|
Το όνομα της " Παρθένου Μαρίας", το ιερότερο ίσως πρόσωπο της Ορθοδοξίας, συνοδεύεται από ένα μεγάλο αριθμό προσωνυμιών που της έχουν δοθεί, λόγω των ιδιοτήτων της, του χρόνου που γιορτάζει, της θέσης που βρέθηκε η εικόνα της, της τοποθεσίας που βρίσκεται η εκκλησία της, όπως Παναγία η Γιάτρισσα, Παναγία η Μελικαρού, Παναγία Φοδελιώτισσα, Παναγία η Ανέμη, Παναγία η Θαλασσινή.
Στη Μάνη, την ονομάζουν Γιάτρισσα για τις θεραπευτικές της ικανότητες, στη Σαμοθράκη, Κουφή γιατί θεραπεύει προβλήματα ακοής, στις Σέρρες λεχούσα γιατί προστατεύει τις λεχώνες.
Λόγω τη τοποθεσίας που βρέθηκε η εικόνα της ή όπου υπάρχει ο ναός της, της δίδονται επίθετα όπως, Παναγία η Σουμελά (στο όρος Μελά), Παναγία η Μελικαρού (στη Σκύρο), Παναγία η Φοδελιώτισσα (στο Φόδελε Ηρακλείου), Παναγία η Λιθινιώτισσα (Λιθίνες Σητείας), Παναγία η Θαλασσινή, (στην Ανδρο, σε βράχο μέσα στη θάλασσα), Παναγία η Ανέμη, (στη Σαμοθράκη επειδή φυσά δυνατός άνεμος σε ξωκλήσι της).
Ιδιαίτερα γνωστά είναι επίσης τα επίθετα Μεγαλόχαρη και Φανερωμένη. Η δεύτερη προσωνυμία, αποδίδεται σε εικόνες που φανέρωσαν την ύπαρξη τους με κάποιο θαύμα. Πολλές φορές, αυτό γίνεται μέσω κάποιου οράματος, όπως η εμφάνιση της Παναγίας, στη μοναχή Πελαγία και η εν συνεχεία ανεύρεση της εικόνας της στις 30 Ιανουαρίου του 1823.
Προσωνυμίες της δίδονται επίσης, λόγω της ημερομηνίας που γιορτάζει. Έτσι στην Σίφνο, βρίσκεται η Παναγιά η Δεκαπεντούσα, (γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο), στη Σαντορίνη η Τριτιανή (γιορτάζει την τρίτη μέρα του Πάσχα), στη Σαμοθράκη η Εικοσπενταρούσσα ( γιορτάζει της Μεσοπεντηκοστή).
Από τις Θεομητορικές εορτές
Με αυτήν η Εκκλησία μας εορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου που περιλαμβάνει, πρώτο, το θάνατο και την ταφή της και, δεύτερο, την ανάσταση και τη μετάστασή της στους ουρανούς.
Στην Ελλάδα γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα σε πολλά μέρη της χώρας, ονομάζεται δε και «Πάσχα του καλοκαιριού».
To ιστορικό της Κοιμήσεως δεν αναφέρεται σε αρχαίες ιστορικές πηγές του Χριστιανισμού, αλλά σε μεταγενέστερες, και στην πατερική παράδοση.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι πηγές αυτές, η Θεοτόκος ειδοποιήθηκε από άγγελο του Θεού για τον επικείμενο θάνατό της.
Πήγε τότε ο Άγγελος και της είπε: «Αυτά λέγει ο Υιός σου: είναι καιρός να παραλάβω τη μητέρα Μου κοντά Μου. Γι’ αυτό να μην ταραχθείς, αλλά δέξου το μήνυμα με ευφροσύνη, επειδή μεταβαίνεις σε ζωή αθάνατη».
Μόλις το άκουσε η Θεοτόκος, χάρηκε πολύ και από τον πολύ πόθο της να μεταβεί στον μονογενή Υιό της, ανέβηκε με βιασύνη και προθυμία στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, διότι είχε αυτή τη συνήθεια, να ανεβαίνει συχνά σ’ αυτό το όρος. Τότε ακολούθησε θαύμα παράδοξο. Όταν ανέβηκε εκεί η Θεοτόκος, έκλιναν την κορυφή τους τα δέντρα, σαν να ήταν έμψυχα και λογικά, και την προσκύνησαν και έτσι έδειξαν το σεβασμό τους και τίμησαν την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου.
Αφού προσευχήθηκε αρκετά η Πανάχραντη, επέστρεψε στην οικία της. Άναψε φώτα πολλά, ευχαρίστησε τον Θεό και κάλεσε τις συγγενείς και τις γειτόνισσες. Στη συνέχεια, ετοιμάζει όλα τα απαραίτητα για τον ενταφιασμό της. Φανερώνει και στις άλλες γυναίκες τα λόγια που της είπε ο Άγγελος για της εις τους ουρανούς μετάστασή της και σαν απόδειξη των λόγων της, δείχνει το χαροποιό και νικητικό σημείο, που της έδωσε ο Άγγελος, ένα κλαδί φοίνικα.
Οι καλεσμένες γυναίκες, μόλις άκουσαν αυτό το λυπηρό μήνυμα, άρχισαν τους θρήνους και έπειτα παρακαλούσαν την Παναγία να μη τις αφήσει ορφανές. Και η Θεοτόκος τις βεβαίωσε ότι, αφού μετασταθεί στους ουρανούς, θα φυλάει όχι μόνον αυτές αλλά και όλο τον κόσμο. Με τέτοια παρηγορητικά λόγια στάματησε την υπερβολική λύπη τους.
Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ημέρα από την εμφάνιση του αγγέλου, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμησή της.
Μαζί με τους Αποστόλους ήρθε και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι ιεράρχες. Όλοι αυτοί, μόλις έμαθαν την αιτία για την οποία συνάχθηκαν αιφνιδίως και παραδόξως, έλεγαν στην Θεοτόκο: «όσο σε βλέπαμε, Δέσποινα, να ζεις και να μένεις στον κόσμο, παρηγορούμεθα σαν να βλέπαμε τον Υιόν σου. Επειδή όμως τώρα με τη βουλή του Υιού σου και Θεού μεταβαίνεις στα ουράνια, γι’ αυτό καθώς βλέπεις θρηνούμε και δακρύζουμε, αν και από την άλλη χαιρόμαστε για όσα θαυμαστά σου έγιναν». Τότε η Θεοτόκος τους αποκρίθηκε: «Μαθητές του Υιού μου και Θεού, μην κάνετε πένθος και λύπη τη χαρά μου».
Όταν ειπώθηκαν αυτά τα λόγια φτάνει και ο Απόστολος Παύλος. Έπεσε στα πόδια της Θεομήτορος, την προσκύνησε και την εγκωμίασε με πολλά ουράνια εγκώμια: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής, διότι αν και δεν έζησα σωματικώς κοντά στον Υιό σου, βλέποντας όμως εσένα, νόμιζα ότι έβλεπα Εκείνον».
Μετά αποχαιρετά όλους, ξαπλώνει πάνω στο νεκροκρέββατο, σταύρωσε τα χέρια της, προσφέρει δεήσεις και ικεσίες στον Υιό της για τη σύσταση και την ειρήνη όλου του κόσμου, γεμίζει τους Αποστόλους και ιεράρχες από την ευλογία του Υιού της που δίνεται απ’ αυτήν στους ανθρώπους, και έτσι αφήνει στα χέρια του Υιού της και Θεού την ολόφωτη και παναγία ψυχή της.
Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος άρχισε να λέει στην Θεοτόκο επιτάφια εγκώμια, ενώ οι άλλοι Απόστολοι σήκωσαν το νεκροκρέβατο. Άλλοι προπορεύονταν βαστάζοντας λαμπάδες και ψάλλοντας ύμνους και άλλοι ακολουθούσαν ως το τάφο το σώμα της Θεομήτορος. Ακούγονταν και Άγγελοι από τον ουρανό που έψαλλαν και γέμιζαν τον αέρα οι μελωδίες τους.
Όλα αυτά μην υποφέροντας να βλέπουν και να ακούν οι άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησαν κάποιους από το λαό και τους έπεισαν να παρεμποδίσουν την πομπή. Όμως η θεία δίκη πρόφτασε και παίδεψε τους τολμήσαντας με το να τους τυφλώσει.
Έπειτα οι έφτασαν οι Απόστολοι στη Γεσθημανή, ενταφίασαν το πάναγνο σώμα της Θεοτόκου και περίμεναν εκεί τρεις μέρες ακούγοντας ακαταπαύστως σε όλο αυτό το διάστημα τους ύμνους και τις μελωδίες των αγίων Αγγέλων.
Μετά από τρεις ημέρες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και αναλήφθηκε στους ουρανούς. Και βέβαια όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό, αναφωνεί: «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής».
Τι σημαίνει: Μαρία - Θεοτόκος - Παναγία
Μαρία
Ασφαλώς δεν είναι γνωστό σε πολύ κόσμο το τι σημαίνει το όνομα Μαρία, και το οποίο είναι το καθ' αυτό όνομα που της δόθηκε αρχικά, και που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη και δεν της δόθηκε τυχαία.
Το όνομα Μαρία παράγεται από το εβραϊκό Αϊός το οποίο δηλοί Κύριος και ερμηνεύεται Κυρία διότι, ως Μήτηρ Θεού κυριεύει και εξουσιάζει ουράνια και επίγεια κτίσματα. Έχει δε την κυριότητα της δυνάμεως επειδή το θεμέλιο της κυριότητος είναι η δύναμις.
Θεοτόκος
Το καθ' εξοχήν θεολογικό όνομα της Μητέρας του Θεού είναι Θεοτόκος.
«Θεοτόκον ωνόμασαν την Παρθένον Πατέρες προ της Γ' Οικουμενικής Συνόδου. Στη δε Σύνοδο αυτή εδιωρίσθη το πρώτον να καλείται Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία. Ακόμη η Σύνοδος αύτη την γλυκυτάτην ταύτην της Παρθένου προσηγορίαν επικυρώσασα, ως όρον δογματικόν εις πάσαν την οικουμένην παρέδωσε. Πρώτος γαρ ο Ωριγένης Θεοτόκον την Παρθένον εκάλεσε... Ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος, γράφων προς Νεστόριον λέγει, ότι και ο Μέγας Αθανάσιος Θεοτόκον αυτήν και ωνόμασε και ωμολόγει».
Παναγία
Το προσφιλέστατο όνομα της Παναχράντου Δέσποινας είναι χωρίς άλλο το «ΠΑΝΑΓΙΑ». Πότε ιστορικά έλαβε αυτή την προσωνυμία η Παρθένος;
«Αποδίδεται εις την Θεοτόκον και σταθεροποιείται δι ατυήν η προσωνυμία «Παναγία». Ταύτην γνωρίζει ως επικρατούσαν πλέον κατά τον Ε' αιώνα ο Βασίλειος Σελευκείας . Βραδύτερον κατά τον Ζ' αιώνα, ο Ανδρέας Κρήτης αποκαλεί επιμόνως την Άχραντον «αγιωτέραν των αγίων» .
Το όνομα Μαρία περιγράφει τα χαρίσματα της Παναγίας.
Της έδωσαν τ όνομα της γιαγιάς της, όμως το καθένα από τα πέντε γράμματα του ονόματός της παραπέμπεικαι σε ένα γυναικείο πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης το οποίο διακρίθηκε για μία τουλάχιστον αρετή:
η Μ- αριάμ, για την αγνότητά της
η Α- βιγαία (πηγή χαράς) για ταπείνωση και σωφροσύνη
η Ρ- αχήλ (αμνάδα) για την ομορφιά της
η Ι- ουδήθ, για την ανδρειοφροσύνη και την πίστη της
η Ά- ννα (Θεία Χάρη) για την υπομονή της.
Σύντομα η μοναδική ζωή της Παναγίας
Κατά το λεγόμενο, «πρωτευαγγέλιο» του Ιακώβου του αδελφοθέου, ο ιερέας Ματθάν (23ος απόγονος του Δαβίδ, κατά τον γενεαλογικό πίνακα του Ευαγγελιστή Ματθαίου), παντρεύτηκε τη Μαρία και μαζί απέκτησαν τον Ιακώβ, τον πατέρα του Ιωσήφ, του μνήστορος της Παναγίας, και τρεις κόρες:
τη Μαρία, η οποία γέννησε τη Σαλώμη τη μαία,
τη Σοβή, η οποία γέννησε την Ελισάβετ, τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου και
την Άννα, η οποία γέννησε τη Μαρία, τη μητέρα του Χριστού.
Η Άννα , παντρεύτηκε σε ηλικία 20 ετών, τον τριαντάχρονο τότε Ιωακείμ, ο οποίος καταγόταν απ τη γενιά του Δαβίδ, όπως κι εκείνη. Όμως πέρασαν 40 χρόνια έγγαμου βίου και ο Ιωακείμ και η Άννα δεν είχαν αποκτήσει παιδί. Η ατεκνία στην εποχή τους ήταν μεγάλη ντροπή. Αλλά αυτή τη ντροπή την έφερναν πάνω τους και οι δυό τους αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα απέναντι στο Θεό. Υπέμεναν το θέλημά Του, Τόν θερμοπαρακαλούσαν, πίστευαν με απλοϊκή και πηγαία πίστη στην παντοδυναμία Του και περίμεναν…
Απέναντι στη τόση πίστη, υπομονή και προσευχή ο Θεός απάντησε με πολλαπλά μεγάλα θαύματα. Στέλνει τον άγγελό Του και λύει την ατεκνία της Άννας (9 Δεκεμβρίου). Και η γριά και στείρα Άννα, ως άλλη Σάρα, θα μείνει έγκυος και στα 60 της χρόνια θα γεννήσει και θ‘ αποκτήσει (8 Σεπτεμβρίου, ημέρα Δευτέρα του έτους 15 π.Χ.) κόρη. Και τι κόρη(!) τη Μαρία, τη μετέπειτα Παναγία Δέσποινα.
Τής έδωσαν τ όνομα της γιαγιάς της, όμως το καθένα από τα πέντε γράμματα του ονόματός της παραπέμπει και σε ένα γυναικείο πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης .
Στο δώρο αυτό του Θεού οι ευσεβείς γονείς της Μαρίας, απαντούν με αντίδωρο. Προσφέρουν στο Θεό εκείνο που τους πρόσφερε. Φέρνουν στο ναό και αφιερώνουν στο Θεό την τρίχρονη κορούλα τους.
Μεγάλη η καρδιά τους – Μεγάλη η απόφασή τους – Μεγάλη η πίστη τους.
Το τρίχρονο κοριτσάκι τρέχοντας ανέβηκε τα σκαλοπάτια του ναού κι έπεσε στην αγκαλιά του αγίου αρχιερέα Ζαχαρία. Εκείνος προφανώς, γνωρίζοντας ποιό είναι το θέλημα του Θεού γι αυτό το παιδί, γεμάτος χαρά, αφού πρώτα πείθει τον λαό για το σωστό της παράδοξης απόφασής του, οδηγεί (21 Νοεμβρίου) τη μικρή κόρη στα «Άγια των Αγίων» του ναού , εκεί δηλαδή που μόνο ο αρχιερέας έμπαινε κι αυτός μια φορά το χρόνο.
Εκεί φυλάσσονταν από τους ισραηλίτες τα ιερότερα των κειμηλίων τους, η κιβωτός της Διαθήκης που περιείχε τις πλάκες με τις δέκα εντολές, η ράβδος του Ααρών και το δοχείο με το μάννα.
Εκεί θα παραμείνει επί 12 συναπτά έτη η πιο αγνή ψυχή από την αρχή του κόσμου, η μικρή Μαρία, ζωντας με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, υπακοή
Στά εννέα της χρόνια θα γνωρίσει την πίκρα της ορφάνιας, καθώς θα στερηθεί και τους δυό αγαπημένους γονείς της.
Έτσι οι ιερείς του ναού και οι συγγενείς της, όταν πλέον ήρθε η ώρα (σε ηλικία 15 ετών) να αφήσει το ναό και να βγεί έξω στον κόσμο, αποφασίζουν να μην την αφήσουν μόνη εκτεθειμένη στους κινδύνους της ζωής, αλλά να την προστατεύσουν.
Τήν θέτουν υπό την προστασία του Ιωσήφ, ενός μακρινού συγγενή της , του οποίου η γυναίκα είχε πεθάνει και του είχε ήδη αφήσει 7 παιδιά, 4 αγόρια και 3 κορίτσια (τα οποία αργότερα θα θεωρηθούν από τον κόσμο και σύμφωνα με το νόμο της εποχής, ως αδέλφια του Ιησού Χριστού). Η απόφασή τους αυτή επικυρώθηκε με θαυμαστό τρόπο, καθώς κατά την εκλογή του Ιωσήφ ως μνηστήρα της Μαρίας, ένα περιστέρι βγήκε από τη ράβδο του και πέταξε πάνω από το κεφάλι του. και τρεφόμενη από αγγελικά χέρια, καθώς εκείνη έμελλε να αναδειχθεί μεγαλύτερη κι από τα «Άγια των Αγίων» και να γίνει η νέα κιβωτός που μέσα της θα στέγαζε τον Λόγο του Θεού.
Ο Ιωσήφ παρέλαβε τη 16χρονη Μαρία, παρά τους δισταγμούς που είχε, επειδή ήταν χήρος με παιδιά και μεγάλος σε ηλικία (75 ετών).
Η Μαρία δεν πρόλαβε να κλείσει χρόνο στη νέα της ζωή κι ένα ανοιξιάτικο κυριακάτικο απόγευμα στις 25 του Μαρτιού, ενώ με το νού και την καρδιά της ήταν προσηλωμένη στην νοερά προσευχή, με τα χείλη σιγόψελνε ύμνους στο Θεό και με τα χέρια χρυσοκένταγε το νέο «καταπέτασμα» του ναού, άκουσε από τ Αρχαγγελικά του Γαβριήλ τα χείλη, την εκπλήρωση του «πρωτευαγγελίου». «Χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία!. Ο Κύριος μετά σού». Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να συμβεί το ποθούμενο, καθώς αγιωτέρα και καθαροτέρα ψυχή δεν υπήρξε μέχρι τότε, ούτε θα υπάρξει σαν αυτή της Παναγίας. «Μή φοβάσαι, Μαρία, θα γεννήσεις το Γιό του Υψίστου. Πνεύμα Άγιο θα σε επισκιάσει». Και η απάντησή της που ακολούθησε τους πρώτους ανθρώπινους δισταγμούς της: «Ιδού, η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Η σωτήρια απάντηση που περίμενε όλος ο κόσμος, δόθηκε.
Η Μαρία έγκυος. Δεν το χωράει ο νούς του δίκαιου Ιωσήφ. Όμως Άγγελος Κυρίου θα τον ενημερώσει για τα συμβάντα και έτσι εκείνος, μπροστά στα μάτια του κόσμου θα πάρει την ευθύνη και θα καλύψει την Παρθένο.
Η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ θα γίνει μάνα όντας παρθένος. Παρθένος πριν, κατά και μετά τον τοκετό. Αυτή είναι η πίστη της Εκκλησίας. Γι αυτό και στις εικόνες της αγιογραφείται με τρία αστέρια (δυό στους ώμους και ένα στο μέτωπο) πάνω στην εσθήτα της και υμνολογείται ως « Νύμφη ανύμφευτη».
Το γεγονός αυτό βέβαια, δεν μπορεί να το χωρέσει ο νούς όχι μόνο του Ιωσήφ, μά και κάθε ανθρώπου. Κι όμως η εξαδέλφη της Μαρίας η Ελισάβετ, φωτιζόμενη από το πνεύμα του Θεού, θα το πεί: «ήρθε σε μένα η μήτηρ του Κυρίου μου» και το βρέφος που είχε στην κοιλιά της θα σκιρτήσει με την παρουσία της Παρθένου Μαρίας.
Ακολουθεί το ταξίδι προς την Βηθλεέμ τη γενέτειρα του Ιωσήφ, για να απογραφούν εκεί ο ίδιος και η Μαρία, σύμφωνα με την διαταγή του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου
«Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικτε πάσιν η Εδέμ».
Σ αυτό το άσημο χωριό που βρίσκεται 10 χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ θα γεννήσει η Παρθένος σ έναν στάβλο και θα εναποθέσει σ ένα παχνί τον κτίσαντα τον κόσμο όλον.
Ο Εμμανουήλ (=ο Θεός είναι μαζί μας) είναι εδώ κι η μάνα του κρυφά Τόν καμαρώνει, καθώς απλοϊκά τσομπανόπουλα Τόν προσκυνούνε, άγγελοι Τόν υμνούνε, άδολα ζώα Τόν ζεσταίνουν με τα χνώτα τους, μάγοι (σπουδαγμένοι πανεπιστήμονες του καιρού τους) Τόν χρυσώνουν.
Στις 8 μέρες ακολουθεί η περιτομή και η ονοματοδοσία του νεαρού αγοριού. Ιησούς θάναι τ όνομά Του.
Στις 40 μέρες οι ευλογημένοι γονείς του Ιησού, ακολουθώντας την παράδοση και το νόμο του Μωυσή, θα φέρουν το παιδί στο ναό, για να πάρουν όλοι μαζί την ευλογία του Θεού και να συνεχίσουν έτσι οι γονείς με δύναμη και φρόνηση, την ανατροφή του παιδιού τους.
Θα ακολουθήσει η φυγή της αγίας οικογένειας στην Αίγυπτο, κατόπιν αγγελικής προτροπής, για να γλιτώσει ο μικρός Ιησούς από το φονικό μαχαίρι του Ηρώδη. Αγόγγυστα και με χαρά η Μαρία θα υποφέρει τον ξεριζωμό από το σπίτι και τον ξενιτεμό προς χάριν του παιδιού της.
Δεν θα αργήσει όμως να έλθει και η ποθητή μέρα της επιστροφής στην πατρίδα και η εγκατάσταση της ιερής οικογένειας στη Γαλιλαία.
Τήν Παναγία θα την ξανασυναντήσουμε στα ευαγγέλια. Θα ψάχνει εναγωνίως το δωδεκάχρονο πια αγόρι της, που Το είχε χάσει, κατά την επιστροφή της οικογένειας από το ναό των Ιεροσολύμων, όπου είχαν πάει για την εορτή του Πάσχα. Άραγε μέσα σε τι αγωνία θα ζούσε η αγία της ψυχή εκείνες τις τρεις ημέρες που πέρασαν, προτού βρεί τον Ιησού να διδάσκει στο σπίτι του πατέρα Του, τους σοφούς αρχιερείς του ναού;
Τή λαχτάρα που της έδωσε τότε ο Γιός της, θα της την ξεπληρώσει όταν πια τριαντάχρονος θ αρχίσει το δημόσιο έργο Του.
Γιά χάρη της μητέρας Του τότε θα κάνει το πρώτο θαύμα Του, αν και ήταν παράκαιρο όπως της είπε. Εντούτοις, θα κάνει το νερό κρασί στον εν Κανά γάμο για να συνεχισθεί το γλέντι και η χαρά των παρευρισκομένων σ αυτό το γιορτάσι, διότι… Εκείνη Τού το ζήτησε!
Σε κάποια άλλη στιγμή όμως, όταν Τόν αναζητούσαν η μητέρα του και τ αδέρφια Του, θα πεί πώς μητέρα μου κι αδέρφια μου είναι εκείνοι που εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού.
Οι καλοθελητές θα σχολιάσουν πώς πλήγωσε μ αυτά τα λόγια, τη μητέρα Του.
Λέτε, αλήθεια, να αδιαφορούσε τόσο πολύ για Εκείνη ο Κύριος;
Ποιος; Εκείνος, ο οποίος, όταν ήταν καρφωμένος πάνω στο Σταυρό, και φρικτά υπέφερε, εντούτοις νοιάστηκε για ΄κείνη, για να μην μείνει μόνη και απροστάτευτη μετά το θάνατό Του και την έθεσε υπό την προστασία του αγαπημένου Του μαθητή, του Ιωάννη.
Κι Εκείνη λέτε να μη γνώριζε τη σημασία των παραπάνω λόγων του παιδιού της, όταν ήταν:
Εκείνη που Τόν γέννησε και Τόν ανέθρεψε;
Εκείνη που Τόν παράστεκε σ όλες τις περιοδείες Του;
Εκείνη που στο Γολγοθά επάνω και κάτω απ το Σταυρό του παιδιού της ανήμπορη και μόνη παρακολουθεί τα φρικτά γενόμενα?
Εκείνη που κατά την αποκαθήλωση έλουσε με τα δάκρυά της, μύρωσε και νεκροπρεπώς ενταφίασε το πανάγιο σώμα του Γιού της;
Εκείνη που μπροστά στα μάτια της Γιός της και Σωτήρας του κόσμου, αναλήφθηκε στους ουρανούς;
Εκείνη που κατά την ημέρα της Πεντηκοστής έλαβε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ το Άγιο Πνεύμα, μαζί με τους Αποστόλους;
Εκείνη που ξεκίνησε μετά από τον κλήρο που της έλαχε, να πάει να κηρύξει το Γιό της στην Ιβηρία;
Αλλά τελικά, το θέλημα του Γιού της ήταν να βρεθεί στη χερσόνησο του Άθωνα και αυτός ο ευλογημένος τόπος να της παραχωρηθεί από τον ίδιο τον Κύριο, από τότε και έως τα τέλη των αιώνων ως περιβόλι δικό της.
Η Παναγία γνώριζε από τον την ώρα του Ευαγγελισμού της όλα τα μελλούμενα, αλλά «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής»
Μιά συνεχής σιωπή, προσευχή, διακριτική υπομονή και ταπείνωση, ήταν η ζωή της.
Κι έτσι συνέχισε να πολιτεύεται και μετά την Ανάληψη του Γιού της στους ουρανούς.
Ξενυχτούσε στην προσευχή. Και δεν προσευχόταν όρθια ή γονατιστή. Χρωμάτιζε την προσευχή της με τις επίμονες γονυκλισίες . Έκανε τόσες πολλές μετάνοιες, ώστε στα αγία γόνατά της σχηματίστηκαν «κόμποι» . Το δε μάρμαρο που ακουμπούσαν τα γόνατά της …βαθούλωσε!!!
Μετά την ολονύκτια προσευχή της, ξάπλωνε για λίγο, έχοντας σά στρώμα μία πέτρα.
Η δε προσευχή της έκανε θαύματα! Θεράπευε άρρωστους, έβγαζε δαιμόνια κ.λ.π.
Όμως η φιλεύσπλαχνος Παρθένος δεν είχε περιορισθεί μόνο στην προσευχή, αλλ είχε ανοιχθεί και προς τον κόσμο. Δεν επικοινωνούσε μονό με το Θεό, αλλά και με τον κόσμο. Τή νύχτα δηλαδή την είχε αφιερώσει στην επικοινωνία της με το Θεό και την ημέρα στην επικοινωνία της με το συνάνθρωπο.
* Υποδεχόταν τους ξένους με πλατειά καρδιά. Και τους περιποιόταν.
* Έκανε ελεημοσύνες.
* Έτρεχε στα ορφανά, στις χήρες, στους καταπονημένους, στους θλιβομένους.
Ώσπου ήρθε η ώρα σε ηλικία άγνωστη σε μας (άλλοι λένε 59 ετών και άλλοι 74 και κάτι, που είναι ίσως και το πιθανότερο), να πάει να συμβασιλεύσει στους ουρανούς μαζί με τον Γιό της .
Ο Άγγελος Γαβριήλ της φέρνει την είδηση της αναχώρησής της μετά τρεις ημέρες στους ουρανούς, προσφέροντάς της ένα κλαδί φοίνικα που είναι σύμβολο αθανασίας.
Στο διάστημα των τριών ημερών, έκανε όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες που επιβάλλεται να γίνουν γι αυτό το ταξίδι.
Προσευχήθηκε στο αγαπημένο της όρος των Ελαιών κι εκεί τα δέντρα έκλιναν τις κορφές τους για να την προσκυνήσουν, να την τιμήσουν και να την αποχαιρετήσουν.
Μά τα θαυμάσια του Θεού δεν έχουν τελειωμό. Οι Απόστολοι είχαν διασκορπιστεί στα πέρατα της γης για να κηρύξουν «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον». Τήν ημέρα της κοιμήσεως της Θεοτόκου όμως, σύννεφα τους άρπαξαν και τους μετέφεραν «Γεσθημανή τώ χωρίω», στο σπίτι της Παναγίας.
Κι Εκείνη τους μιλάει, τους νουθετεί, τους καθοδηγεί και τους παρηγορεί, με την απαράμιλλη γλυκύτητα που την διακρίνει πάντα. Και όταν ήρθε η ώρα (9 το πρωί της 15ης Αυγούστου), παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του ίδιου του Γιού της, ο Οποίος τότε εκπλήρωσε και την επιθυμία της, να δεί από κοντά τους τόπους όπου πήγε Εκείνος για να ελευθερώσει τους Προπάτορες, αλλά να δεί και τους βασάνους των αμαρτωλών στην κόλαση.
Όταν λοιπόν, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ πήγε την ψυχή της στον χώρο εκείνο, τόσο συγκλονίσθηκε η Θεοτόκος από το φοβερό θέαμα των βασανισμένων στην κόλαση που παρακάλεσε τον Γιό της γι αυτούς τους δυστυχείς. Και Εκείνος για το δικό της χατήρι κάθε χρόνο και για πενήντα ημέρες (από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή), απελευθερώνει τους κολασμένους από τα δεσμά της κόλασης.
Όταν η Παναγία άφησε την τελευταία γήινη πνοή της, ο Πέτρος πρώτος της ψάλλει επιτάφια εγκώμια και οι υπόλοιποι Απόστολοι σηκώνουν το νεκροκρέββατό της και προχωρούνε προς το μνήμα για να ενταφιάσουν το πανάγιο σκήνος της.
Όμως οι Ιουδαίοι δεν σέβονται ούτε αυτή την ιερή για κάθε άνθρωπο στιγμή. Ένας απ αυτούς μάλιστα, ο Ιεφονίας έπιασε το νεκροκρέββατο της Παναγίας με σκοπό να το ανατρέψει. Παρευθύς του κόβονται, από αόρατο σπαθί, τα βέβηλα χέρια του. «Μητέρα του Κυρίου και Θεού μου συγχώρα με» φωνάζει. Και αμέσως επανασυγκολούνται τα κομμένα μέλη του σώματός του.
Άλλοι από τον ιουδαϊκό όχλο που ακολουθούσε οργισμένος και με σκοπό να επιτεθεί στη νεκρική πομπή, τυφλώνονται. Όσοι απ αυτούς πίστεψαν στο Χριστό και την μητέρα Του, θα βρούν το φώς τους, όταν ο θεραπευμένος πλέον Ιεφονίας, παίρνει από τα χέρια του Πέτρου το φοίνικα που είχε δώσει ο Γαβριήλ στην Παναγία και τους ακουμπάει στα μάτια.
Όμως και πάλι κατά θεία ευδοκία, «είς εκ των δώδεκα», ο Θωμάς, απουσιάζει από τα γενόμενα. Αρπάζεται από σύννεφο, μόλις την τρίτη ημέρα από την κοίμησή της και μεταφέρεται στη Γεσθημανή. Εκεί βλέπει την Παναγία να ανεβαίνει σύσσωμη στους ουρανούς και να του δίνει, ως ιερό ενθύμιό της, την αγία ζώνη της, η οποία σήμερα φυλάσσεται ως θησαυρός πολυτιμότατος στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους.
Συναντά, λοιπόν, ο Θωμάς τους υπόλοιπους Αποστόλους, οι οποίοι επί τρεις ημέρες δεν έφυγαν πάνω από τον τάφο της Παναγίας, και τους θερμοπαρακαλεί να ανοίξουν τον τάφο της, να την δεί και να την αποχαιρετήσει κι αυτός. Και ώ του παραδόξου θαύματος, όταν άνοιξαν τον τάφο διαπίστωσαν ότι αυτός ήταν άδειος από το πανάχραντο σώμα της Θεοτόκου. Στόν τάφο μέσα είχε μείνει μόνο το σεντόνι με το οποίο τύλιξαν κατά τον ενταφιασμό το νεκρό σώμα της.
Η Παναγία μετέστη σωματικώς στους ουρανούς. Δεν ανέστη απλώς εκ του τάφου, όπως ο Κύριος, αλλά και μετέβη ταυτόχρονα ολόσωμη στους ουρανούς, όπως την είδε ο Θωμάς. Έτσι θα τη δούνε, μετά από λίγες ημέρες, όλοι οι μαθητές να τους χαιρετά και να τους διαβεβαιώνει: «Χαίρετε, ότι μεθ ημών ειμί πάσας τας ημέρας», κι εκείνοι θα αναφωνούν: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ημίν».
Δεν έχουμε λοιπόν, μόνο ανάσταση, την πρώτη που ενεργεί ο αναστημένος Χριστός και αυτή προς χάρη της μητέρας Του, αλλά και ανάληψη συνάμα, της Θεοτόκου στους ουρανούς. Γι αυτό και εορτάζουμε το μικρό Πάσχα του καλοκαιριού, τον Δεκαπενταύγουστο, όχι τον θάνατο, αλλά την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς για να τιμήσει την Πάναγνη μορφή της, «ιστόρησε» πάνω από 70 εικόνες της Παναγίας. Τήν πρώτη εικόνα της Παναγίας που έφτιαξε, την έφερε στην Κυρία Θεοτόκο κι εκείνη την ευλόγησε. Σύμφωνα με την παράδοση, εικόνες της Παναγίας που έχει φτιάξει ο Ευαγγελιστής Λουκάς είναι η Μεγαλοσπηλιώτισσα στα Καλάβρυτα, η Παναγία Σουμελά στη Βέροια, η Κυκκώτισσα στην Κύπρο, η Ελεούσα στη Βίλνα της Ρωσίας και η Προυσιώτισσα στην Ευρυτανία.
Οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης πάλι, σύμφωνα με την παράδοση, όταν ακόμη ήταν εν ζωή η Υπεραγία Θεοτόκος, για να την τιμήσουν, έχτισαν, στην περιοχή Λύδδα της Παλαιστίνης, την πρώτη εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στο όνομά της, την οποία μάλιστα η ίδια η Παναγία εγκαινίασε με την παρουσία της.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είπε κάποτε. Ένα δάκρυ της μητέρας μου αθώωσε πολλούς. Αλήθεια πόσους έχουν αθωώσει τα δάκρυα και η μεσιτεία της Μεγάλης Μάνας μας της Παναγίας!
Η αγιότητα σε μια ψυχή αυξάνει όσο πιο πολύ αυξάνει η ευλάβειά της προς την Παναγία. Αδύνατον να χάσει την ψυχή του εκείνος που τιμά την Παναγία.
Η Παναγία διδάσκει τους Αποστόλους
Βλέποντας την αγάπη και τη θλίψη τους η Παναγία τους απευθύνει μία τελευταία διδαχή.
<<Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς μέγας και ισχυρός και είχε δυο δούλους και άκουσε πως σε κάποιο τόπο γίνεται μεγάλο πανηγύρι και οι άνθρωποι κάνουν μεγάλη πραγματεία (επίπονη εργασία). Φωνάζει τους δυο δούλους του και τους λέγει: Πηγαίνετε στο πανηγύρι και κάνετε πραγματεία εκεί.
Σε ένα μήνα να γυρίσετε πίσω, γιατί όποιος αργήσει θα αποκεφαλιστεί.
Πήραν πολλά χρήματα (χαρίσματα) οι δούλοι και πήγαν στο πανηγύρι. Ο ένας εξ αυτών άγνωστος και ανόητος καθώς ήταν επέλεξε να αγοράσει πράγματα που έλειπαν από το βασιλέα και νόμιζε πως τα έχει ανάγκη. Αγόρασε σπίτια, εργαστήρια και χωράφια, όσα δηλαδή ο βασιλιάς δεν είχε ανάγκη και τον άφηναν παντελώς αδιάφορο. Μέχρι να σπείρει ο δούλος αυτός τα χωράφια, να φτιάξει τα εργαστήρια και να επιδιορθώσει όσα σπίτια ήταν χαλασμένα πέρασαν τέσσερις μήνες ίσως και περισσότεροι.
Ο άλλος δούλος, καθώς ήταν φρονιμότερος αγόρασε πολύτιμους λίθους και γύρισε αμέσως στο βασιλιά καί ο βασιλιάς τον τίμησε και τον δόξασε επειδή φάνηκε αντάξιος της εμπιστοσύνης του ο πρώτος δούλος λοιπόν αποκεφαλίστηκε και θεωρήθηκε εχθρός του βασιλιά.
Έτσι είστε και εσείς όλοι οι Απόστολοι του Υιού μου.... σας έστειλε ο αγαπημένος μου Υιός να πάτε στον κόσμο σαν πραματευτάδες και να κερδίσετε τις ψυχές των πλανεμένων ανθρώπων, που άκουσαν το όνομά Του. Και αν κάποιος από εσάς φίλοι μου και παιδιά μου, φανεί φίλος του διδασκάλου του Υιού μου, αυτόν θέλει να τιμήσει και αυτός στην βασιλεία του. Και εάν δεν θέλετε να αρέσετε στον διδάσκαλό σας, μοναχοί σας θα δεινοπαθήσετε.
Γι’ αυτό παιδιά μου αγαπημένα τρέξτε να κηρύξετε, να φωτίσετε, να καθοδηγήσετε τον πεπλανημένο κόσμο, για να τον κερδίσετε και να τον πάτε στη βασιλεία του Υιού μου. Μη φοβάσθε από τους βασιλείς, όπου μπορούν μόνο το σώμα σας να βλάψουν ενώ στη ψυχή σας δεν δύνανται να κάμνουν τίποτε αλλά να φοβάσθε το Θεό, όπου δύναται και το σώμα και τη ψυχή σας να ζημιώσει , όπως ακριβώς σας το έλεγε ο Υιός μου. Να έχετε αγάπη και ειρήνη μεταξύ σας, να χαίρεσθε και να ευφραίνεσθε γιατί είναι πολύς ο μισθός σας στην βασιλεία των ουρανών Μπορεί λοιπόν εγώ να μεταβαίνω στη βασιλεία του Υιού μου αλλά πάντοτε θα είμαι μαζί σας και θα σας στηρίζω και θα σας παρηγορώ στις θλίψεις σας.>>
Αυτά είπε και άλλα πολλά η Παναγία προς τους Αποστόλους και ευθύς έκλεισε τους αγίους της οφθαλμούς και φώναξε δυνατά: «Υιέ μου εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και κοιμήθηκε .Καί την μεν άγια της ψυχή δέχθηκε ο Υιός της στα χέρια του.
Το δε άγιο και θεοδόχο σώμα της το πήραν στους ώμους τους οι μαθητές για να το ενταφιάσουν. Από τη μία μεριά το κρατούσε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, από την άλλη ο Πέτρος, από τη τρίτη μεριά ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιωάννη και από την άλλη ο Παύλος. Οι υπόλοιποι Απόστολοι ακολουθούσαν ψάλλοντες και υμνούντες. |
1 σχόλιο:
Those who be affiliated to the orthodox faiths claim that the control of their faith rests on expos‚, and that expos‚ is given in the pages of books and accounts of miracles and wonders whose complexion is supernatural. But those of us who from protracted discarded the credence in the magical unruffled are in the self-possession of revelations which are the base of faith. We too have our revealed religion. We from looked upon the face of men and women that can be to us the symbols of that which is holy. We prepare heard words of religious reason and truth spoken in the gentle voice. In of the domain there keep come to us these occurrence which, when accepted, allow to us revelations, not of abnormal creed, but of a real and inevitable credence in the clerical powers that spark and live in the center of [a person's] being.
Δημοσίευση σχολίου