Απόσπασμα από το βιβλίο "Δύο σφαίρες στο Ντονιέτσκ" του Μητροπολίτη Αργολίδας Νεκταρίου (εκδόσεις Πορφύρα, 2016), σελίδες 59-66. Το παρουσιάζω λόγω επικαιρότητας.
Ιστορική αναδρομή
Χειμώνας 2014. Τo απόστημα έσπασε. Εάν δεν χειρουργηθεί και δεν καθαριστεί, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια, σ’ αυτή την επώδυνη κατάσταση. Ο φιλορώσος πρόεδρος της Ουκρανίας θα εκδιωχθεί. Οι αντίπαλοί του με σύμμαχο ακραίες εθνικιστικές ομάδες, θα επικρατήσουν.
Ο Έλληνας διπλωμάτης κ. Χάρης Δημητρίου που υπηρέτησε ως πρέσβης στο Κίεβο και γνωρίζει πολύ καλά τα πράγματα, κάνει μια νηφάλια αποτίμηση:
«Η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας - Δύσης εξαιτίας της δεύτερης ουκρανικής επανάστασης, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη επαναφέροντας μνήμες του Ψυχρού Πολέμου, είχε βέβαια διαφορετική αφορμή, αλλά τους ίδιους βαθύτερους λόγους. Η σύγχρονη Ουκρανία είναι ένα τεχνητό κράτος, αφού σε αυτό συνυπάρχουν δύο τελείως διαφορετικά και βαθύτατα εχθρικά έθνη: το πολωνικό και το ρωσικό. Οι μακρινοί πρόγονοι των Ρώσων, οι Ρως, έζησαν στην περιοχή του Κιέβου μέχρις ότου υπό την πίεση των γειτονικών λαών (Πολωνών, Λιθουανών) υποχωρήσουν προς τα ανατολικά και συγκεντρωθούν στις περιοχές του Νόβγκοροντ και της Μόσχας. Στις αρχές του 13ου αιώνα οι διάφορες φυλές των Ρως υπετάγησαν στους Μογγόλους και έμειναν υπό την κυριαρχία τους για 250 περίπου χρόνια. Μετά την απελευθέρωση από το ζυγό των Μογγόλων το 15ο αιώνα οι Ρώσοι επιδίωξαν την αύξηση της επικράτειάς τους προς την ανατολή, αλλά και στη δύση. Έτσι, η τεράστια έκταση που κατέχει σήμερα η Ουκρανία άλλαζε συνεχώς χέρια μεταξύ των Ρώσων και των Πολωνών, ανάλογα με την έκβαση των μεταξύ τους πολέμων. Αν και η Πολωνία (που με τη Λιθουανία από τα τέλη τού 14ου αιώνα είχαν συμπήξει διαφόρων μορφών “Ενώσεις” φθάνοντας το 1791 μέχρι τη δημιουργία ενιαίου κράτους, της Πολωνικής Κοινοπολιτείας) έφτασε σε μεγάλη ακμή καταλαμβάνοντας ακόμη και τη Μόσχα (1610) σταδιακά υπό την πίεση των Ρώσων ανατολικά, των Σουηδών βόρεια, των Τατάρων νότια και των Πρώσων δυτικά έχασε τη δύναμή της και μαζί τα περισσότερα εδάφη της.
Αρχίζοντας κυρίως από το 1795 η Πολωνία παρέμεινε διαμελισμένη και υπό την κατοχή της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας για όλο σχεδόν το 19ο αιώνα. Η ανασύστασή της έγινε το 1918 με το τέλος του A' Παγκοσμίου Πολέμου και ακολούθησε ο πολωνο-ρωσικός πόλεμος του 1919-1921 που έληξε με τη νίκη της Πολωνίας, ο νέος διαμελισμός της μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας βάσει του γερμανο-ρωσικού συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, η σφαγή του Κατύν, η κατάληψη της Πολωνίας από το σοβιετικό στρατό το 1945 και η υπαγωγή της στο σοβιετικό στρατόπεδο και τέλος η κατ’ απαίτηση του Στάλιν μετατόπιση των συνόρων της δυτικά με την ένταξη των ανατολικών της επαρχιών στη σοβιετική Ουκρανία. Δεν είναι επομένως περίεργο που οι Πολωνοί, αλλά και οι Ουκρανοί της δυτικής Ουκρανίας δεν συμπαθούν τους Ρώσους.
Από την άλλη πλευρά, η ιστορία της Ουκρανίας είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγράφει συνοπτικά. Το μεγαλύτερο τμήμα της κατοικείτο από τούς Κοζάκους, αυτό το ιδιόμορφο πολεμικό έθνος πού ζούσε στις στέπες κυρίως μεταξύ των ποταμών Βόλγα και Δνείπερου οργανωμένο σε αγροτικούς οικισμούς και επιβίωνε χάρις στις συνεχείς επιδρομές κατά των γειτόνων του Ρώσων, Πολωνών και Τατάρων ή συμμαχώντας κατά καιρούς με ένα εξ αυτών εναντίον τού άλλου.
Σταδιακά και κάτω από τη βίαιη πολιτική αφομοίωσης που ακολουθούσαν τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Πολωνοί διαμορφώθηκαν στον μεταξύ τους χώρο, πού πάντως διαρκώς άλλαζε όρια, δυο διαφορετικά έθνη: οι Ουκρανοί της ανατολικής Ουκρανίας, ρωσικής καταγωγής ή συνείδησης και φανατικοί Ορθόδοξοι και οι Ουκρανοί της δυτικής Ουκρανίας (το όριο όντας περίπου ο ποταμός Δνείπερος που διέρχεται και από το Κίεβο), πολωνικής συνείδησης και Ουνίτες στο δόγμα και μόνο το 19ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται ουκρανική εθνική συνείδηση χάρις στα ποιήματα του Τάρας Σεβτσένκο (φωτο) γραμμένα στην ουκρανική γλώσσα.
Την ταραγμένη τριετία 1917-1920 ξεπήδησαν διάφορα εφήμερα ουκρανικά ‘κράτη’, αλλά με τη Συνθήκη της Ρίγας τού 1921 τα εδάφη της μοιράστηκαν ουσιαστικά μεταξύ Πολωνίας και Ρωσίας. Το 1922 η Ουκρανία έχοντας χάσει το 50% των εδαφών της έγινε ιδρυτικό μέλος της Ε.Σ.Σ.Δ. Ακολούθησε ο εποικισμός των ουκρανικών εδαφών με Ρώσους εποίκους, ο βίαιος εκρωσισμός των τοπικών πληθυσμών και οι διωγμοί των μειονοτήτων και όσων διαφωνούσαν με τις αποφάσεις του σοβιετικού καθεστώτος πραγματικά η στη φαντασία του Στάλιν, καθώς και η επιβολή της ρωσικής γλώσσας. Παρά τα μέτρα αυτά πάντως το μίσος των δυτικών Ουκρανών εναντίον της Ρωσίας παρέμενε άσβεστο, όπως αποδείχθηκε κατά την εισβολή του γερμανικού στρατού στην Ουκρανία το 1941, οπότε δημιουργήθηκαν τάγματα που πολέμησαν με τούς Ναζί κατά του σοβιετικού στρατού.
Όπως προανέφερα, ο Στάλιν, εξαιτίας της ψύχωσης της εισβολής εκ δυσμών που διακατέχει κάθε Ρώσο (και όχι άδικα), απαίτησε στη Γιάλτα από τον Ρούσβελτ και τον Τσώρτσιλ και πέτυχε την προσάρτηση της ανατολικής Πολωνίας στην Ουκρανία και τη μετατόπιση των συνόρων της νικήτριας Πολωνίας προς τη Δύση σε βάρος της ηττημένης Γερμανίας. Στόχος του ήταν να αυξήσει το πλάτος τής “ζώνης ασφαλείας” γύρω από τη Ρωσία, η ειρωνεία της ιστορίας όμως είναι ότι έτσι περιέλαβε στο έδαφος της ‘αδελφής’ Ουκρανίας μεγάλο αριθμό ατόμων πολωνικής ρίζας και συνείδησης ή Ουκρανών εθνικιστών, άρα κατά τεκμήριο αντιρώσων... Από την περιοχή αυτή καταγόταν ο Πρόεδρος Γιούστσενκο, αλλά και οι ακραίοι εκείνοι εθνικιστές που πρωτοστάτησαν στα αιματηρά γεγονότα του Κιέβου τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2014 και στη συνέχεια ανέλαβαν ρόλο πολιτοφυλακής.
Όσον αφορά τα γεγονότα στο κέντρο τού Κιέβου που οδήγησαν στην αποπομπή του Γιανουκόβιτς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελούν παραβίαση του συντάγματος, αφού ο Γιανουκόβιτς ήταν ο νόμιμος Πρόεδρος της χώρας και εξαιτίας των λανθασμένων επιλογών του, ιδίως δε εξαιτίας της αιματηρής καταστολής των διαδηλώσεων, είχε αναγκαστεί να συμφωνήσει σε πρόωρες εκλογές, οι οποίες θα έδιναν -δημοκρατική- διέξοδο στην κρίση. Η συμφωνία αυτή που επιτεύχθηκε στις 21 Φεβρουάριου 2014 με τη μεσολάβηση ορισμένων ευρωπαίων Πρέσβεων ανατράπηκε την επομένη, όταν 50 βουλευτές του κόμματός του μεταπήδησαν στην Αντιπολίτευση και αποφάσισαν την καθαίρεση του!
Για όσους ζήσαμε στην Ουκρανία τα τελευταία χρόνια το πως έγινε ή ξαφνική μαζική ‘μεταπήδηση ’ αυτή είναι πολύ εύκολο να εξηγηθεί. Η οικονομική και κοινωνική καταστροφή τής χώρας ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Ε.Σ.Σ.Δ. σε συνδυασμό με την έλλειψη δημοκρατικής συνείδησης και δοκιμασμένων θεσμικών οργάνων οδήγησε στην πλήρη εξαχρείωση της πολιτικής ζωής της χώρας. Την εξουσία κατέλαβαν οι λεγόμενοι ‘ολιγάρχες’ χρησιμοποιώντας τη μυθώδη περιουσία τους για να εξαγοράζουν τις ψήφους ώστε να εκλέγονται βουλευτές και μέσω του ‘αξιώματος’ αυτού να την αυξάνουν ακόμη περισσότερο. Τα άτομα αυτά δεν είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να μεταπηδήσουν από το ένα κόμμα στο άλλο, αν αυτό εξυπηρετούσε τα οικονομικά τους συμφέροντα, και αυτό είχε συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν. Το ίδιο προφανώς συνέβη και στις 22 Φεβρουάριου: βλέποντας ότι ο Γιανουκόβιτς χάνει το παιχνίδι, οι ολιγάρχες βουλευτές πήγαν μέ τούς ‘νικητές’.
Αντίθετα, ανεξήγητη είναι η στάση της Δύσης στα γεγονότα του Κιέβου. Από την παραλίγο υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ε.Ε. - Ουκρανίας από τον Γιανουκόβιτς και τούς ευρωπαίους ηγέτες το Δεκέμβριο 2013 φτάσαμε να βλέπουμε κάποιους από αυτούς ένα μήνα μετά πάνω στα φλεγάμενα οδοφράγματα μαζί με οπλισμένους Ουκρανούς εθνικιστές! Θα ήταν σαν να βλέπαμε το Ρώσο Πρόεδρο ή το Ρώσο ΥΠ.ΕΞ. να πρωτοστατούν σε βίαιες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Παρίσι ή μπροστά στο Λευκό Οίκο. Η απαράδεκτη για τα ευρωπαϊκά standards στάση αυτή της Ε. Ένωσης ασφαλώς δικαιολόγησε για πολλούς την αντίδραση της Μόσχας πού ήταν και αυτή αναμφίβολα μη νόμιμη από πλευράς διεθνούς δικαίου. Εξίσου απαράδεκτη ήταν και η στάση των Η.Π.Α., αν και αυτές μας έχουν συνηθίσει να επικαλούνται το διεθνές δίκαιο όταν τούς συμφέρει.
Όσο για τη Ρωσία, δεν χρειάζεται να είναι κανείς Kissinger για να αντιληφθεί ότι (όσο και αν αυτή ευθύνεται για την πεισματική στήριξη του Γιανουκόβιτς που δύο φορές στο παρελθόν είχε αποτύχει να κυβερνήσει τη χώρα) θα ήταν ανόητο η Δύση να ελπίζει ότι η Μόσχα δεν θα αντιδρούσε με όποια μέσα διαθέτει στον εναγκαλισμό της Ουκρανίας από το Ν.Α.Τ.Ο.
Από υπηρεσιακής πλευράς, η θητεία μου στην Ουκρανία ήταν αναμφισβήτητα ενδιαφέρουσα, αλλά συνάμα δύσκολη. Ενδιαφέρουσα, διότι συνέπεσε, όπως ανέφερα στην αρχή τού κεφαλαίου αυτού, με την ανάληψη της εξουσίας από τον φιλοδυτικό πολιτικό Γιούστσενκο σε συνεργασία με την εντυπωσιακής ομορφιάς, αλλά και ακραίου λαϊκισμού Τιμοσένκο, ανατρέποντας την μέχρι τότε φιλορωσική πολιτική της χώρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατέρμονες συγκρούσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή, αλλά και συχνές ‘κόντρες’ μεταξύ Κιέβου και Μόσχας, με αποκορύφωμα τις δυο ενεργειακές κρίσεις τού 2006 και 2009, υποχρεώνοντας τις ξένες Πρεσβείες να είναι σε συνεχή εγρήγορση. Η πολιτική της κυβέρνησης Bush υπέρ της ταχείας ένταξης της Ουκρανίας στο Ν.Α.Τ.Ο. ειδικότερα, αποτελούσε ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα, αφού αρκετοί Σύμμαχοι ήταν επιφυλακτικοί, διαβλέποντας ότι η αντίδραση της Μόσχας σε συνάρτηση με την επιφυλακτικότητα της πλειοψηφίας της ουκρανικής κοινής γνώμης θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Αλλά και η ουτοπική προσπάθεια της κυβέρνησης Γιούστσενκο να ενταχθεί το ταχύτερο στην Ε. Ένωση, επίσης απασχολούσε σε καθημερινή βάση τις κοινοτικές Πρεσβείες».
(«Διπλωματία και Ίντριγκα», εκδ. Παπαζήση, σ. 23)