Πέμπτη

Το Αγροτικό Ζήτημα: Πολιτικές εγκατάλειψης και απαξίωσης




Πάνος Γ. Πιπερόπουλος, Λέκτορας Πανεπιστημίου Μακεδονίας


Τις τελευταίες εβδομάδες οι Έλληνες είδαμε τους αγρότες να κόβουν την χώρα στα δυο, στα τρία και τελικά σε δεκάδες μικρά κομμάτια. Δημοσιογράφοι και «αναλυτές» στα τηλεοπτικά πρωινάδικα, μεσημβριανά, βραδινά και έκτακτα δελτία ειδήσεων, εφημερίδες, blogs και ραδιόφωνα και σε δημοσκοπήσεις προχώρησαν σε ποσοστά θετικών και αρνητικών αντιδράσεων, σε αξιολόγηση σωστών και μη χειρισμών της κυβέρνησης, και τελικά, αφού δόθηκαν υποσχέσεις για 500 εκ. ευρώ, τα περισσότερα από τα παραπάνω φαινόμενα μοιάζει προσωρινά να εκτονώθηκαν.

Περίμενα υπομονετικά να «λήξει» η προηγούμενη κατάσταση για να καταθέσω την άποψη μου για το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, καθώς, τόσο η λύση του προβλήματος, όσο και το ίδιο το πρόβλημα, απαιτούν μια ιστορική αναδρομή για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το πώς και το γιατί φτάσαμε για πολλοστή φορά στα μπλόκα των αγροτών.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι πολιτικές ανάπτυξης και οργάνωσης της Οικονομίας της Ελλάδος (και μην σας ξαφνιάσει εάν ακούσετε ότι η νοοτροπία παραμένει η ίδια μέχρι και σήμερα!) στηρίζονταν σε επενδύσεις με στόχο το γρήγορο κέρδος (εμπόριο και ελαφριά βιοτεχνία, εισαγωγές και εξαγωγές) χωρίς το κόστος και τον μακροχρόνιο σχεδιασμό που απαιτεί η βαριά βιομηχανία και ο αγροτικός τομέας, και κατ’ επέκταση η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας σε βάθος χρόνου. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο ελληνικός δημόσιος τομέας ήταν 7 φορές μεγαλύτερος από τον δημόσιο τομέα της Αγγλίας, και οι κυβερνήσεις συνέχιζαν να προσελκύουν τον κόσμο στα μεγάλα αστικά κέντρα αποδυναμώνοντας τον αγροτικό κόσμο και προσφέροντας απασχόληση στον διαρκώς διογκούμενο δημόσιο τομέα. Οι αγροτικές εκτάσεις ολοένα και κατακερματίζοντας σε μικρά χωράφια για να προσφέρουν δουλειά σε πρόσφυγες και στο φτωχό ελληνικό πληθυσμό της υπαίθρου. Ο κατακερματισμός αυτός σε χιλιάδες μικρά χωράφια («κλήροι» μερικών δεκάδων στρεμμάτων) ήταν και το πρώτο «καταστροφικό» κτύπημα στον αγροτικό τομέα.

Το δεύτερο κτύπημα ήρθε τις δεκαετίες του 1960-1980. Κατά τις δεκαετίες αυτές καμία ολοκληρωμένη και μακροπρόθεσμη προσπάθεια και σχεδιασμός δεν έγινε από τις κυβερνήσεις για να οργανωθούν οι αγρότες στην ελληνική ύπαιθρο σε επιχειρηματικές συστάδες κατά τα δυτικό-ευρωπαϊκά πρότυπα. Δεν δημιουργήθηκαν αγροτικές βιομηχανίες, δεν δημιουργήθηκαν και δεν ενισχύθηκαν τμήματα σε ελληνικά πανεπιστήμια και τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που θα βοηθούσαν στον εκσυγχρονισμό των γνώσεων των αγροτών και θα καθιστούσαν τα αγροτικά προϊόντα ελκυστικά και ανταγωνιστικά για εξαγωγικό εμπόριο προς τις χώρες τις δύσης και της ανατολής. Όπως και στους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά εργαστήρια δεν συνδέθηκαν ποτέ με τις πραγματικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων και του πρωτογενούς τομέα. Μια σύγκριση με την οικονομία της Δανίας καταδεικνύει την κατάσταση του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα,

«Το 1870 η Δανία ήταν κυρίως μια αγροτική οικονομία που συνδεόταν με τον κόσμο μέσω των εξαγωγών της στην Βρετανία... Δεκαετίες αργότερα οι καινοτομίες στον αγροτικό τομέα της Δανίας συνοδεύθηκαν με μια σημαντική κοινωνική καινοτομία – την εισαγωγή της συνεταιριστικά οργανωμένης ιδιοκτησίας του αγρό-βιομηχανικού τομέα. Αυτή η μορφή οργάνωσης αποδείχθηκε ένα αποδοτικό πλαίσιο για τον εκσυγχρονισμό των βιομηχανιών του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα... υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής στην ανάπτυξη, παραγωγή, και προώθηση τροφίμων ομοιόμορφων και υψηλών προτύπων. Η Κρατική ενίσχυση και στήριξη των έργων ανάπτυξης και του ποιοτικού ελέγχου εναρμονίσθηκε με τις προσπάθειες των συνεταιρισμών με στόχο την υψηλή και σταθερή ποιότητα. Η επιτυχία απεικονίζεται ακόμη και σήμερα με τα Δανέζικα προϊόντα όπως, το βούτυρο, το τυρί, το ζαμπόν και το μπέικον να κατέχουν τις πρώτες θέσεις σε πωλήσεις και να αποφέρουν σημαντικές εισροές ξένου κεφαλαίου και χρήματος στην χώρα.»

Σε αντίθεση, λοιπόν, με ότι έγινε και συνεχίζει να γίνεται στην Ελλάδα οι κυβερνητικές πολιτικές της Δανίας είχαν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και όραμα, λειτούργησαν επικουρικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συνεργασία των επιχειρήσεων και του αγροτικού τομέα, επένδυσαν σε έρευνα και ανάπτυξη καινοτομικών λύσεων για να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και να διατηρήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων χωρών με στόχο να επιτύχουν εξαγωγές και άρα εισροή χρήματος στην χώρα τους. Με άλλα λόγια κάνανε ΟΛΑ εκείνα που ΔΕΝ έκαναν οι ελληνικές Κυβερνήσεις!!!

Οι επιδοτήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων λειτουργούσαν και λειτουργούν πάντα σαν πυροσβεστικά μέτρα με σκοπό να δώσουν στον αγρότη μια ανάσα την χρονιά που την χρειάζεται φροντίζοντας να λήξουν τα μπλόκα και τίποτα περισσότερο! Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος κατά το έτος 2006 ο αγροτικός τομέας απασχολεί το 12% του συνολικού εργατικού δυναμικού, σημειώνοντας πτώση κατά 4% σε σύγκριση με το 2001.

Σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα (με στοιχεία από την ΕΣΥΕ), την τελευταία δεκαετία οι ελληνικές κυβερνήσεις και πολιτικές έχουν απαξιώσει και ξεχάσει τους αγρότες με αποτέλεσμα η συμμετοχή της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) του πρωτογενούς τομέα στην συνολική ΑΠΑ να βρίσκεται το 2007 μόλις στο 3.3%.

Χρονιά
Συμμετοχή Πρωτογενούς τομέα στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία

1995
9.85%

2000
6.10%

2004
4.65%

2007
3.36%



Το αγροτικό ζήτημα παραμένει άλυτο και θα παραμείνει έτσι για πολλά χρόνια απλά γιατί καμία κυβέρνηση στην Ελλάδα δεν έχει δείξει ως τώρα την ικανότητα και την δυνατότητα να καταστρώσει μακροπρόθεσμα στρατηγικά σχέδια ανάπτυξης για τον αγροτικό τομέα. Τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης εξαντλούνται σε επιδοτήσεις τρακτέρ και μηχανημάτων και όχι σε μοντέλα ανάπτυξης όπως της Δανίας και άλλων χωρών. Έτσι τις περισσότερες φορές οι επιδοτήσεις (που δεσμεύουν εθνικούς πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν διαφορετικά) στους αγρότες κρατάνε χαμηλές τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, το εισόδημα όμως του αγρότη δεν αυξάνεται γιατί οι χονδρέμποροι και τα καρτέλ (θυμόμαστε όλοι το καρτέλ των γαλακτοβιομηχανιών!) πληρώνουν εξαιρετικά χαμηλά την παραγωγή του αγρότη, και όμως πουλάνε 2-5 φορές πιο ακριβά τα προϊόντα στον Έλληνα καταναλωτή σε σχέση με τον μέσο Ευρωπαίο. Για παράδειγμα όταν το ένα λίτρο γάλα στην Ελλάδα κάνει περίπου 1.25 ευρώ και στην Αγγλία κοστίζει μόνο 0.66 ευρώ, ο Έλληνας καταναλωτής οφείλει να συνυπολογίσει ότι δεν είναι μόνο μισή τιμή στην Αγγλία αλλά ακριβώς επειδή ο κατώτερος μηνιαίος βασικός μισθός του Έλληνα είναι γύρω στα 700 ευρώ και του Άγγλου περίπου 1.400 τελικά το ένα λίτρο γάλα κοστίζει 4 φορές περισσότερο στον Έλληνα πολίτη και αυτό είναι κάτι που δεν το δείχνουν ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ τα ρεπορτάζ των ελληνικών καναλιών!

Ο Έλληνας καταλήγει ΤΡΙΠΛΑ ζημιωμένος από την κοντόφθαλμη «αγροτική πολιτική» καθώς:

(1) Πρώτον, τα χρήματα που προσφέρονται ως αποζημιώσεις και επιχορηγήσεις στους αγρότες ΔΕΝ αναπτύσσουν την οικονομία και δεν αντιμετωπίζουν σε μακροχρόνια προοπτική τα αγροτικά προβλήματα,

(2) Δεύτερον, εξαιτίας της παρεμβολής των κερδοσκόπων-μεσαζόντων οι καταναλωτές πληρώνουν σχεδόν σε τετραπλάσιες τιμές τα ίδια προϊόντα σε σχέση με τον Ευρωπαίο συμπολίτη τους.

(3) Τρίτον, σπαταλούνται Κοινοτικοί πόροι που θα μπορούσαν να αποδώσουν κέρδη εάν χορηγούνταν σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες.

Σε κάθε περίπτωση τα 500 εκ. ευρώ που ο κ. Χατζηγάκης και η ΝΔ υποσχέθηκαν να δώσουν στους αγρότες δεν πρόκειται κατά την ταπεινή μου άποψη να λύσουν το πρόβλημα. Χρειάζεται αυτό που έχω επισημάνει και σε άλλα άρθρα μου στην zougla.gr δηλαδή στρατηγικός και μακροπρόθεσμός σχεδιασμός για κάθε οικονομικό τομέα και κλάδο της Ελλάδος με μακροχρόνιο ορίζοντα, με σύγχρονα μοντέλα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης και όχι με πυροσβεστικά, ψηφοθηρικά μοντέλα που κατορθώνουν εφήμερα να κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.


Υστερογραφο

Εμεις απλα ρωταμε αν ο Πανος ειναι γιος του αλλου Πιπεροπουλου του καθηγητη και αν η παρουσια και των 2 στο Πανεπιστημιο Θεσαλονικης ειναι τυχαια!!!!η εχουμε ενα αλλο φαινοιμενο οικογενειοκρατιας στο πανεπιστημιακο φεουδο

Δεν υπάρχουν σχόλια: