας αποδεικνύει το πόσο το δημοτικό μας τραγούδι είναι η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας:
«Το τι μαντάτα μου ΄φερες από τους καπετάνους;».
«Πικρά μαντάτα σου ΄φερα από τους καπετάνους,
τον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν!»…
«Πού ΄σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ’ το μου σφιχτά-σφιχτά, για να μοιριολογήσω!
Και ποιον να κλάψω από τούς δυό, ποιόν να μοιριολογήσω;»…
Το 1807 γίνεται η μεγάλη επανάστασις του Ολύμπου, με επί κεφαλής τους Λαζαίους, τους 4 αρματολούς του θεϊκού βουνού, τους υιούς του Λάζου, τους Λαζαίους (ή τα Λαζόπουλα – όπως είναι γνωστοί ο Τόλιας, ο Χρήστος, ο Νίκος και ο Κώστας). Η επανάστασις κατεστάλη. Οι τρεις πρώτοι παρέμειναν στην Ραψάνη, ο Κώστας εκρατήθη όμηρος, από τον Αλή-πασά στα Ιωάννινα! Το 1812, ανέλαβε το πασαλίκι της Θεσσαλίας ο υιός του Αλή, Βελή-πασάς. Κυνήγησε και σκότωσε τους Λαζαίους, στην Ραψάνη. Τις δε οικογένειές τους απήγαγε στον Τύρναβο. Άρπαξε δε για το χαρέμι του, την ομορφότερη, την γυναίκα του Κώστα, για προσβολή και για πόνο. Κι ο Κώστας, αργότερα, σκοτώθηκε από τον Αλή-πασά. Καμμιά σελίδα των βιβλίων μας δεν τα γράφει τούτα. Δεν τους υμνεί. Μόνο οι σελίδες των δημοτικών τραγουδιών διέσωσαν την αλήθεια, μέσα από τους στίχους του τραγουδιού «Των Λαζαίων οι γυναίκες»:
Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη.
Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι!
Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας!
Στον Τούρναβο τις πάπαε, πεσκέσι του βεζύρη!
Μπροστά πηγαίνει η Τόλιαινα κι οπίσω οι συννυφάδες,
κι οπίσω-οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι!
Σαν μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν νεραντζιά κομμένη!
Βγαίνουν κυράδες, την τηρούν από τα παραθύρια:
«Ποιες είν’ αυτές οπο’ ΄ρχουνται στην Πόρτα, στο σαράι;».
«Κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
Εμείς είμαστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων»!
Βελή-πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει:
«Γυναίκες, πού είν’ οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;»
«Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια».
«Πάρτε τες τρεις, φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη, φέρτε την στο χαρέμι!».
Στα Αθαμανικά όρη έμεινε το τραγούδι «Η πεθαμένη καλογριά» να θυμίζει με αλληγορίες μια ακόμη αποτυχημένη ελληνική επανάσταση, που ύψωσε την σημαία της με τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα, στα Χάσια όρη, στις 5 Μαΐου 1808, γιατί ο Μαχμούτ-πασάς πετσόκοψε τον αδελφό του Θεοδωράκη και 650 συντρόφους του, αφού αντέταξε απέναντί τους 15.000 στρατό! Το Κίνημα της Ρούμελης του παπα-Θύμιου απέτυχε. Ο ίδιος συνελήφθη και θανατώθηκε από τον Αλή πασά, το 1809, δια διαμελισμού στα Ιωάννινα. Σήμερα η μνήμη του όμως μένει ζωντανή με τον χορό καγκελάρι στα Αθαμανικά όρη της Ηπείρου, που είναι γεμάτος όρκους. Ο όρκος για τον Έλληνα είναι κάτι ιερό. Δεν ορκίζονταν εύκολα οι Έλληνες. Παρά μόνο για πολύ σοβαρούς λόγους, και δη εθνικούς.
Σε αυτήν την μνήμη θέλουν να ανατρέξουμε οι ανώνυμοι ποιητάδες μας, όταν μας προτρέπουν:
Μα τον άγιο Κωνσταντίνο, τον χορό δεν τον αφήνω…
Στο όνομα του Κωνσταντίνου η Ελλάς πάλλεται! Γνωρίζει καλά πως αυτός ήταν που ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το όνομα είχε και ο τελευταίος αυτοκράτωρ της, ο πλέον τραγικός άνθρωπος του κόσμου, που του έλαχε μοίρα επί των ημερών της βασιλείας του να «πέσει η Πόλις», προδομένος από το ιερατείο και τους πολιτικούς του! Ο λαός μας πιστεύει πως αυτός δεν έχει πεθάνει! Μαρμάρωσε από το όνειδος και θα ξεμαρμαρωθεί, όταν «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι». Στο όνομά του, λοιπόν, ορκίζεται ο λαός. Και κάτι ακόμη σημαντικό: Αποκαλεί «χορό» τον πόλεμο, την επανάσταση. Αυτό που άλλοι λαοί τρέμουν και απεύχονται, ξορκίζουν και φοβούνται «για μας παιχνίδι ο πόλεμος»!
Οι ποιητάδες προτρέπουν να δώσουμε και άλλον όρκο:
Μα τον άγιο Ιωάννη, ο χορός πάει γαϊτάνι…
Στο όνομα του αγίου Ιωάννου, οι επαναστατημένοι Έλληνες ακούν τον Πρόδρομο. Τον πρόδρομο της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας. Δεν είναι τυχαίο που αυτόν – τον Πρόδρομο δηλαδή – επέλεξαν και οι φιλικοί για να ορκίζονται! Οι λέξεις για τους Έλληνες έχουν σημασία και πέρα απ’ αυτό που λένε. Οι λέξεις, οι συλλαβές και τα γράμματα για μας είναι σύμβολα. Και το σύμβολο είναι το μέσον με το οποίο πας στην βολή, στον στόχο σου! Κι εδώ πάλι ο πόλεμος αποκαλείται χορός, και μάλιστα χορός με συνέχεια και συνέπεια, όπως το γαϊτάνι…
Βρίσκουμε και όρκο στον άγιο Αριστομένη!
Μα τον άγιο Αριστομένη, κάθονται μακρυά οι ξένοι.
Ποιος είναι άραγε αυτός ο άγιος;
Ο άγιος Αριστομένης που επικαλείται ο λαός μας σε μια επανάσταση, δεν είναι άλλος από τον ήρωα των αρχαίων Μεσσηνίων, ο οποίος, το 688 π.Χ., ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον των Σπαρτιατών κατακτητών του τόπου τους! Όνομα που ο Έλληνας έχει συνδέσει με επανάσταση. Στον δε στίχο «κάθονται μακρυά οι ξένοι» γίνεται υπαινικτική αναφορά στην ουδετερότητα που κρατούσαν οι ξένες δυνάμεις, στο έγκλημα κατά της Ελλάδος. Ο στίχος θέλει να ξυπνήσει τους Έλληνες και να τους πει πώς να μην περιμένουν τίποτε από κανέναν. Εάν δεν ξεσηκωθούν από μόνοι τους, δεν θα ελευθερωθούν ποτέ!
Βρίσκουμε τους κλέφτες να ορκίζονται στον άγιο Αρσένη!
Μα τον άγιο Αρσένη, φεύγουνε ταχιά οι ξένοι.
Γιατί; Γιατί στο όνομά του ο Έλληνας βρίσκει πίσω από την λέξη το αρσενικό, τον ανδρισμό που χρειάζεται, την αρρενωπότητα. Και κάτι ακόμη σημαντικό: Ο άγιος Αρσένη εορτάζεται στις 8 Μαΐου. Ανοιξιάτικα! (Όπως μαγιάτικοι είναι και ο Κωνσταντίνος και ο Αθανάσιος, που θα δούμε παρακάτω). Την εποχή, που συμβολικά ανοίγει η φύση, η διάθεση για πανηγυρικό ξεσηκωμό:
Ακόμα ετούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι,
ώσπου να ΄ρθεί ο Μόσκοβος, να φέρει το σεφέρι…
Βρίσκουμε όρκο κλεφτών στην αγία Αικατερίνη.
Μα την άγια Αικατερίνη, κάν’ας ξένος δεν θα φύγει..
Ποια είναι η Αικατερίνη η οποία υπομνηματίζεται εδώ; Εκείνη η όμορφη Αιγυπτία κόρη, που άγιασε κατά τον χριστιανισμό και φυτεύθηκε στην θέση της κατακρεουργημένης από πλήθος φανατικών πιστών του Υπατίας; Όχι βέβαια. Για να επαναστατήσεις χρειάζεσαι ισχυρά πρότυπα. Εδώ το όνομα της Αικατερίνης παραπέμπει στην τσαρίνα της Ρωσίας και στην βοήθεια που οι Έλληνες καρτερούσαν από την Αγ. Πετρούπολη. Έπειτα υπήρχε έντονη ακόμη στην μνήμη τους και η Αικατερίνη των Μεδίκων συνδεδεμένη με την μεγάλη σφαγή την Νύκτα του Αγ. Βαρθολομαίου που προκάλεσε (23.8.1572)! Την βοήθεια της τσαρίνας Αικατερίνης στέλνουν σαν κρυφό μήνυμα, λοιπόν, και την σφαγή της Αικατερίνης των Μεδίκων προαναγγέλλουν. «Κανένας ξένος δεν θα φύγει», υπόσχεται ο όρκος, γιατί οι Έλληνες είχαν αγαπήσει τους ξένους φιλέλληνες – και πώς να μη; – που είχαν έλθει έως εδώ, εγκαταλείποντας σπίτια, πατρίδες και περιουσίες, για να πολεμήσουν για το δίκαιο αίτημα της πιο πνευματικής χώρας στον κόσμο, έναντι της πλέον βάρβαρης!
Όρκο βρίσκουμε και στην αγία Κυριακή:
Μα την άγια Κυριακή, όλ’ οι ξένοι είν’ αδερφοί…
Όλοι όσοι άκουγαν το όνομα της αγίας Κυριακής, στον όρκο και το δημοτικό τραγούδι, δεν πήγαινε ο νους τους στην χριστιανή αγία Κυριακή, την οποία ελάχιστα εγνώριζαν εκείνη την εποχή, αλλά στην άλλη, την σπουδαιότερη γι’ αυτούς Κυριακή της Αναστάσεως του Γένους. Αυτήν ονειρεύονταν, αυτήν τραγουδούσαν, σε αυτήν ορκίζονταν! Και ενθυμούντο και την πάγια αρχή της φιλοξενίας των Ελλήνων, την οποία είχαν αναγάγει και σε θεότητα, με μπροστάρη τον Ξένιο Δία. Και υπόσχονταν στους ξένους που είχαν ανέβει στα βουνά κι είχαν ενσωματωθεί μαζί τους, πως όταν όλα κοπάσουν κι η Ελλάς θα είναι λεύτερη και πάλι, θα ζήσουν σαν αδέλφια.
Και τ’ άλλο πάλι; Τι είναι ο όρκος στην αγία Πολυξένη;
Μα την άγια Πολυξένη, είμαστε αδερφωμένοι…
Ποιο μήνυμα ήθελαν να περάσουν αναγάγοντας σε αγία κάποιαν Πολυξένη; Για ποιαν Πολυξένη μιλούσαν; Ποιαν ήθελαν να ξυπνήσουν μέσα από τα αραχνιασμένα αρχεία των μυαλών τους; Μα φυσικά την θυγατέρα του Πριάμου της Τροίας, την οποία ενώ εμνηστεύετο στον ναό του Απόλλωνος, ο Αχιλλεύς ο πολυύμνητος, εφονεύθη υπό του θλιβερού Πάριδος! Το ζεύγος έμεινε όμως στην ψυχή των Ελλήνων να συμβολίζει την αιώνια ψυχική ένωση, αφού κι αυτή, η κόρη, εθυσιάσθη, γι’ αυτό, στον τάφο του! Ο στίχος είναι μια πανάρχαια κραυγή, που θα μπορούσε να ειπωθεί και «ως τον Άδη ενωμένοι» εάν δεν ήθελε να κάνει αναγωγή σε αέναα πρότυπα του ελληνισμού!
Όρκος και για την αγία Παρασκευή ευρίσκεται στα δημοτικά μας τραγούδια των κλεφτών της Επαναστάσεως.
Μα την άη Παρασκευή, είμαστε όλοι αδερφοί.
Σκόπευε κατ’ ευθείαν όχι στην χριστιανή αγία, αλλά στην παρασκευή-προπαρασκευή του Αγώνος που ήθελε να μηνύσει. Σε μια τέτοια παρασκευή στηρίζονταν όλες οι ελπίδες του Γένους. Κι όσο πιο άρτια αυτή προετοιμαζόταν, τόσο πιο τρανή επιτυχία θα είχε. Γι’ αυτόν τον στόχο, «είμαστε όλοι αδερφοί», φράση που αντλούσε και από την – πρόσφατη τότε - Γαλλική Επανάσταση!
Τελευταίος όρκος, ήταν ο όρκος στον άγιο Αθανάσιο:
Μα τον άγιο Αθανάση, ο χορός μας ας χαλάσει…
Μέσω της αναφοράς του αγίου Αθανασίου στον όρκο και το τραγούδι, ο Έλληνας έβλεπε τις ανοιχτές πύλες της αθανασίας που τον καρτερούσαν, εάν ο χορός-πόλεμος χαλάσει και τον χαλάσει. Γιατί ο Έλληνας πάντα είχε μεταφυσικές αναζητήσεις, ο πρώτος διδάξας! Δεν θα επέτρεπε σε κανέναν κατακτητή να του τις στερήσει. Πάντα ήλπιζε σε ένα καλύτερο αύριο, πέρα από το εφήμερο σήμερα. Όμως πίστευε ακράδαντα πως για να φθάσει σε αυτό, θα έπρεπε να πολεμήσει. Κανείς δειλός Έλλην δεν πέρασε ποτέ στην αθανασία με χρυσά γράμματα. Κι αυτό το ήξερε καλά. Γι’ αυτό και στο όνομα του Αθανασίου, υπόσχεται και βλέπει την αθανασία, που πάντα ποθούσε η φυλή να αποκτήσει. Και γι’ αυτήν άφησε συγγράμματα, έκανε επιτεύγματα, έμεινε εν ολίγοις λόγοις, στην κορυφή του πανθέου στην πυραμίδα των λαών του κόσμου!
Τον Σεπτέμβριο του 1826, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης μετά του Γκούρα επολιορκούντο στην Ακρόπολη των Αθηνών από τους οθωμανούς. Περισσότερο γνωστός ως ιστορικός συγγραφέας ο Μακρυγιάννης – όπως μας τον αποκάλυψε ο Γ. Βλαχογιάννης, με την έκδοση των «Απομνημονευμάτων» του – καίτοι τραχύς, έψαλλε πολύ ωραία τα δημοτικά άσματα, καλλίφωνος ων, ενώ πολλάκις αυτοσχεδίαζε, φέρνοντας το δημοτικό τραγούδι κοντά στο γεγονός που ήθελε να υμνήσει, καθιστώντας το έτσι εργαλείο της ιστορίας. Ένα τέτοιο δικό του μοιρολόι, λοιπόν, ήταν και αυτό που έψαλλε στο Σερπεντζέ, στην θέση που υπεράσπιζε. Εκάλεσε σε δείπνο τον Γκούρα και τους άλλους οπλαρχηγούς. Ο Γκούρας κι ο Παπακώστας τον παρακάλεσαν να τραγουδήσει, γιατί είχε καιρό να το κάμει. Και ο Μακρυγιάννης το έκαμε, συνοδευόμενος, ίσως από τον ταμπουρά του, την πανάρχαια πανδουρίδα του Πυθαγόρα. Είπε τότε το εξής αυτοσχεδιαστικό – δικό του δηλαδή – μοιρολόι:
Ο Ήλιος εβασίλεψε (Έλληνα μου, βασίλεψε) και το φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι ανδρών τα μοιργιολόγια,
γι’ αυτά τα ηρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγαινε στον Άδη τα καημένα».
Ο Γκούρας αναστέναξε και του λέει:
- Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη.
- Είχα κέφι, του είπε ο Μακρυγιάννης, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν.
Το τραγούδι που έχει ως βάση του την δημοτική ποίηση, έμελλε να γίνει πανελληνίως γνωστό κι αγαπητό, και να περάσει στα άπαντα των δημοτικών μας, καίτοι έχει επώνυμο δημιουργό.
Εάν δεν ήταν η δημοτική μας ποίηση, πολλές από τις ηρωικότερες σελίδες των Ελλήνων θα είχαν χαθεί. Και καλά που βρέθηκε ένας Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος προσπαθώντας το 1895 να εκδώσει την ιστορική μελέτη του «Ο θάνατος του Ανδρούτσου», ανακάλυψε πως για την συγγραφή της ταλαιπωρήθηκε να συλλέξει υλικό! Έτσι αντελήφθη πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν διατηρούσε Αρχείον του Αγώνος του ΄21! Απεδύθη τότε σε μια τιτάνια προσπάθεια να το διασώσει. Εθυσίασε όλη του την ζωή σε αυτόν τον σκοπό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραμελήσει το προσωπικό του πνευματικό έργο. Ήταν πάντως επιλογή του να θυσιάσει την προσωπική του δημιουργία για να μας κάνει γνωστή την Επανάσταση του ΄21, αλλά και τις μάχες του γλωσσικού ζητήματος, και κάθε ιστορικό έγγραφο από την εποχή της Αλώσεως, έως το 1868. Αναζήτησε χειρόγραφα και γράμματα των αγωνιστών, από συγγενείς τους, φίλους τους, κλπ. Τα περισσότερα εξ αυτών είχαν πωληθεί με το κιλό σε μπακάλικα, μανάβικα και κρεοπωλεία για… κόλλες περιτυλίγματος! Ο Βλαχογιάννης τα αγόραζε, με μεγάλη προσωπική του στέρηση, από αυτά τα καταστήματα… Τα ιστορικά κείμενα αυτά, εάν δεν ήταν ο Βλαχογιάννης θα ήταν καταδικασμένα να χαθούν! Από το 1888 ως το 1913 είχε καταφέρει να συγκεντρώσει έγγραφα και χειρόγραφα, που ξεπερνούσαν τις 300.000 σελίδες, τις οποίες είχε τακτοποιήσει σε φακέλους, με βάση το θέμα και τη χρονολογία! Συνέλεγε με κόπο και χρήμα όλα τα γραπτά κείμενα της εθνεγερσίας, πληρώνοντας από την τσέπη του, σωρούς χαρτιών, που το επίσημο κράτος εκποιούσε ως άχρηστα! Διέσωσε επίσης το «Αρχείον Αγώνος», το οποίο εφυλάσσετο στο Αρχειοφυλακείο, που είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας, το οποίο όμως όταν καταργήθηκε η φύλαξίς του περιήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο (1885) και ένα μέρος του μεταφέρθηκε στη Βουλή. Για… «λόγους χώρου», λοιπόν, αποφάσισαν οι – πάντα ανεύθυνοι – δημόσιοι υπάλληλοι γραφειοκράτες να το εκποιήσουν (1893) με δημοπρασία (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 16.4.1893).
Αλλά σε αυτό το σημείο, έχει σημασία να ιδούμε πως διεσώθη το δημοτικό μας τραγούδι και ποιοι ήσαν οι πρώτοι που εργάσθηκαν για να φθάσει έως εμάς: Τα πρώτα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είχαν καταγραφεί από ξένους περιηγητάς στην Ελλάδα, αλλά ήταν σποραδικά και όχι συγκεντρωμένη και αναλυτική καταγραφή με στοιχεία.
Αναφέρεται μόνο ότι στην Ι. Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους υπήρχε μια συλλογή από 13 ελληνικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κι αυτή δεν βρέθηκε ποτέ.
Το 1804 φαίνεται πρώτος να ενδιαφέρεται για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ο οικονομολόγος Sismonde de Sismondi, ο οποίος σε γράμμα σε αριστοκράτισσα φίλη του στην Κέρκυρα, της ζητάει να του στείλει τα δημοτικά τραγούδια του νησιού της. Πράγματι, λοιπόν, η Κερκυραία του έστειλε κάποια δημοτικά της περιοχής της, αλλά άγνωστο τι απέγιναν κι αυτά και οι προθέσεις του Sismondi…
Το 1814 στο Συνέδριο της Βιέννης, που εξελίχθηκε σε μια πανευρωπαϊκή εορτή, κυρίως εξ αιτίας του τέλους των ναπολεόντειων πολέμων, για την οποία συνευρέθησαν πολιτικοί, διπλωμάτες, αλλά και άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, πήγε κι ένας – κατά τ’ άλλα παράξενος – βαρόνος, ονόματι Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν. Τότε είδε έκπληκτος να κυκλοφορεί στα λογοτεχνικά στέκια μια συλλογή σέρβικων δημοτικών τραγουδιών, που μάλιστα άρεσε πολύ και έγινε δεκτή στους ευρωπαϊκούς φιλολογικούς κύκλους με ενθουσιασμό. Αυτό συνέβη γιατί διευθυντής της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης ήταν ο Κοπιτάρ. Ο Χαξτχάουζεν τον βρίσκει, του δείχνει την δική του συλλογή, με ελληνικά δημοτικά τραγούδια και ο Κοπιτάρ δείχνει αμέριστο ενδιαφέρον, λέγοντας πως στη Βιέννη υπάρχουν πολλοί Έλληνες και παράλληλα εκδίδονται δυο ελληνικά περιοδικά, ο «Λόγιος Ερμής» και ο «Φιλολογικός Τηλέγραφος» – μάλιστα εν έτει 1814!
Στην προσπάθειά του να πλουτίσει την συλλογή του ο Χαξτχάουζεν προσπαθούσε να συναναστραφεί με Έλληνες της περιοχής. ώσπου συναντάει κάποιον Μακεδόνα, ονομάτι Θεόδωρο Μανούσο, ο οποίος του λέει ότι έχει σπίτι του και την γιαγιά του, η οποία γνωρίζει πολλά τέτοια τραγούδια! Πράγματι, λοιπόν, η γιαγιά Αλεξάνδρα Μανούσου, τραγουδάει στον Χαξτχάουζεν τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που θυμόταν κι εκείνος τα καταγράφει – δυστυχώς – σε έμμετρη γερμανική γλώσσα. Ο Μανούσος, βέβαια, κράτησε αντίγραφα, τα οποία και έστειλε στον Κοραή στην πόλη των Παρισίων.
Το καλοκαίρι του 1815 ο Γκαίτε πήγε για λουτρά στη γερμανική λουτρόπολη Βιζμπάντεν. Εκεί συναντήθηκε και με τον Καποδίστρια. Εκεί συναντήθηκε και με, τον Χαξτχάουζεν, ο οποίος είχε ήδη μια αρκετά καλή συλλογή από ελληνικά δημοτικά τραγούδια στα χέρια του, που τα είχε συλλέξει από ανθρώπους της υπαίθρου. Ο Γκαίτε – και άλλοι – τον προτρέπουν να τα εκδώσει. Μάλιστα ο Γκαίτε δημοσίως, μέσω του περιοδικού “Kunst und Alterum”. Παρά ταύτα, ο Χαξτχάουζεν καθυστερεί και αρκείται στην κυκλοφορία τους σε αντίγραφα, από χέρι σε χέρι λογίων. Η επίσημη αιτιολογία του είναι ότι δεν είχε τις απαραίτητες φιλολογικές και εθνολογικές γνώσεις για να σχολιάσει και να αναλύσεις αυτά τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης. Έτσι, και με την αναγγελία της έκδοσης της συλλογής των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Γάλλου Κλωντ Φωριέλ, η συλλογή Χαξτχάουζεν σταμάτησε να ενδιαφέρει και δεν είδε το φως της δημοσιότητας, παρά μόνο το 1935.
Στις αρχές του 19ου αι., πράγματι λοιπόν εμφανίζεται ο Γάλλος λόγιος Φωριέλ (1772-1844) ένας εραστής της Ελλάδος (αρχαίας αλλά και νεωτέρας – άλλωστε η Ελλάς ήταν πάντα μία) που έβγαινε διαλελυμένη, αλλά υπερήφανη μέσα από μία γενναία επανάσταση. Ο ίδιος καθηγητής φιλολογίας στην Σορβόννη, δεν γύρεψε τα αρχαία ερείπιά της, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι, πλουτίζοντας τα μουσεία τους με τα λείψανά μας, για να αποκτήσουν έναν πολιτισμικό πλούτο που δεν είχαν, αλλά συνέλεξε τα δημοτικά τραγούδια της χώρας μας, και τα εξέδωσε στους Παρισίους το 1824.
Το 1815 ο μέγιστος πνευματικός ηγέτης της Γερμανίας, Γκαίτε, κάνει μια συγκέντρωση στο σπίτι του, στη Φρανκφούρτη, όπου καλεί φίλους του, επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ήταν τότε της μόδας τα λεγόμενα «φιλολογικά σαλόνια» – τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω – είχαν ξεκινήσει από την Γαλλία. Το περίεργο, όμως, με το κάλεσμα του Γκαίτε ήταν το κάλεσμα των ζωγράφων, που έκανε τους ανθρώπους των Γραμμάτων να απορήσουν. Οι απορίες λύθηκαν, όταν μίλησε ο Γκαίτε και τους είπε ότι τους φώναξε για να τους μιλήσει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι! Όπως είχε γράψει και στον υιό του, Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου 1815, το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο»! Κάτι παρόμοιο είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το φθινόπωρο του 1815: Πως «οι εικόνες αυτού του τραγουδιού, του ελληνικού δημοτικού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Αλλά σας αφήνω τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο», τους είπε και τους διάβασε – σε μετάφραση βέβαια στα γερμανικά – το ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι «Ο Χάρος με τους αποθαμένους»:
Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει.
Μόν’ εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν:
Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».
«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…
Πράγματι, το απόσπασμα αυτό είναι τόσο τραγικό και τόσο λεπτομερές συνάμα! Δίνει το σκηνικό-πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκτυλιχτεί το δράμα («μαύρα βουνά, δαρμένα από ανέμους και βροχές»), περνά το κορυφαίο ενεργειακό στοιχείο του, ο αρχαίος Έλλην Χάρων (> Χάροντας των χριστιανών), με τους απεθαμένους, κι αρχίζει ο υπερβατικός διάλογος, ο οποίος κορυφώνει την τραγωδία! Κι ενώ όλο το λογοτεχνικό δημιούργημα είναι στην σφαίρα της «ποιητικής αδείας», κλείνει με το πιο ρεαλιστικό δίστιχο: Την ανίκητη δύναμη του πάθους και του πόθου.
Ο Γκαίτε, λοιπόν, εξομολογήθηκε πως τον συνεπήραν αυτές οι εικόνες και κάλεσε τους ζωγράφους για να τους τις διαβάσει και να τις ζωγραφίσουν!
Το 1824 κάνει την εμφάνισή της στην πόλη των Παρισίων ο πρώτος τόμος της συλλογής του Φωριέλ, με τίτλο «Ελληνικά τραγούδια» ή «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί και ο δεύτερος τόμος. Πράγματι ο Φωριέλ είχε μια εισαγωγή-ανάλυση για κάθε τραγούδι και μια εκτενή εισαγωγή 100 σελίδων για όλο το πόνημά του, που ακόμα και σήμερα θεωρείται από τις πλέον εμβριθείς που έχουν γίνει ποτέ για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Το 1826 η συλλογή αυτή, που έκανε πάταγο στη Γαλλία, μεταφράστηκε από τον Muller στα γερμανικά. Αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά, ρωσικά και τα ιταλικά. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη συγκεντρωμένη και αναλυμένη καταγραφή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Και μάλιστα κυκλοφόρησε στην Ευρώπη μεσούντος του αγώνα μας κατά των Τούρκων. Οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες βρήκαν τώρα πατήματα να υποστηρίζουν τους αγώνες ενός ευρωπαϊκού έθνους ενάντια στους βάρβαρους Ασιάτες. Αλλά και οι μη φιλέλληνες καταλάβαιναν πια ότι η Ελλάδα δεν είχε μόνο αρχαίες περγαμηνές να επιδείξει, αλλά και σύγχρονες.
Το δε περίεργο είναι πως Φωριέλ και Χαξτχάουζεν δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα! Αλλά εν Παρισίοις ο Φωριέλ είχε έρθει σε επαφή με τον Κοραή, που είχε την συλλογή Μανούσου, και την οποία δώρισε στον Κλωνάρη, αλλά και με άλλους Έλληνες της παροικίας, όπως τους Μουστοξύδη, Μαυρομάτη και Νικόλαο Πίκολο, από τον οποίο έμαθε και τα ελληνικά. Αυτοί – και άλλοι – λοιπόν, έστειλαν επιστολές σε Έλληνες στην Ελλάδα να τους στείλουν δημοτικά από την περιοχή τους, έδωσαν τα χειρόγραφα στον Φωριέλ και ο τελευταίος εξέδωσε το πόνημά του. Επίσης, οι ανακοινώσεις του Γερμανού φιλόλογου Hasse αύξησαν την συλλογή του. Ο ίδιος ο Φωριέλ λέει πως στην προσπάθειά του να έλθει σε επαφή και με άλλους Έλληνες για τον ίδιο λόγο, κατέβηκε στην Ενετία και την Τεργέστη. Αλλά οι λόγιοι δεν τα ήξευραν κι οι αμόρφωτοι νόμιζαν πως τους κορόιδευε κι ήταν δύσπιστοι.
Το 1844 στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας κυκλοφορεί η εργασία του D. Sanders «Η λαϊκή ζωή των νεοελλήνων» (“Das Volksleben der Neugriechen”), μέσα στην οποία περιλαμβάνονται κάποια δημοτικά μας τραγούδια.
Αλλά και ο Διονύσιος Σολωμός με το που ήρθε στην Ελλάδα από την Ιταλία επιδόθηκε στον αγώνα συλλογής ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών στίχων-παροιμιών. Την συλλογή Σολωμού ζήτησε ο Tommaseo Canti, ο οποίος έκανε κι αυτός μια σχετική συλλογή και πράγματι ο Σολωμός του την παραχώρησε. Η συλλογή Tommaseo κυκλοφόρησε το 1842 στην Ενετία και ήταν ελληνικά δημοτικά σε ιταλική μετάφραση. Βέβαια, η συλλογή του είχε και τραγούδια από Αλβανία και Σερβία, σε ξεχωριστά κεφάλαια. Αυτή η συλλογή, η αναμεμειγμένη με αλβανικά και σέρβικα τραγούδια, έκανε τον Σολωμό να πει στον Κερκυραίο φίλο του, Αντώνη Μανούσο, να περάσει απέναντι και να καταγράψει τα ελληνικά δημοτικά που τραγουδιούνται εκεί στην Ήπειρο. Του έδωσε μάλιστα και μια συλλογή του Φωριέλ με σημειώσεις και παρατηρήσεις, για να ελέγχει αυτά που καταγράφει. Η συλλογή Αντ. Μανούσου «Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντ. Μανούσου» κυκλοφόρησε το 1850 στην Κέρκυρα.
Έκτοτε κυκλοφόρησαν πολλά και σημαντικά βιβλία, ανθολογίες ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, όπως:
«Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντ. Μανούσου», Κέρκυρα.
1851 «Chants populaires de la Grece ”, του M. de Marcellus, Παρίσι.
1852 «Άσματα δημοτικά της Ελλάδος», του Σπ. Ζαμπέλιου, Κέρκυρα.
1859 «Συλλογή δημοτικών ασμάτων», του Α. Ιατρίδη, Αθήνα.
1860 «Τραγούδια ρωμαίικα – Carmina popularia Graecia recentioris», του Arnoldus Passow,
Λειψία. “Anthologia Neugriechischer Volkslieder” του Teod. Kind, Λειψία.
1866 «Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων», του Γ. Χασιώτου, Αθήνα.
1866 “Etudes sur la litterature grecque moderne” του Ch. Gidel, στο Παρίσιοι. Επανεκδόθη το 1878.
1867 «Δημοτική Ανθολογία» του Μ. Πελέκου, Αθήνα.
1868 «Νεοελληνική φιλολογία» του Κ. Σάθα.
1868 «Εκλογή μνημείων της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης», Μαυροφρύδου εκδ. Αθήναι.
1873 “Recueuil de chansons populaires grecques” του Legrand.
1876 «Άσματα κρητικά μετά διστίχων παροιμιών» του Α. Jeannarakis ή Αντ. Γιανναρή ή/και Γιάνναρη/Γιανναράκη, Λειψία.
1879 “Das ABC der Liebe – eine Sammlung Rhodischer Liebslieder” («Η Αλφάβητος της αγάπης – μια συλλογή τραγουδιών αγάπης από την Ρόδο»), του W. Wagner, δίγλωσση έκδ. Με το ελληνικό και αντικρυστά την γερμανική μετάφραση, έκδ. Teubner, Λειψία.
1880 «Συλλογή δημωδών ασμάτων Ηπείρου», του Π. Αραβαντινού.
1881 “Trois poemes grecs du moyen-age”, Βερολίνο, πάλι του W. Wagner.
1881 “Poetes grecs contemporains” του J. Lamber, στο Παρίσιοι.
1888 «Κρητικές ρίμες» του Εμμ. Βαρδίδη.
1888 η β΄ επαυξημένη έκδ. του έργου “Greek folk songs from the Ottoman Provinces of Northern Hellas , Litteral and metrical translations, classified, revised and edited with essays on the survival of Paganism, and the sience of folklore” των M. J. Garnett, Stuart
Stuart και J. Glennie, εκδ. Ward & Downey, Λονδίνο.
1893 «Κρητικός γάμος» του Π. Βλαστού.
www.arcadians.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου