Ο Δραγούμης μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες του βαλκανικού ελληνισμού. Όχι τόσο γιατί κατενόησε την ιστορική εποχή στην οποία ζούσε. Ούτε γιατί πρόσφερε κάτι στη θετική αντιμετώπιση των πρωτοφανών προκλήσεων και στην ευτυχή έκβαση των μεγάλων συγκρούσεων. Αλλά γιατί προσπάθησε στο μέτρο των δυνατοτήτων του να συγκροτήσει ένα ουτοπικό σύστημα επιβίωσης του ελληνισμού σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη εποχή ριζικού, ολοκληρωτικού μετασχηματισμού της ευρύτερης περιοχής μας.[1] Ανεξάρτητα απ’ το γεγονός ότι το σχήμα που φαντάστηκε ο Δραγούμης -και πάλεψε πολιτικά με δραματικές συνέπειες για την υλοποίησή του- δεν αντιστοιχούσε στις ανάγκες της εποχής και αντιθέτως υπονόμευε τη θετική αντιμετώπιση, εν τούτοις συνέβαλε στο να διακρίνουν σήμερα οι μελετητές τις τότε αντιφάσεις και υστερήσεις του ελληνικού κόσμου.
Στο πρόσωπό του, όπως και στο πρόσωπο του Παντελή Πουλιόπουλου –που πρωτοστάτησε στη δημιουργία των αντιπολεμικών πυρήνων στο μικρασιατικό μέτωπο- αποτυπώνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια τα αγεφύρωτα συμφέροντα των ηγετικών ομάδων του βαλκανικού ελληνισμού με τους Έλληνες της Ανατολής, καθώς και οι γιγάντιες διαφορές που υπήρξαν τότε μεταξύ Βαλκάνιων Ελλήνων διανοουμένων και Μικρασιατών, κυρίως Ιώνων και Ποντίων.[2]
Η εποχή του Ίωνα Δραγούμη
Κρίνοντας σήμερα τον Ίωνα Δραγούμη πρέπει να οριστούν τα κριτήρια με τα οποία θα τον προσεγγίσουμε. Τα κριτήρια αυτά δεν μπορούν να είναι άλλα από την πρακτική σημασία των θεωριών που με σαφήνεια διατύπωσε και με συνέπεια υποστήριξε, στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Ο Δραγούμης δεν μπορεί να κριθεί ως διανοούμενος γιατί ο ίδιος θεωρεί ότι του λείπουν εκείνες οι αναγκαίες γνώσεις για να κατανοήσει τη λειτουργία των κοινωνιών. Στον διάλογό του με τον Γ. Σκληρό δηλώνει ευθαρσώς: «Εγώ δε γνώρισα τον Χέγκελ, ούτε έμαθα τι πάει να πει διαλεχτική και μεταφυσική μέθοδος.»[3] Δεν μπορεί να κριθεί ούτε ως ένας ονειροπόλος ιδεαλιστής, γιατί ο ίδιος πάλι εκτός από μαχόμενος διπλωμάτης είναι, αλλά και δηλώνει, «πολιτικός»: «Είμαι κ. Σκληρέ πολιτικός. Εμείς οι πολιτικοί πηγαίνουμε σύμφωνα με τις περιστάσεις - δηλαδή βλέποντας και κάνοντας….».[4] Άρα, θα πρέπει να κριθεί σε επίπεδο πραγματικής πολιτικής πρότασης, την εποχή που κατέρρεαν οριστικά οι Αυτοκρατορίες και τη θέση τους καταλάμβαναν τα έθνη-κράτη.
Ο Δραγούμης έζησε την εποχή της άνθισης των οθωμανικών ελληνικών κοινοτήτων εξαιτίας του Τανζιμάτ και της εμφάνιση των βαλκανικών εθνικιστικών ανταγωνισμών. Ανταγωνισμοί που κορυφώθηκαν με την εμφάνιση της Εξαρχείας και την προσπάθεια του βουλγαρικού εθνικισμού να κυριαρχήσει βιαίως τόσο στην Ανατολική Ρωμυλία όσο και στην οθωμανική Μακεδονία. Η προσπάθεια για αποφυγή των δυσάρεστων εξελίξεων, οδήγησε στην επεξεργασία κάποιων σχεδίων ελληνο-τουρκικής συνεννόησης που τελικά θα κωδικοποιηθούν με την ιδέα για τη δημιουργία μιας ελληνοοθωμανικής ομοσπονδίας.[5]
Η ανάδειξη της σλαβικής παραμέτρου ως της βασικής απειλής και της κύριας αντίθεσης στους εθνικούς ανταγωνισμούς εκείνης της εποχής, θα οδηγήσει τον Δραγούμη στην υποτίμηση της πραγματικής κύριας αντίθεσης. Αυτής των χριστιανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τον μιλιταριστικό τουρκικό εθνικισμό. Ο Δραγούμης θα παραγνωρίσει πλήρως τη νέα αποφασιστική παραμέτρο που προστίθεται στη δύσκολη εξίσωση των διαδικασιών μετασχηματισμού της περιοχής μας: τον τουρκικό εθνικισμό, όπως θα εκφραστεί στο πρόσωπο των Νεοτούρκων με το στρατιωτικό κίνημα του 1908. Θα παρασυρθεί και ο ίδιος από τις πλαστές επικλήσεις των συνθημάτων του γαλλικού Διαφωτισμού και θα επενδύσει στη νεοτουρκική πολιτική πρόταση. Ακριβώς γι αυτό θα αντιταχθεί στη νέα πολιτική παμβαλκανικής αντι-νεοτουρκικής συμμαχίας που θα εγκαινιάσει ο Βενιζέλος –ο οποίος ως προερχόμενος από την πρόσφατα απελευθερωμένη Κρήτη κατανοεί τις πραγματικές αντιθέσεις.
Βαλκάνιοι εθνικιστές VS Mικρασιάτες σοσιαλιστές
Σε αντίθεση με τον Δραγούμη, οι Έλληνες διανοούμενοι που κατάγονταν από τις ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδεικνύονται πολύ πιο ρεαλιστές και καίριοι στις επισημάνσεις τους. Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίστηκε από τον Γ. Σκληρό -που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου- και τον Δ. Γληνό -από τη Σμύρνη της Ιωνίας- ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και οι δύο προέρχονται από το μικρασιατικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο ανδρώθηκε συγκρουόμενο με την αυταρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Γ. Σκληρός θεωρούσε ότι ο ιστορικός ρόλος της Ελλάδας ήταν η απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων: “…Μόνο μια γενική ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων σε ένα πολιτικό συνασπισμό και μια ανάλογη πανβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των κρατών του Αίμου, θα μπορέσει να ισοφαρίση τις δυνάμεις του μουσουλμανικού τουρκικού όγκου, και να βάλη από τη μια τις σωβινιστικές υπερβολές των Νεοτούρκων σε ομαλά όρια, και από την άλλη να υποδείξη σε μερικές μεγάλες Δυνάμεις, πώς το ζήτημα της Ανατολής είναι μονάχα ζήτημα των λαών της, που έχουν πια αρκετά χειραφετηθή, ώστε να βρουν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα για την περιφρούρηση των εθνικών τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του πολιτισμού ολάκερης της Ανατολής.”[6]
Ο Δ. Γληνός γράφει με εξαιρετική οξυδέρκεια: “Εύρομεν ότι ο μόνος τρόπος αμύνης των μη Τούρκων κατά του επιδιωχθησομένου αμειλίκτως εκτουρκισμού είνε η συστηματική διοργάνωσίς των ως πολιτικών παραγόντων…η μόνη ultima ratio κατά του εσχάτου κινδύνου των εν Τουρκία Χριστιανών… είνε η στρατιωτική και ναυτική οργάνωσις η σκόπιμος και τελεία και επί ωρισμένου σχεδίου προπαρασκευή προς δράσιν των περί την Τουρκία χριστιανικών κρατών… Η τουρκική αστική τάξις θα φανή συμβιβαστική μόνον, εάν γνωρίζει ότι απέναντί της έχει ωργανωμένους και ισχυρούς αντιπάλους, έτοιμους να αναλάβωσι τον περί πάντων αγώνα.»[7]
Ο Δραγούμης θα παραμείνει προσκολλημένος στις εκτός τόπου και χρόνου εμμονές του, παρά το γεγονός ότι από το 1910 οι Νεότουρκοι αλλάζουν πολιτική και αρχίζουν τις διώξεις κατά των χριστιανικών πληθυσμών. Αποκορύφωμα θα αποτελέσει η επίσημη απόφασή τους σε συνέδριο στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη (Οκτώβριος 1911) για επίλυση του «εθνικού προβλήματος» της Αυτοκρατορίας με την εξόντωση ή τη βίαιη αφομοίωση των χριστιανικών πληθυσμών. Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του συνεδρίου του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Ο Taner Aksam γράφει: «Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gokalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ενα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».[8]
Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η Επιτροπή θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Έλληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας».
Παρόλα αυτά, ο Δραγούμης θα συνεχίσει να αντιμάχεται με πάθος την «ελλαδική πολιτική των προσθηκών (εδαφών)», και να πιστεύει ότι είναι δυνατή η αντισλαβική ελληνοτουρκική συνεννόηση και συνεργασία[9]. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε ακόμα και τότε την προοπτική των ελληνο-τουρκικών σχέσεων: «Απώτερος σκοπός μας πάντοτε θα είναι η σύμπηξις Ανατολικής Ομοσπονδίας». Από το σημείο εκείνο και με αφορμή την αντίθεσή του στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Δραγούμης θα βρεθεί στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο. Με κείμενό του, με αφορμή τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο (1912-13), απορρίπτει ξεκάθαρα τη στρατηγική του Βενιζέλου που υλοποιήθηκε με την πετυχημένη αντι-νεοτουρκική συμμαχία των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής.[10]
Ο Δραγούμης και τα Νοεμβριανά
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Νεότουρκοι θα αρχίσουν την συστηματική υλοποίηση των προαποφασισμένων σχεδίων τους για εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία»[11]. Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού. O Taner Aksam αναφέρει: «Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή Ενωση και Πρόοδος πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Ελληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Ελληνες…. Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας».[12]
Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής δεκάδες χιλιάδες Έλληνες από την Ιωνία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη θα καταφύγουν στην Ελλάδα. Μια Ελλάδα όμως διχασμένη, η οποία φαίνεται να μην κατανοεί την ιστορική εκείνη στιγμή της οριστικής αλλαγής του γεωπολιτικού χάρτη. Η φιλογερμανική ουδετερότητα της Μοναρχίας θα οδηγήσει σε ακρότητες, όπως η παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας από τον Ι. Μεταξά στους Βουλγάρους, η άρνηση εφαρμογής της ελληνοσερβικής Συνθήκης και η επίτευξη λόγω της ουδετερότητας της μεγάλης ήττας των συμμάχων στην Καλλίπολη. Αντίθετα, η βενιζελική παράταξη θα συνδέσει τα συμφέροντα του ελληνισμού με την Αντάντ και θα επιχειρήσει, έστω και την ύστατη στιγμή την έξοδο στον πόλεμο και την υποταγή του φιλογερμανικού κράτους της Αθήνας.
Ένδειξη της τραγικής κατάστασης που είχε περιέλθει ο ελληνισμός εκείνη τη στιγμή και της απόλυτης αλλοτρίωσης, θα είναι το πογκρόμ κατά των προσφύγων, ως βενιζελικών, που θα εξαπολυθεί στην Αθήνα το Νοέμβρη του 1916 από τις πρωτοφασιστικές παρακρατικές ομάδες των «Επιστράτων» που είχαν ιδρύσει οι Δημήτριος Γούναρης και Ιωάννης Μεταξάς. Το Νοέμβριο του ‘16, στη φιλογερμανική Αθήνα θα γίνουν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των Γάλλων, που αποβιβάστηκαν με βάση συμφωνία που υπογράφτηκε, και των παρακρατικών αντιβενιζελικών ομάδων των «Επιστράτων». Στο στόχαστρο των ένοπλων παρακρατικών θα βρεθούν επίσης οι Κρητικοί της Αθήνας και οι πρόσφυγες από την οθωμανική Ανατολή. Υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων που είχαν σημαδευτεί με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να «μολύνουν» με το αίμα των «προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί». Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων».[14] Ο Φοίβος Γρηγοριάδης υπολογίζει ότι ο αριθμός των δολοφονημένων ήταν περί τους 20. Γράφει: «απλοί άνθρωποι του λαού θα δολοφονηθούν στους δρόμους και στα μικρά Φρουραρχεία (σ.τ.σ συνοικιακά κέντρα των Επιστράτων)»[15]
Ο Δραγούμης δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, που υπάρχει πίσω από τις ενδοελλαδικές συγκρούσεις, ούτε το διακύβευμα της συμμετοχής του ελληνισμού στο νέο υπό διαμόρφωση μετα-οθωμανικό κόσμο. Αντίθετα, φαίνεται ότι συντάσσεται ολόψυχα με την πολιτική των Επίστρατων. Για τον Δραγούμη «λαός» στα κείμενά του, είναι μόνο οι μοναρχικοί παλαιοελλαδίτες. Καμιά λέξη συμπάθειας δε θα γραφτεί για τα άτυχα εκείνα θύματα του Διχασμού, που η πολιτική των Νεοτούρκων είχε οδηγήσει ως πρόσφυγες και ικέτες στην ελεύθερη Ελλάδα. Το αρνητικό στερεότυπο κατά των Ελλήνων της Ανατολής που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα θα επιβεβαιωθεί πλήρως από τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θα γράψει ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν τα όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό». Και ότι «θα σαρωθούν από τα λαϊκά κύματα που υψώνονται». Ο Δραγούμης εμφανίζεται με έναν υποτιμητικό έως και ρατσιστικό λόγο κατά των Μικρασιατών, των νησιωτών της Μυτιλήνης, της Χίου, της Σάμου, της Ρόδου και Κύπρου. Ιδιαιτέρως βρίσκονται στο στόχαστρό του οι Κρητικοί: «Έχει και τους Κρητικούς, που ήταν πάντα μισθοφόροι».[16]
Ίσως η συμβολικότερη κίνηση του Δραγούμη στα Νοεμβριανά, που αποδείκνυε πλέον ότι είχε ωθηθεί σε μια φανατική υποστήριξη του μοναρχισμού και των πρακτικών του, φαίνεται να είναι η εγκατάλειψη της έως τότε συντρόφου του Πηνελόπης Δέλτα, της οποίας ο πατέρας είχε συλληφθεί από τους αποθηριωμένους Επίστρατους.[17]
«Σφυρί δρεπάνι / ελιά στεφάνι»
Η βία αυτή των μοναρχικών, θα προκαλέσει στη συνέχεια τη βία των βενιζελικών, οι οποίοι θα καταπιέσουν στο έπακρο τους φιλομοναρχικούς αντιπάλους τους. Η διαδικασία αυτή της εναλλαγής των βίαιων συμπεριφορών θα χαρακτηρίσει τη νεοελληνική πολιτική ζωή καθ’ όλο το Μεσοπόλεμο.
Η συμμετοχή όμως της Ελλάδας στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των νικητών θα επιτρέψει την ελληνική πλευρά να συμμετάσχει στα σχέδια διαμόρφωσης του νέου κόσμου μετά την αποχώρηση από την Ιστορία της προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ύψιστη αυτή πρόκληση θα αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερο σκεπτικισμό από το μοναρχικό χώρο. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του Ιωάννη Μεταξά προς οποιαδήποτε ελληνική εμπλοκή της Ελλάδας στη Μικρά Ασία ήδη από το 1915. Σε έγγραφό του προς τον μονάρχη, αναπτύσσει τις απόψεις αυτές με βάση τις οποίες θεωρείται «αποικιακή» η ελληνική πρόθεση επέκτασης της κυριαρχίας στα μικρασιατικά παράλια. Στο ίδιο έγγραφο ο Μεταξάς εκτιμούσε ότι οι Γερμανοί θα είναι οι τελικοί νικητές στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.[18] Ο Ίων Δραγούμης θεωρούσε ότι το εγχείρημα ήταν ανέφικτο, εφόσον προϋπέθετε τη διεξαγωγή ενός νέου πολέμου, και ότι ο στόχος θα έπρεπε να είναι η δημιουργία ενός κοινού ελληνοτουρκικού μικρασιατικού κράτους και όχι ενός καθαρά ελληνικού. Ακόμα και τον Φεβρουάριο του ’19, όταν η Ελλάδα βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών και επίκειντο οι μεταπολεμικές διευθετήσεις, ο Δραγούμης κατήγγειλε τις «κοινες ελπίδες» και «την ελπίδα του κοινού κέρδους» που είχαν οι «Αγγλογάλλοι ιμπεριαλιστές και ο Βενιζέλος».[19] Παρόμοιες απόψεις μ’ αυτές του μοναρχικού χώρου θα διατυπώσει και το νεαρό ελλαδικό κομμουνιστικό κίνημα που θα συγκροτηθεί ως ΣΕΚΕ.[20]
Ενώ η γενοκτονία στην Ανατολή από τον τουρκικό εθνικισμό έχει ξεκινήσει από το 1914, πλήθη προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, την Ιωνία και τον Πόντο έχουν κατακλύσει το ελληνικό κράτος και υπάρχει το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα αντικατασταθεί η πολυεθνική μουσουλμανική Αυτοκρατορία -που πλέον εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο- για τον Δραγούμη και τη μοναρχική παράταξη, όπως και για το ΣΕΚΕ των Μπεναρόγια και Πουλιόπουλου, δεν υπάρχουν εθνικά ζητήματα, ούτε υπάρχει ανάγκη εθνικής απελευθέρωσης των Ελλήνων ή των Αρμενίων της Ανατολής.
Η αντίθεση του μοναρχικού χώρου στην προσπάθεια της απελευθέρωσης των Ελλήνων της Ανατολής θα εκφραστεί με την υποτίμηση της συνθήκης των Σεβρών και τη μοιραία απόπειρα κατά του Ελ. Βενιζέλου στο σταθμό Λυών του Παρισιού. Οι συνέπειες αυτής της απόπειρας ήταν τρομακτικές. Καταρχάς, θα προκαλέσει την άγρια δολοφονία στην Αθήνα του Ίωνα Δραγούμη από βενιζελικούς μπράβους.[21] Απ’ την άλλη, φαίνεται ότι η απόπειρα αυτή επέφερε την ψυχολογική κατάρρευση του Βενιζέλου και τον οδήγησε στην εγκληματική απόφαση για διενέργεια εκλογών εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου, τη στιγμή που όλοι του οι αντίπαλοι ήταν αντιπολεμικοί.
Ο Δραγούμης, κατά την τελευταία του περίοδο φαίνεται ότι ολίσθησε και σε φιλομπολσεβικικές θέσεις και άρχισε να επεξεργάζεται έναν πρώιμο εθνικοσοσιαλισμό[22]: «Τώρα μπαίνω σε μια σοσιαλιστική και ανθρωπιστική περίοδο. Αρχίζω να λαβαίνω συνείδηση του αναρχισμού μου (1917-1919) και προχωρώ…»
Στο νέο του αυτό όραμα δεν υπάρχει χώρος για τους αλύτρωτους Έλληνες της Ανατολής και για υποστήριξη των κερδών από τη Συνθήκη των Σεβρών. Η «Μικρά πλην έντιμος Ελλάς» με λιγάκι σοσιαλισμό πλέον, φαίνεται να είναι η νέα του πρόταση. Για τον Δραγούμη το μικρασιατικό εγχείρημα αποτελεί «ιμπεριαλισμό». Κατά συνέπεια, εάν δεν είχε δολοφονηθεί και ζούσε, είναι πιθανότατο ότι σε πολιτικό επίπεδο θα πρωτοστατούσε στην παράδοξη προεκλογική αντιπολεμική “βασιλο-κομμουνιστική” συμμαχία, η οποία έτσι κι αλλιώς διαμορφώθηκε στην Αθήνα στη βάση της κοινής αντίληψης για τα μικρασιατικά. Πιθανότατα θα ήταν η εμβληματική μορφή του αντιμικρασιατικού, αντιπολεμικού χώρου, εφόσον ο Δραγούμης συγκέντρωνε ήδη χαρακτηριστικά και απ’ τους δυο και είχε ήδη αναπτύξει δράση υπέρ του κόμματος «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» του Γούναρη που συσπείρωνε τους αντιβενιζελικούς με μια έντονα αντιπολεμική ρητορική.
Αποκαλυπτικό γεγονός της παράδοξης εκείνης συνάντησης μοναρχικών και παλαιοελλαδιτών κομμουνιστών υπήρξε μια κομμουνιστική προεκλογική συγκέντρωση (Οκτώβρης ’20). Για την προεκλογική αυτή συγκέντρωση που έγινε από το ΣΕ(Κ)ΚΕ στην Αθήνα, ο Κορδάτος μας ενημερώνει ότι έλαβαν μέρος 50.000 διαδηλωτές: "Δεν ήταν όμως κομμουνιστές όλοι. Ήταν αντιβενιζελικοί. Φοβόνταν να οργανώσουν δική τους διαδήλωση και πήραν μέρος στην κομμουνιστική. Γι αυτό ξελαρυγγιάζονταν φωνάζοντας: Κάτω ο Βενιζέλος, Κάτω ο πόλεμος… Μερικές κυρίες απ' τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων της Πλατείας Συντάγματος έραιναν με άνθη" τους διαδηλωτές και ήταν γελαστές και χαρούμενες. Φώναζαν μάλιστα "μπραβο παιδιά. Σφυρί δρεπάνι". Φυσικά ήταν φανατικές βασιλικές." Μας πληροφορεί επίσης ότι την εκδήλωση του ΣΕ(Κ)ΚΕ παρακολούθησαν κάποια στελέχη του μοναρχισμού όπως οι Γεώργιος Βλάχος, Νίκος Κρανιωτάκης και μας ενημερώνει ο Κορδάτος ότι: "Ήταν και αυτοί χαρούμενοι και δυό τρεις φορές χειροκρότησαν το ρήτορα Ευ. Παπαναστασίου."[23] Ο Ελευθέριος Σταυρίδης αναφέρει ότι κατά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 πολλοί μοναρχικοί διπλοφήφισαν το ΚΚΕ και την Ηνωμένην Αντιπολίτευσιν του Γούναρη. Απ΄ αυτή τη διαδικασία έμεινε γνωστό το σύνθημα: «σφυρί δρεπάνι/ ελιά στεφάνι».[24]
Επίλογος
Η δεκαετία 1914-1923 ήταν η σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία της περιοχής μας μετά από πέντε αιώνες μουσουλμανικής κυριαρχίας. Μια πάλαι ποτέ ακμαία προνεωτερική ισλαμική Αυτοκρατορία αποχωρούσε από το ιστορικό προσκήνιο και στη θέση της έρχονταν τα νέα έθνη-κράτη. Τη δεκαετία αυτή ο ελληνισμός έχασε το μεγάλο του στοίχημα. Τότε, στην καμπή εκείνη της ιστορίας, όταν διαλύονταν οι Αυτοκρατορίες και παραχωρούσαν τη θέση τους στα εθνικά κράτη, διαμορφώθηκαν οι πρωτογενείς συνθήκες που πάνω τους χτίστηκε όλη η σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα. Τότε μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της εθνικιστικής Τουρκίας, τότε ολοκληρώθηκε και η νεοελληνική συγκρότηση.
Η αδυναμία των Ελλήνων να πετύχουν τον αστικό εκσυγχρονισμό τους με την ενσωμάτωση των αναπτυγμένων ελληνικών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η μετατροπή των Ελλήνων της Ανατολής σε προλεταριοποιημένους απόβλητους " πρόσφυγες" στην οριστικά πλέον βαλκανική Ελλάδα έχει ενόχους με ελληνικά ονοματεπώνυμα.
Ο Δραγούμης έφυγε, άδικα, νωρίς! Δεν πρόλαβε να δει τη Μεγάλη Καταστροφή που προκάλεσε η πολιτική που και ο ίδιος υποκίνησε. Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει εάν ο Δραγούμης τις μέρες της Καταστροφής θα συνέπασχε με τους Μικρασιάτες ή θα συνδιαμόρφωνε την εικόνα που μας παραδίδεται για εκείνη τη στιγμή: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: ‘’Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους’’…»[25]
Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει εάν θα άλλαζε τις απόψεις του ή εάν θα συνέχιζε να πιστεύει ότι η νέα συμφορά για το «λαό», όπως τον εννοούσε στα κείμενά του το Φεβρουάριο του ΄19, παρέμεναν οι Μικρασιάτες, οι νησιώτες και οι Κρητικοί. Μόνο που τώρα οι Μικρασιάτες θα είχαν μετατραπεί σε ενοχλητικούς «τουρκόσπορους» πρόσφυγες, για τους οποίους οι παλιοί του φίλοι θα ζητούσαν να φορέσουν υποχρεωτικά κίτρινο περιβραχιόνιο για να τους ξεχωρίζουν από τον «λαό».[26]
---------------
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης (www.agtzidis.gr) είναι ιστορικός. Βραβεύτηκε απ’ την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας του παρευξείνιου ελληνισμού.
[2] Στο επίπεδο των ιδεών και των αντιλήψεων για εκείνη τη μοναδική εποχή, εντοπίζουμε την απόλυτη ρήξη των Βαλκάνιων είτε εθνικιστών είτε σοσιαλιστών –πλην των βενιζελικών- με το σύνολο των Ελλήνων που προεχόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
[6] Γεώργιος Σκληρός, «Το Ζήτημα της Ανατολής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 77-99.
[7] Δημήτρης Γληνός, «Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 101-134..
[9] Ίων Δραγούμης, Ελληνικός Πολιτισμός, (α’ έκδ Αλεξάνδρεια 1914), β’ έκδ., εκδ. Φιλόμυθος, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ. 51-63
[11] Celal Bayar, Ben de yazdim. Milli mucadeleye giris, τόμ. 5, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Baha, 1967, σελ. 1572-82.
[13] Ο Ανατολικός Πόντος από την Άνοιξη του 1916 καταλήφθηκε από το ρωσικό στρατό. Στην Τραπεζούντα δημιουργήθηκε η ελληνική Προσωρινή Κυβέρνηση.
[14] Γ. Βεντήρης, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 9 Μαρτίου 1931. Αργότερα η σειρά αυτή των άρθρων εκδόθηκε σε βιβλίο με τίτλο: «Η Ελλάς του 1910-1920 - Ιστορική μελέτη», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1970
[15] «Τότε, οι βενιζελικοί πολίτες –κατά τεκμήριον φίλοι της Συνεννόησης– εγκαταλείφθηκαν στην τρομοκρατία των Επιστράτων, οι οποίοι έκαψαν, λεηλάτησαν και σκότωσαν 35.» (Μιχάλης Κατσίγερας, εφημ Καθημερινή, 18-11-2006.) Μια άλλη αφήγηση είναι η εξής: «Μεθ΄ εκάστην έκρηξιν πυροβολισμών των επιστράτων περίπολοι σπεύδουσαι αποκλείουν την καθ΄ ης η απόπειρα οικίαν ή κατάστημα και συλλαμβάνουν μεθ΄ ύβρεων και δεινών προπηλακισμών και κακοποιήσεων τους εντρόμους Βενιζελικούς ενοίκους, οίτινες δέσμιοι ή συρόμενοι εν μέσω λογχών οδηγούνται εις το Φρουραρχείον υπό το στίγμα ομοιομόρφου άπαντες κατηγορίας, συνωμοσίας κατά του καθεστώτος και εσχάτης προδοσίας … Και είνε χαρακτηριστικόν το επεισόδιον το οποίον αφηγείται η Εσπερινή περί ενός εκ των συλληφθέντων τούτων, όστις απαγόμενος υπό της περιπόλου και εκσυριττόμενος υπό του πλήθους διεμαρτύρετο προς το πλήθος, του οποίου εζήτει να κινήσει την συμπάθειαν, ότι "αυτός δεν ήτο Βενιζελικός, αλλά μόνο κλέπτης’’» (Χρ. Χουρμούζιος Τα κατά την 18ην και 19ην Νοεμβρίου 1916 και επέκεινα, τυπ. Εσπερίας, Λονδίνο 1919, σ. 99
[16] Ίων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, Στ΄, σελ. 41-42, 12 Φεβρουαρίου 1919, δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο «Ο Βενιζέλος και ο ιμπεριαλισμός», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 156, 157.
[17] Κατερίνα Δαφέρμου «Ενας κυκλώνας που τα σάρωσε όλα». [Π. Σ. Δέλτα, Ίων Δραγούμης], Το Βήμα της Κυριακής / "Βιβλία", 22 Φεβρουαρίου 2009
[18] Για το ζήτημα αυτό βλ.: Κωσταντίνος Σβολόπουλος, Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, 2009.
[20] Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. Α’, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 104, Δημήτρης Λιβιεράτος, Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1023, εκδ. Καρανάση, Αθήνα, σελ. 31, 45.
[21] Η δολοφονία θα «διασώσει» τη φήμη του Δραγούμη. Ειδάλλως το πιθανότερο ήταν να πέσει στην αφάνεια ως ιστορικό πρόσωπο, όπως ο Αθ. Σουλιώτης-Νικολαϊδης. Με τη δολοφονία, «αγιοποιήθηκε» ένας μέτριος διανοούμενος, που αγνοούσε απολύτως τις πραγματικές ανάγκες της εποχής που ζούσε.
[25] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 36.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου