Κυριακή

Χάρλεμ στην καρδιά της Αθήνας


Στην καρδιά της Αθήνας, στην Κυψέλη, που κάποτε εθεωρείτο το δεύτερο Κολωνάκι, τίποτα δεν θυμίζει τις παλιές εποχές, τότε που η αριστοκρατία έπινε το καφεδάκι της στη Φωκίωνος Νέγρη και παινευόταν για τα διαμερίσματά της στη γύρω περιοχή. Με το πέρασμα των χρόνων, οι Ελληνες κάτοικοι όλο και λιγοστεύουν και τη θέση τους παίρνουν κυρίως Αφρικανοί μετανάστες, που κυνηγάνε το όνειρο και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στη χώρα μας. Κομμώτριες με εξειδίκευση στα ιδιαίτερα δύσκολα χτενίσματα για μαλλιά άφρο, εργάτες, μηχανικοί και άνθρωποι κάθε επαγγέλματος έχουν φτιάξει τη δική τους μικρή κοινωνία στο κέντρο της Αθήνας...

Μια βόλτα είναι αρκετή για να διαπιστώσει κανείς πως λίγο πιο πάνω από την πλατεία Κολιάτσου Νιγηριανοί, Σομαλοί και μετανάστες από τη Σιέρα Λεόνε, την Γκάνα και την Κένυα έχουν φτιάξει ένα άλλο Χάρλεμ κάτω από τον αττικό ουρανό. Τα διαμερίσματα στις γύρω πολυκατοικίες τα νοικιάζουν πια οικογένειες μεταναστών, οι οποίοι είτε καταφέρνουν να ανοίξουν ένα δικό τους μαγαζάκι είτε δουλεύουν σαν εργάτες και υπάλληλοι. Την ημέρα η γειτονιά είναι σχετικά ήσυχη. Σαν σουρουπώσει όμως οι δρόμοι και τα στενά γύρω από τη Δροσοπούλου δείχνουν απροσπέλαστα.

Ο Σάιτ είναι από την Κένυα. Ζει στην Αθήνα τα τελευταία τρία χρόνια και δουλεύει περιστασιακά. «Τώρα έχω δουλειά. Είμαι εργάτης στο Πέραμα. Είναι δύσκολα, αλλά τι να κάνουμε» λέει με σπαστά ελληνικά, ενώ χαζεύει στον δρόμο μαζί με την υπόλοιπη παρέα. «Τα απογεύματα μαζευόμαστε εδώ έξω από το μαγαζί του φίλου μου και συζητάμε. Ετσι περνάει η ώρα μας» εξηγεί και δίνει τον λόγο στον Αμπντούλ, ο οποίος αρχικά ήταν διστακτικός. «Εχω αυτό το μαγαζί δύο χρόνια. Εχω και αντρικά και γυναικεία ρούχα. Είναι φτηνά ρούχα. Πέντε με δέκα ευρώ. Οχι παραπάνω» σημειώνει και αφηγείται τη δική του ιστορία. «Αποφάσισα να φύγω από την Τανζανία και να έρθω εδώ. Εκεί ήταν δύσκολα τα πράγματα. Εδώ λοιπόν γνώρισα και τη γυναίκα μου. Είναι Ελληνίδα. Παντρευτήκαμε και τώρα έχουμε δύο παιδιά».


Ο ποδοσφαιριστής που έγινε κομμωτής

Αν και μεσημέρι, οι αφρικανικές επιχειρήσεις δουλεύουν κανονικά, ενώ στα πεζοδρόμια βλέπεις μεγαλόσωμους έγχρωμους άντρες να συζητάνε έντονα πίνοντας μπίρες. Σε ένα μαγαζάκι σχεδόν πέντε επί πέντε δουλεύει ο Πιέρο. Ενας όμορφος νεαρός που όνειρό του είναι να γίνει αστέρι των γηπέδων. «Παίζω πολύ καλή μπάλα, αλλά δεν έχω βρει ακόμη την άκρη. Για να βγάζω λεφτά άνοιξα αυτό το μαγαζί» λέει και ετοιμάζει τα σύνεργά του για να ξυρίσει έναν «αδελφό του», όπως τον αποκάλεσε. Στο ίδιο χώρο κρέμονται μπλούζες, τζιν και καπέλα. «Αυτά τα πουλάω. Εχω δύο σε ένα» λέει γελώντας και ποζάρει όλο χάρη στον φωτογραφικό φακό με την ελπίδα ότι ίσως τον ανακαλύψει κάποιος μάνατζερ.

Λίγα μέτρα πιο κάτω, ο Γιάλο εξυπηρετεί τους πελάτες στο μίνι μάρκετ όπου εργάζεται. «Είμαι υπάλληλος εδώ. Εχω έρθει από τη Σενεγάλη, αλλά δε ξέρω αν θα μείνω πολύ. Εχω πρόβλημα με τα χαρτιά μου» τονίζει και μας δείχνει μερικά από τα αφρικανικά προϊόντα. «Πολλά από αυτά δεν τα ξέρετε εσείς εδώ στην Ελλάδα» λέει και την ίδια ώρα μπαίνει μέσα αγριεμένος ένας άντρας. «Τί κάνετε εσείς εδώ;» είπε μόλις κατάλαβε πως δεν ανήκαμε στη γειτονιά του. «Να φύγετε» τόνισε, ενώ μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μαζεύτηκαν γύρω μας καμιά δεκαριά ντερέκια. Ενα μεγάλο ποσοστό των μεταναστών δεν θέλουν να «ανακατεύονται οι λευκοί στα πόδια τους». Θεωρούν πως θέλουμε πάντα το κακό τους. «Στον δρόμο μας κοιτάνε και πολλές φορές μας κοροϊδεύουν ότι μυρίζουμε άσχημα επειδή είμαστε μαύροι. Στην Ελλάδα νιώθουμε παρείσακτοι» λέει η Μαργαρίτα, μια ψηλή, κοντοκουρεμένη γυναίκα από τη Νιγηρία, και συνεχίζει: «Προέρχομαι από βασιλική οικογένεια. Εδώ δεν κάνουμε όλες πεζοδρόμιο. Δουλεύουμε τίμια. Και για να ξέρετε, οι γυναίκες στη χώρα μου κάνουμε μπάνιο δύο φορές την ημέρα! Μάλιστα, στη Νιγηρία ζούνε πολλοί Ελληνες, αλλά εκεί δεν τους κάνουμε τη ζωή δύσκολη. Ορκίζομαι πως όταν γυρίσω πίσω και συναντήσω Ελληνα θα του φερθώ όπως μου φέρονται οι πατριώτες του εδώ. Τόσο άσχημα» λέει πλημμυρισμένη από θυμό, ενώ αρνείται κατηγορηματικά να φωτογραφηθεί.

Η Μιλέιν είναι πιο φιλική. Ηρεμη, μας κοιτάει με τα μεγάλα καστανά μάτια της. Στο κεφάλι της φοράει ένα μαύρο μαντίλι για να καλύπτει τα μαλλιά της, ενώ στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται μια περίεργη μελαγχολία. «Είμαι μόλις λίγους μήνες εδώ. Ηρθα από τη Σομαλία. Δεν έχω πολλή δουλειά. Μόνο μία φορά την εβδομάδα καθαρίζω ένα σπίτι» σημειώνει, ενώ στην ερώτηση αν έχει υποβληθεί σε ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων μας λέει ότι «δυστυχώς, συμβαίνει. Είναι σαν έθιμο», χωρίς να δώσει σαφή απάντηση, και σκύβει το κεφάλι προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.


Τα κοτσιδάκια της Hawa
Μόλις μερικά μέτρα πιο πάνω από την πλατεία Κολιάτσου, η Χάουα δημιουργεί στα κεφάλια των πελατισσών της. Το κομμωτήριο είναι στο πατάρι, ενώ στο ισόγειο λειτουργεί κατάστημα με είδη κομμωτηρίου. «Της έχω βάλει τρέσες και τώρα θα τα κάνω σαν τζίβες με μπόλικη λακ» λέει, ενώ καμαρώνει το αποτέλεσμα. Στη διπλανή καρέκλα ξεκουράζει τα πόδια της η Μάμα. «Δουλεύω κι εγώ εδώ. Είμαι από το Καμερούν. Υπάρχουν δυσκολίες, αλλά ευτυχώς έχουμε δουλειά» λέει χαμογελώντας. Το πρόσωπό της είναι πανέμορφο, ενώ την προσοχή κεντρίζουν τα δύο μικροσκοπικά τατουάζ που έχει δίπλα στις γωνίες των ματιών της.

Μέσα στο Χάρλεμ της Αθήνας λειτουργούν τρία αφρο-κομμωτήρια, τα οποία λειτουργούν σχεδόν όλη μέρα. Και τα τρία πουλάνε τρέσες, ψεύτικα κοτσιδάκια και δυνατές λακ που χαρίζουν δυνατό κράτημα στα μαλλιά.

Η Ζαϊμπού είναι από τις πιο παλιές στη γειτονιά. «Ζω στα Πατήσια πολλά χρόνια. Σχεδόν δεκατέσσερα τώρα. Εχω το κομμωτήριο δύο χρόνια και μάλιστα πολλές πελάτισσες είναι Ελληνίδες» λέει ενώ χτενίζει την όμορφη Μαρλίν από το Σουδάν. Ο χώρος όπου εργάζεται μοιάζει με τρύπα και δεν έχει καμία σχέση με τα σύγχρονα κομμωτήρια. Ακόμη και η τεχνική της δεν είναι ίδια με αυτήν των υπολοίπων κομμωτών. Η Ζαϊμπού είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά στην Ελλάδα και ένα που παραμένει στην Αφρική. «Το άφησα πίσω όταν έφυγα. Το πρόσεχε η μάνα μου. Δυστυχώς, η μητέρα μου πέθανε και τα παιδί είναι μόνο. Πρέπει να πάω να το φέρω, αλλά δεν είναι εύκολο. Χρειάζονται λεφτά. Ελπίζω να τα μαζέψω μέχρι τον επόμενο μήνα» λέει δακρύζοντας.

Η ζωή για τους μετανάστες δεν είναι εύκολη. Οι περισσότεροι έχουν πρόβλημα με τα χαρτιά τους, με αποτέλεσμα ακόμη και όσοι θέλουν να ζήσουν νόμιμα στη χώρα μας να συναντούν σκοπέλους. «Κάθε μέρα με κυνηγάει η Αστυνομία. Βλέπετε, είμαι επιχειρηματίας» λέει ο Σεχ από τη Σενεγάλη και εξηγεί: «Κάνω εμπόριο με τσάντες και CDs στο πεζοδρόμιο. Αυτόν τον καιρό δεν έχει καθόλου δουλειά. Μας έχει επηρεάσει η κρίση» εξηγεί, ενώ βοηθάει τον φίλο του που έχει χωθεί στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου που επισκευάζει. «Κάνω τη δουλειά που έκανα και στη χώρα μου. Δυστυχώς, δεν έχω χαρτιά, αλλά το αφεντικό εδώ είναι καλό. Θέλω να ζω αξιοπρεπώς. Χωρίς να κλέβω» τονίζει ο Γιάλο και λέει με παράπονο ότι «δυστυχώς, ακόμη και με τις γυναίκες στην Ελλάδα είμαι άτυχος. Νομίζω πως δεν τους αρέσουν οι μαύροι άντρες. Κάθε μέρα κάνω clubbing, αλλά τίποτα».

Αντιθέτως, ο Εμπο έχει τα τυχερά του. «Είχα σχέση με Ελληνίδες. Είναι πολύ ωραίες γυναίκες, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να παντρευτώ με λευκή. Δεν ξέρω αν θα το δεχτεί η κοινωνία». Ο Έμπο τα πρωινά δουλεύει σε πολυκατάστημα. «Κουβαλάω κιβώτια. Κάνω και γυμναστική. Να! Κοιτάξτε μπράτσα».  

Οσο περνάει η ώρα τα πεζοδρόμια γεμίζουν από παρέες Αφρικανών. Ζευγάρια πάνε κι έρχονται, ενώ οι Ελληνες που έχουν απομείνει στην περιοχή είναι ήδη κλεισμένοι στα σπίτια τους. Το βράδυ οι δρόμοι μέσα στο ελληνικό Χάρλεμ αγριεύουν. Ομορφες, νεαρές Αφρικανές... πιάνουν δουλειά, ενώ στις γωνίες παραμονεύουν οι νταβατζήδες τους. Οσο οι μετανάστες θα ζουν στο περιθώριο τόσο η περιοχή θα μετατρέπεται σε γκέτο, με κίνδυνο κάποια στιγμή να γίνει απροσπέλαστη.

 
ΑΝΘΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Φωτ.: ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΦΕΙΘΦΟΥΛ

Δεν υπάρχουν σχόλια: