ΤΟ ΝΕΦΕΛΩΔΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΛΕΓΕΩΝΑ
Η ακεραιότητα του ελληνικού κράτους απειλήθηκε αλλεπάλληλες φορές και
από διάφορες πλευρές κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Αν τελικά, ύστερα από τόσες και τόσες εναλλαγές, δεν σημειώθηκε
συρρίκνωση στα όρια της επικράτειας μας, αυτό οφείλεται μάλλον στην τύχη
παρά στις ικανότητες της τότε ηγεσίας. Η Ελλάδα είχε μια περιπετειώδη
παρουσία στα χρονικά του μεγαλύτερου και συγκλονιστικότερου πολέμου
που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Αφού
είχε κατορθώσει για σχεδόν 14 μήνες να έχει αποφύγει την εμπλοκή της,
στις 28 Οκτωβρίου 1940 υποχρεώθηκε από την ιταλική επιθετικότητα να
συμμετάσχει στον πόλεμο. Πλην της Ιταλίας, και άλλες χώρες είχαν σε εξέλιξη επιτελικά σχέδια σε βάρος της Ελλάδος, διεκδικώντας τον διαμελισμό της. Ακόμη και η φίλη και σύμμαχος Γιουγκοσλαβία αποκαλύφθηκε ότι έτρεφε παρόμοιες προθέσεις, όπως και άλλες γειτονικές χώρες.
Μία
εξ αυτών, η Ρουμανία, βρέθηκε με την έναρξη της Κατοχής να κατευθύνει
τη δημιουργία ενός αυτόνομου κρατιδίου στην καρδιά της ηπειρωτικής
Ελλάδος, με έδρα τη ...Λάρισα. Το ανιστόρητο και φιλόδοξο ρουμανικό
σχέδιο στηριζόταν στην υπόθαλψη του αποσχιστικού κουτσοβλαχικού
ζητήματος, που είχε αναφανεί τεχνητά κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Μερικά μόλις χρόνια πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους είχε εκφρασθεί
από ρουμανικής πλευράς η προβολή ύπαρξης ιδιαίτερης εθνικής
μειονότητας στην Ελλάδα, που εμφανιζόταν ότι πήγαζε από τη Ρουμανία. Υπεύθυνος
για την παθητική αποδοχή παρομοίων αξιώσεων ήταν ο Ελευθέριος
Βενιζέλος, ο οποίος επέτρεψε τη λειτουργία ρουμανικών σχολείων σε
ορισμένες περιοχές όπου υπήρχε το βλαχικό στοιχείο.
Ελάχιστα χρόνια αργότερα, το 1916, η Ρουμανία σε συνεργασία με την
Ιταλία επωφελήθηκαν από την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στη Μακεδονία και
την Ήπειρο, που είχαν επιβάλει οι Αγγλογάλλοι, αλλά και από την ύπαρξη
των δύο παραλλήλων κρατικών οντοτήτων στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια
του Εθνικού Διχασμού. Η Κοζάνη και τα Γρεβενά, όπου ζούσαν οι
περισσότεροι από τους Κουτσοβλάχους, περιλαμβάνονταν στη λεγόμενη
«ουδέτερη ζώνη» της Μακεδονίας, που την είχε ορίσει ο γαλλικός στρατός
και στην οποία δεν αποδεχόταν την εξουσία ούτε του κράτους των Αθηνών
ούτε του κράτους της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αναζωπύρωσε τις
κακόβουλες διαθέσεις των ρουμανιζόντων, οι οποίοι με την ανοχή των
Γάλλων και ορισμένων από τους εκπροσώπους της κυβερνήσεως Βενιζέλου
(όπως ο γραφικός Ηλιάκης της Κοζάνης) ή άλλων βενιζελικών «ανταρτών»
επεχείρησαν να δημιουργήσουν μια εθνικά επικίνδυνη κατάσταση. Απέλασαν ή
φυλάκισαν τη φυσική τοπική ηγεσία (μητροπολίτες, δημάρχους,
προκρίτους κλπ.). Σε μια επόμενη φάση, οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι, εμφανιζόμενοι
ως βενιζελικοί αμυνίτες (ανάμεσά τους και ο Α. Διαμάντης) θα
αποπειραθούν να δημιουργήσουν εντονότερες καταστάσεις, φθάνοντας στο
ακραίο σημείο να στηρίξουν προς στιγμήν τη δημιουργία του περίφημου
«πριγκιπάτου» της Πίνδου.
Στην υπόθεση αυτή είχε πρωταγωνιστήσει ο υποκινούμενος από τους
Ρουμάνους ιταλόφιλος Αλκιβιάδης Διαμάντης, ένας απίθανος τυχοδιώκτης
που ήθελε να αυτοχρισθεί σε ...πρίγκιπα και ηγεμόνα του φανταστικού
κρατιδίου, του οποίου τα ακριβή σύνορα ήταν νεφελώδη, όπως νεφελώδης
ήταν και η όλη έμπνευση.
Γεγονός είναι ότι ως ιδέα και ως απόπειρα επιβολής το «πριγκιπάτο»
είναι πλήρως συνυφασμένο με τη δραστηριότητα αυτού του προσώπου, τόσο
κατά τη διάρκεια του πρώτου, όσο και κατά τη διάρκεια του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου. Όμως η ύπαρξη ενός τέτοιου κρατιδίου θα μπορούσε
να είναι ευπρόσδεκτη από όλους τους βόρειους γείτονές μας με τις
πολλαπλές εδαφικές διεκδικήσεις κατά της χώρας μας, οι οποίοι, όπως
και άλλοι ενδιαφερόμενοι, με ικανοποίηση θα έβλεπαν την «ελάσσονα»
Ελλάδα να συρρικνώνεται στα γεωγραφικά όρια του 1880 και ίσως ακόμη
πιο περιορισμένα.
Τα εφιαλτικά αυτά σενάρια εξέλιπαν λίγο μετά το τέλος του πρώτου
παγκοσμίου πολέμου, αλλά στο μυαλό του Διαμάντη και κάποιων ομοϊδεατών
του (και όχι βεβαίως του συνόλου των Ελλήνων Κουτσοβλάχων) το δηλητήριο
δεν έπαψε να κυκλοφορεί. Η Συνθήκη της Λωζάννης είχε μεν προσδιορίσει
επακριβώς τα ελληνικά σύνορα, αλλά η Ρουμανία δεν είχε εγκαταλείψει
την ιδέα ενός νοτιοβαλκανικού προτεκτοράτου της στο κέντρο της
ηπειρωτικής Ελλάδος. Έτσι, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, συνέχισε να
καλλιεργεί αυτό το σχέδιο, διαθέτοντας τα απαραίτητα οικονομικά μέσα
και προωθώντας την πολιτιστική επιρροή της μεταξύ των Κουτσοβλάχων που
ζουν στην Ελλάδα μέσω των ρουμανικών σχολείων, που της είχε παραχωρήσει
ο Ελ. Βενιζέλος από το 1913, υποτροφιών για σπουδές στη Ρουμανία και
χρηματικών ενισχύσεων γενικότερα.
Και πάλι στην περίπτωση αυτή, κεντρικό πρόσωπο είναι ο Αλκιβιάδης Διαμάντης,
ο οποίος επανεμφανίζεται μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού
Πάγκαλου. Αυτή τη φορά έρχεται ως ευυπόληπτος μεγαλοεπιχειρηματίας με
το χρίσμα του αποκλειστικού αντιπροσώπου των ρουμανικών πετρελαίων και
της ρουμανικής ξυλείας, το προνόμιο των οποίων του είχε εκχωρηθεί για
να χρηματοδοτείται νομοτύπως. Ουσιαστικά όμως, όπως είναι ευνόητο, οι
Έλληνες καταναλωτές ρουμανικών πετρελαίων και ρουμανικής ξυλείας
προσέφεραν τον οβολό τους στην καλλιέργεια της ανθελληνικής προπαγάνδας
που στόχευε στους Κουτσόβλαχους.
Ο εκλεκτός των Ρουμάνων Διαμάντης συγκέντρωνε στο πρόσωπο του και την
ιταλική στήριξη, που του την παρείχε αφειδώς η φασιστική Ιταλία. Η έδρα
της επιχείρησης του στην καρδιά της Αθήνας, στο Κολωνάκι, ήταν το
κέντρο όχι μόνο για διεισδυτική επιρροή στο κουτσοβλαχικό στοιχείο,
αλλά και για κατασκοπευτική δράση υπέρ των Ιταλών. Η έλευση της
δικτατορίας Μεταξά περιόρισε το φαινόμενο, αλλά δεν το εξάλειψε. Από
τον Απρίλιο 1938, οπότε άρχισε ο επιτελικός σχεδιασμός της ιταλικής
εκστρατείας εναντίον της Ελλάδος, ο Διαμάντης και κάποιοι άνθρωποι του
χρησιμοποιήθηκαν από τους Ιταλούς για την προετοιμασία της όπως
ακριβώς συνέβη και με τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.
Οι μηχανισμοί του ελληνικού κράτους δεν ήταν φυσικά ανυποψίαστοι, αν
και είχαν ελάχιστα περιθώρια για ανοιχτές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα
αφ' ης στιγμής εκδηλώθηκε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Η Ελλάδα όφειλε να αποφεύγει την παροχή αφορμών και να διαφυλάσσει την ουδετερότητα της. Μόνο
μετά την έκρηξη της ιταλικής επιθέσεως ήταν σε θέση να σπεύσει για
αυστηρά μέτρα, αυτονόητα άλλωστε από εθνικής πλευράς. Οι στενοί
συνεργάτες του (εξαφανισμένου πλέον από τις παραμονές του πολέμου)
Αλκιβ. Διαμάντη συνελήφθησαν ως πεμπτοφαλαγγίτες και εγκλείσθηκαν στο στρατόπεδο της Κορίνθου,
που μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Η χρησιμότητα του μέτρου
επιβεβαιώθηκε από τα πρώτα 24ωρα της ιταλικής επιθέσεως, αφού
περίτρανα αποδείχθηκε ότι άνθρωποι του Διαμάντη ήταν οι οδηγοί των
Ιταλών στρατιωτών κατά την αρχική προέλασή τους μέχρι να αναπτυχθεί η
ελληνική άμυνα.
Κανείς
στον κόσμο, και πόσο μάλλον στην Ελλάδα, δεν έχει αμφισβητήσει από
την 28η Οκτωβρίου 1940 μέχρι σήμερα το ηρωικό και επικό στοιχείο της
ελληνικής αντιστάσεως κατά των Ιταλών. Ωστόσο, αυτό σε τίποτε δεν μας
εμποδίζει να σημειώσουμε την ύπαρξη στρατιωτών, ακόμη και εφέδρων
αξιωματικών, που αυτομόλησαν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού στον
εχθρό κατά τα πρώτα εκείνα 24ωρα. Επρόκειτο κυρίως για Έλληνες
ρουμανίζοντες Κουτσοβλάχους, που είχαν αποποιηθεί την ελληνική τους
συνείδηση, είχαν εξωτερικεύσει δειλία στο πεδίο της μάχης και
ταυτόχρονα είχαν πρόσκαιρα πιστέψει ότι η ιταλική νίκη ήταν ζήτημα
ημερών.
Η επιστροφή αυτών των προσώπων, όπως και η απελευθέρωση εκείνων που
είχαν συλληφθεί και περιορισθεί στην Κόρινθο, θα συντελεσθεί στις
πρώτες κατοχικές μέρες. Τα πρόσωπα αυτά θα αναζητήσει αμέσως ο
Διαμάντης για να αποτελέσουν τον πυρήνα των ανεδαφικών σχεδίων του.
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει κανείς προσεκτικά τι συντελείται τις
πρώτες εκείνες κατοχικές μέρες, ώστε να εκτιμήσει δίκαια και ρεαλιστικά
τις καταστάσεις που διαμορφώνονται με πολλή ρευστότητα. Η γερμανική
στρατιωτική δύναμη έχει επιβληθεί σε όλη την Ελλάδα. Η ιταλική έπεται
και μόνον έπειτα από ένα δίμηνο, όταν θα εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση
κατά της Ρωσίας, θα της παραχωρηθεί η διαχείριση της κατοχής στο
μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παρ' όλα αυτά, η κατοχή στην Ανατολική
Μακεδονία και τη Θράκη (με εξαίρεση τη ζώνη του Έβρου) έχει εκχωρηθεί
στη Βουλγαρία, όπως και η κατοχή επί της Επτανήσου αποδόθηκε αμέσως
στην Ιταλία. Αν και τα τμήματα αυτά της ελληνικής επικράτειας δεν
προσαρτήθηκαν τυπικά, είναι αυτονόητο ότι η διαχείριση εξουσίας
αντιστοιχεί σε εδαφικές διεκδικήσεις των δύο αξονικών κρατών.
Η Ελλάδα των ημερών εκείνων μπορεί να παραλληλισθεί με ό,τι είχε
συμβεί νωρίτερα στην Πολωνία και στη Γαλλία. Στην πρώτη περίπτωση,
Γερμανοί και Ρώσοι είχαν διανείμει τα πολωνικά εδάφη και στη δεύτερη
Γερμανοί και Ιταλοί τα καταληφθέντα γαλλικά. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα,
στη «διανομή» επιχειρεί να υπεισέλθει με έμμεσο τρόπο και τέταρτη
αξονική χώρα, η Ρουμανία.
Προωθείται το νεφελώδες εφεύρημα του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που στηρίζεται
πρωταρχικά από τη (στρατιωτικώς απούσα και σχετικώς μακρινή)
Ρουμανία, πρακτικά όμως από τις ιταλικές κατοχικές αρχές, χωρίς τη
συναίνεση των οποίων θα ήταν ανέφικτο και ως σκέψη ακόμη.
Έχουν
περάσει είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια από την πρώτη απόπειρά του. Είναι
φυσικό να έχει πλουσιότερη εμπειρία και ευρύτερη διασύνδεση, αλλά και πάλι δεν διαθέτει τη φυσική υποστήριξη των «υπηκόων» του.
Ωστόσο, έχει ενώπιον του μια στρατιωτικώς ηττημένη και κατεχόμενη από
ξένους Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει ότι ο πραγματικός αντίπαλος του
είναι ανίσχυρος χωρίς στρατό και με διάτρητες κρατικές δομές.
Ταυτόχρονα, το κυρίαρχο ζήτημα στη δεδομένη στιγμή είναι άλλο για την
ελληνική κοινωνία: η πρακτική επιβίωση της και η αντιμετώπιση του
επισιτισμού.
Ο σχεδιασμός του Α. Διαμάντη λαμβάνει όμως υπόψη όλα τα δεδομένα, πριν
παρουσιάσει την «πρότασή» του. Καταγράφει και επεξεργάζεται τα
στοιχεία:
α. Διαφορετικότητα. Το ελληνικό κράτος για να διεξαγάγει
επιτυχώς τον πόλεμο κατά της Ιταλίας εφάρμοσε πειθαρχία και ενότητα.
Τώρα ο Διαμάντης έρχεται για να προβάλει τη διαφορετικότητα των
Κουτσοβλάχων. Χρειάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση να διαθέτει έρεισμα
και συνεπώς η προσπάθειά του είναι να προκαλέσει την εκδήλωση αυτής
της διαφορετικότητας, ισχυριζόμενος ότι μέχρι τότε το ελληνικό κράτος
είχε δήθεν επιδείξει μεροληψία εναντίον τους.
β. Λατινογένεια. Προβάλλει ιδιαίτερα τη λατινογένεια των
Κουτσοβλάχων, ώστε να εξασφαλίσει σταθερή στήριξη από την Ιταλία, αφού
η ρουμανική είναι δεδομένη, αλλά και να αποτρέψει οποιαδήποτε τυχόν
αντίδραση από γερμανικής πλευράς. Αυτό άλλωστε, δηλαδή η «ρωμαϊκή»
συνείδηση, είναι και το βασικό του ιδεολόγημα, που διευρύνεται τόσο
ώστε να μιλάει για «Μητέρα Ρώμη». Στο πλαίσιο αυτό, προαναγγέλλει ως
πρώτο βήμα την ίδρυση της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», που ως οργάνωση θα είχε
στρατιωτικό χαρακτήρα στη διάθεση των κατοχικών αρχών.
γ. Δημιουργία ηγετικού πυρήνα. Καθώς το κουτσοβλαχικό στοιχείο
μέχρι τότε στην Ελλάδα δεν αισθανόταν απομονωμένο και είχε όλες τις
ευκαιρίες για να αναδειχθεί ισότιμα σε όλους τους τομείς της ελληνικής
κοινωνίας, ο Διαμάντης ενδιαφέρθηκε να συγκεντρώσει πέριξ του ιδίου
προσωπικότητες κουτσοβλαχικής καταγωγής. Ελάχιστους κατάφερε να πείσει
και σχεδόν κανέναν πανελλήνιας προβολής. Ένας δευτερεύων παράγων του
Αγροτικού Κόμματος, ο δικηγόρος Νικόλαος Ματούσης, προθυμοποιήθηκε να τον ενισχύσει, όπως και ακόμη υποδεέστερα πρόσωπα περιορισμένου βεληνεκούς.
Αξιοσημείωτο είναι ότι γνωστές προσωπικότητες κουτσοβλαχικής
καταγωγής όχι μόνο αρνήθηκαν να συμπράξουν, αλλά και αντέδρασαν
ανοιχτά στο εγχείρημα.
δ. Παροχές. Για την άγρευση οπαδών, επιχειρήθηκε σε τοπικό
επίπεδο να χαρισθούν κτήματα (προερχόμενα από τις απαλλοτριώσεις του
1924), να καταργηθεί ή να περιορισθεί η δημόσια φορολογία στα
κτηνοτροφικά και αγροτικά προϊόντα κ.ά.
ε. Εκμετάλλευση των επισιτιστικών προβλημάτων. Η ρουμανική
κυβέρνηση, μέσω της πρεσβείας της στην Αθήνα, προσέφερε ορισμένες
μικρές ποσότητες τροφίμων για να διανεμηθούν σε περιοχές όπου
διαβιούσαν Κουτσόβλαχοι. Τις ονομαστικές καταστάσεις των ληπτών
συνέτασσαν άνθρωποι του Διαμάντη, αποκλείοντας όσους δεν δήλωναν πίστη
στον ίδιο και στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα».
στ. Προπαγάνδα. Ο Διαμάντης είχε υποσχεθεί προς τους Ιταλούς ότι
θα καταστήσει όλους τους Κουτσοβλάχους της Ελλάδος ιταλόφιλους. Ούτε
στοιχειωδώς δεν το πέτυχε, με εξαίρεση έναν αριθμό ανθρώπων του, που
άλλωστε δεν δίστασαν να συνεργασθούν σε επόμενες φάσεις διαδοχικά με
ΕΑΜ, Γερμανούς ή Βουλγάρους. Παρά τα αφειδή μέσα που είχε στη διάθεση
του, η προπαγάνδα του δεν διέθετε την παραμικρή πειστικότητα και
υπήρξε υποτυπώδης - ίσως δεν είναι άσχετο για το αποτέλεσμα, η
παντελής έλλειψη διανοουμένων στους κόλπους του.
Ο βασικός στόχος του Αλκ. Διαμάντη είναι να προκαλέσει μια νέα κρατική
οντότητα, επικεφαλής της οποίας θα είναι ο ίδιος ως «ανώτατος άρχων».
Δεύτερος τη τάξει θα είναι ο πρώην κομμουνιστής Νικόλαος Ματούσης,
δικηγόρος στη Λάρισα και εξ απορρήτων του Ιω. Σοφιανόπουλου, αρχηγού
του Αγροτικού Κόμματος. Η οντότητα αυτή, το «πριγκιπάτο της Πίνδου», αν
και όποτε θα σχηματιζόταν, θα απλωνόταν σε μια μεγάλη έκταση,
έχοντας όρια από τη Φθιώτιδα μέχρι τα Γιάννενα και από εκεί μέχρι
τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όποια και αν θα ήταν ύστερα από τις
βουλγαρικές διεκδικήσεις.
Για κάθε συνειδητό Έλληνα της εποχής το παράλογο του πράγματος δεν
ήταν για συζήτηση. Ούτε όμως και για τους ίδιους τους Κουτσόβλαχους, η
συντριπτική πλειοψηφία των οποίων διαφωνούσε με τα σχέδια της ομάδας
Διαμάντη.
Πρώτη αντίδραση στα σχέδια αυτά προήλθε από την κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γεωργ. Τσολάκογλου.
Με απόρρητη προσωπική επιστολή του προς τον νομάρχη Κοζάνης, τον
Αύγουστο του 1941, του ζητούσε να πάρει αμέσως μέτρα. Οι εξουσίες του
ελληνικού κράτους ήταν ελάχιστες, αλλά έπρεπε το ζήτημα να
αντιμετωπισθεί. Έγραφε στον νομάρχη του ο Τσολάκογλου (αριθ. Ε.Π. 256,
19-8-1941): «Πληροφορούμαι ότιο κ. Διαμάντης Αλκ. εργάζεται δραστηρίως
εις το να καλλιεργή παρά τοις Κουτσοβλάχοις Ρωμαϊκήν συνείδησιν. Ούτως
εκβιάζει τους ακραιφνείς Έλληνας, ομιλούντος πλήν της Ελληνικής
γλώσσης και την Κουτσοβλαχικήν τοιαύτην, όπως εγγράφωσι τα τέκνα των
εις Ρουμανικά σχολεία, υποχρεώνει να ομιλούν πάντες την Κουτσοβλαχικήν
και φροντίζει να διαφθείρη τας συνειδήσεις διά της παροχής τροφίμων,
άτινα επρομηθεύθη επιτηδείως παρά των γειτονικών περιφερειών. Επί
πλέον, φέρεται ότι απηγόρευσε τη βοηθεία των Ιταλικών Αρχών, ας
προφανώς εξηπάτησε, την καλλιέργειαν εις τα διανεμηθέντα από του 1924
κτήματα τα προερχόμενα εξ απαλλοτριώσεως και παρέδωκε ταύτα εις τους
πρώην ιδιοκτήτας. Ωσαύτως, ίδρυσε λεγεώνα, εις ην εγγράφει διά της
βίας πάντας. Αι ενέργειαι αύται είναι σατανικοί, δεδομένου ότι ούτε
μειονότης υπάρχει ή ασήμαντος, ούτε δικαίωμα έχει τις να ιδρύη σχολεία,
ούτε να προπαγανδίζη δικαιούται τις, ούτε επιτρεπτόν είναι παρά των
Ιταλικών Αρχών τούτο. Επιβάλλεται όθεν εις δεξιός χειρισμός του
ζητήματος, ώστε να διανεμηθούν παρ' υμών εις τους ακτήμονας γαίαι
καλλιεργήσιμοι ή βοσκήσιμοι εκ των πολλών υπαρχουσών εις την κυριότητα
των Κοινοτήτων, των συνεταιρισμών και των λοιπών Οργανισμών ή εκ των
ιδιοκτήτων γαιών παρεχομένων επί ενοικίω. Διά του τρόπου τούτου η
πλειονότης θα αντιδράση εις τα χιμαιρικά του Διαμάντη
φαντασιοπληκτήματα. Έτερον ζήτημα, όπερ δέον να λύσητε, είναι ότι δεν
είναι ανεκτόν να ιδρύη σχολεία, ούτε να εκ βιάζη τους κατοίκους,
δεδομένου ότι αυτός ούτος μοι ωμολόγησεν ότι "καθώς υμείς από πολλών
ετών αφήσατε ελευθερίαν εκλογής σχολείου, ούτω και οι Κουτσόβλαχοι
ουδέποτε θα εκβιάσουν". Εις ην περίπτωσιν, παρ' ελπίδα δεν επιτευχθή
επίλυσις των φλεγόντων ζητημάτων δέον ν' αναφερθήτε υμίν διά να
απευθυνθώμεν εις τας Ιταλικός Αρχάς, με την πεποίθησιν ότι θ' αποδοθή
παρ' αυτών το δίκαιον. Εκ παραλλήλου προς την τοιαύτην ενέργειαν, ήτις
κυρίως θ' απασχολή. Υμάς απαιτείται δράσις των διδασκάλων, των ιερέων,
των παλαιών και νέων πολεμιστών των παντός είδους και αρμοδιότητος
υπαλλήλων και των οργάνων ασφαλείας, με τον σκοπόν να κατανοήσωσι οι
κάτοικοι της Πίνδου τους σκοτίους σκοπούς του προμνησθέντος ατόμου και
να αναπτύξωσι σχέσεις προς τας αυτόθι πολιτικός και στρατιωτικός αρχάς
της Ιταλίας. Η δράσις αύτη θα απομονώση τον Διαμάντην. Τουναντίον, η
αδράνεια των ημετέρων, ο δισταγμός των, η αναβλητικότης των, η παθητική
των στάσις, η αμέλειά των, η αδιαφορία των και ο δήθεν ισχυρισμός των
περί αναρμοδιότητός των θα αποθρασύνη τούτον. Δεν πρέπει να παρατηρηθή
το θλιβερόν φαινόμενον που παρετηρήθη εις τι χωρίον της Κεντρικής
Μακεδονίας, εις ο επεβλήθησαν 15 θρασείς βουλγαρίζοντες επί 65 ακραιφνών
φιλησύχων και νομιμοφρόνων συγχωριανών των, ώστε να θεωρηθή το χωρίον
Βουλγαρικόν επί τω λόγω ότι οι πολλοί δεν αντετάχθησαν πεποιθότες ότι
θα απεδίδετο το δίκαιον εκ του Κέντρου. Δεν πρέπει να εμπνευσθή τις το
πνεύμα της φιλοζωίας και φιλησυχίας καίτοι τούτο άγει προς ζημίαν των
εθνικών συμφερόντων καθ' όσον όλοι μας διεκηρύξαμεν την αυτοθυσίαν, εάν
και εφ' όσον κινδυνεύη η ελευθερία μας. Κανείς δεν είπεν ότι ηρνείτο
να ριψοκινδυνεύση ή ότι θα επέζη. Όλοι μας είπομεν ότι θα πέσωμεν
ενδόξως. Αυτό πρέπει να πρυτανεύη μέσα μας με την πεποίθησιν ότι και αι
σημερινοί θυσίαι δεν είναι άσκοποι ουδέ μάταιαι. Παρακαλώ υπό το
πνεύμα τούτο να δώσητε τας κατευθύνσεις εις όλα τα εθνικά σχολεία και
να λάβη χώραν ευρεία διάδοσις παρ' αυτών βεβαιουμένων και πιστευόντων
ότι θα επιτελέσωμεν ύψιστον πατριωτικόν έργον».
Αυτόν τον λόγο μπορούσε να διατυπώσει ο Τσολάκογλου υπό ξενική κατοχή, αυτόν διατύπωσε.
Άλλωστε δεν ήταν το μόνο μέτωπο, στο οποίο έπρεπε να δώσει προσοχή
και προτεραιότητα, κατά την κρίσιμη εκείνη εποχή. Υπήρχαν πολλά εθνικά
ζητήματα ανοιχτά, στα οποία δεν έπρεπε να διστάσει να έχει
αποφασιστική στάση. Ακόμη και μία κατοχική κυβέρνηση αν έδειχνε ελλιπή
εθνική συνείδηση, υπήρχε κίνδυνος να επιτραπεί η εγγραφή υποθηκών από
τους εχθρούς.
Ο Τσολάκογλου αντέδρασε αμέσως, ενώ μια ομάδα εγκεφάλων που τον στήριζε
τον πρώτο καιρό (ανάμεσά τους έγκριτοι πανεπιστημιακοί καθηγητές,
ανώτατοι στρατιωτικοί και άλλοι επιφανείς πολίτες, αδιαφόρως πολιτικών
φρονημάτων) είχε συγκροτήσει το Γραφείο Μελετών, που λειτούργησε
αποδοτικά και σεμνά. Πλην του Κουτσοβλαχικού, που μας απασχολεί εδώ,
είχαν ανακύψει και άλλα σημαντικότατα ζητήματα, όπως το
Μακεδονικό-θρακικό, αλλά και το μέγα επιτιστικό.
Ο Διαμάντης ενοχλήθηκε από την αποφασιστική αντίδραση του κατοχικού
πρωθυπουργού, αλλά είχε ακόμη τις πλάτες των Ιταλών και πίσω απ' αυτούς
είχε τους Ρουμάνους. Η επόμενη κίνησή του είναι μια ευθεία πρόκληση.
Και την αποτολμά: Ζητεί να τον συναντήσει για να του εκθέσει τα
αιτήματά του. Με τη μεσολάβηση του ιταλικού παράγοντα, πραγματοποιείται η
συνάντηση. Στη συνέχεια, του στέλνει ένα προκλητικό έγγραφο με
ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 1941, που το υπογράφει ως αρχηγός των
Κουτσοβλάχων και στο οποίο επιχειρεί να εμφανισθεί ως πολιτικός
μεσάζων μεταξύ της κατοχικής κυβερνήσεως και των Γερμανοΐταλών
κατακτητών, ενώ θέτει και γραπτώς τα ζητήματα που κατά τη γνώμη του
έπρεπε να λυθούν και που ήταν:
α. Διορισμός νέων νομαρχών, δημάρχων και τοπικών αρχόντων, τους οποίους θα εγκρίνει ο ίδιος!
β. Άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και μετάθεση όσων δεν είναι φιλικοί προς την κίνησή του.
γ. Παροχή αποζημιώσεων όπου σημειώθηκαν καταστροφές κατά τη διάρκεια
του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά και σε όσους από τους Βλάχους είχαν
προσφέρει ζώα, μάλλινα και άλλα είδη για να ενισχύσουν τους μαχόμενους
στρατιώτες.
δ. Τιμωρία όσων είχαν καταδώσει κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο τους ρουμανίζοντες που είχαν συμπεριφερθεί αντεθνικά!
Αυτά, μεταξύ άλλων, ήταν τα κύρια αιτήματά του προς τον κατοχικό
πρωθυπουργό. Το πλήρες κείμενο του εγγράφου του Α. Διαμάντη ήταν το
ακόλουθο:
«Προς την Α.Ε. τον Στρατηγόν Γεώργιον Τσολάκογλου
Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου Ενταύθα
Εξοχώτατε,
Εμψυχούμενος από την σφοδράν επιθυμίαν να ίδω ανατέλλουσαν την ηώ μιάς
περιόδου ειλικρινούς, διαρκούς, σταθεράς και καρποφόρου συνεργασίας
μεταξύ του Ελληνικού Κράτους και του Βλαχικού στοιχείου, ανταπεκρίθην
με εξαιρετικήν ευχαρίστησιν εις την πρωτοβουλίαν της Υμετέρας
Εξοχότητος προς τον σκοπόν και με την ελπίδα να τεθούν στερεαί βάσεις
διά μίαν ως ανωτέρω συνεργασίαν.
Κατόπιν των διαμειφθέντων κατά τας δύο συνομιλίας μας 17 και 20
τρέχοντος, με τας οποίας με ετίμησε η Υμετέρα Εξοχότης, εκτιμών
επακριβώς ό,τι η Υ.Ε. μου είπε αναφορικώς προς τας δικαίας και
νομίμους διεκδικήσεις του εν Ελλάδι Βλαχικού στοιχείου, υποβάλλω εις
την Υ.Ε. τα κάτωθι:
Λαμβάνοντες υπ' όψιν τας άνευ υπολογισμού θυσίας, εις τας οποίας οι εν
Ελλάδι και απανταχού Βλάχοι υπεβλήθησαν κατ' αρχάς διά την ίδρυσιν και
κατόπιν διά την ανέλιξιν του Ελληνικού Κράτους, καθώς και την
αναμφισβήτητον μεγάλην συμβολήν εις αίμα, το οποίον έχυσαν οι Βλάχοι
από κοινού με τους Έλληνας προ της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821, κατά
την επανάστασιν, και μέχρι της σήμερον από του πρωτομάρτυρος Ρήγα
Φεραίου, του ήρωος των ηρώων Γεωργάκη Ολυμπίου και τόσων άλλων μεγάλων
αρχηγών της Επαναστάσεως Βλάχων, των ηρώων του Ελληνοτουρκικού
πολέμου, μέχρι των συγχρόνων Εθνικών Ευεργετών και διανοουμένων
Αβέρωφ, Τοσίτσα, Στουρνάρα, Σίνα, Λάμπρου, Κρυστάλλη κλπ.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι αι Αθήναι του 1800 μόλις ήτο ένας συνοικισμός
6000 κατοίκων, ήδη δε αριθμεί 1.000.000 περίπου, ενώ αι Βλαχικαί
κοινότητες της Μοσχοπόλεως η οποία ηρίθμει κατά το 1750 άνω των 60.000
κατοίκους και ένθα ήκμασε ένας Ελληνολατινικός πολιτισμός, ο οποίος
ακτινοβόλησε πέραν των ορίων της Βαλκανικής. τΓΚ Σαμαρίνας, η οποία το
1750 ηρίθμει πληθυσμόν πλέον των 30.000 και ήκμαζε η Ελληνοϊταλική
παιδεία, ο πλούτος δε της Κοινότητος και των κατοίκων ήτο
ανυπολόγιστος, ως εμφαίνεται και έκτου σωζομένου ήδη Μητροπολιτικού
Ναού, Νικολίτσας, Νιζοπόλεως και λοιπών πλείστων άλλων Βλαχικών
συνοικισμών, οι οποίοι προ ολίγων ετών ήνθουν, όπως τα ευρίσκει και τα
αναφέρει μετά θαυμασμού και εκτιμήσεως ο Πουκεβίλ, πρόξενος εν
Ιωαννίνοις της Γαλλίας, ήδη υποφέρουν τας συνεπείας μιάς μεγάλης
αδικίας και αδελφικής αχαριστίας καταδικασθέντες εις μίαν μαρασμώδη
και υποτυπώδη ζωήν.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν τας μεγάλας αδικίας, τας διαπραχθείσας συνεχώς υπό
των αλληλοδιαδόχων Κυβερνήσεων του Ελληνικού Κράτους εις βάρος του
Λατινικού Βλαχικού στοιχείου, το οποίον εθεώρησε κοινούς τους αγώνας
εναντίον των Τούρκων εν τη πεποιθήσει ότι εκ μέρους του Ελληνικού
Κράτους δεν ήτο δυνατόν ν' αγνοηθούν τα στοιχειώδη δικαιώματά των.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι άπασαι αι Κυβερνήσεις ολισθήσασαι εις ένα
παράλογον σωβινισμόν, ο οποίος καθίστατο επαχθέστερος από τον
υπερβολικόν ζήλον των τοπικών αρχών, επεδίωξαν την εξαφάνισιν του
Εθνικού χαρακτήρος του Λατινικού στοιχείου της Πίνδου, Ηπείρου,
Θεσσαλίας και Μακεδονίας, μετερχόμενοι μέσα, τα οποία απάδουν προς τον
πολιτισμόν και τας ηθικάς υποχρεώσεις του Ελληνικού Λαού προς το
Βλαχικόν στοιχείον, συστηματικούς απέκλεισαν τούτο από την οικονομικήν,
ηθικήν και εθνικήν του αποκατάστασιν, τόσον διά των εναντίον των
Βλαχικών Σχολείων μέτρων, όσον και κατά την γενομένην απαλλοτρίωσιν των
αγροκτημάτων εις την Θεσσαλίαν, Ήπειρον και Μακεδονίαν και των
χειμερινών λειβαδίων.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι το στοιχειώδες πνεύμα δικαιοσύνης και ηθικής
υπαγορεύει επιτακτικούς να τεθή τέρμα εις την τοιαύτην κατάστασιν, και
ότι το Λατινικόν στοιχείον της Ελλάδος, το οποίον μέχρι τούδε έδωσε
ματαίως τόσας αποδείξεις νομιμοφροσύνης έναντι του Ελληνικού Κράτους
και δεν εγνώρισεν ει μη μόνον επαχθείς υποχρεώσεις, χωρίς να έχη κανέν
δικαίωμα.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι το Λατινικόν Βλαχικόν στοιχείον Πίνδου,
Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, ειλικρινώς συνεργαζόμενον με το
Ελληνικόν στοιχείον, δύναται να γίνη ο ισχυρότερος συνεκτικός κρίκος
Ελλάδος-Ρουμανίας και Ρώμης-Βερολίνου και να δημιουργηθή τοιουτοτρόπως
διά της αμοιβαίας κατανοήσεως, υποκειμενικής και αντικειμενικής, η
δυνατότης καρποφόρου συνεργασίας εις όλους τους τομείς εις το πλαίσιον
της Νέας Ευρωπαϊκής τάξεως και υπό την προστασίαν των Δυνάμεων του
Άξονος.
Λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι διά την πραγματοποίηση/ της συνεργασίας
ταύτης επιβάλλεται απολύτως η επανόρθωσις εν μέρει των αδικιών του
παρελθόντος εις βάρος του Βλαχικού στοιχείου, διά να εδραιωθή η
αμοιβαία εμπιστοσύνη, και εν τω πνεύματι της αμοιβαίας κατανοήσεως, το
οποίον πρέπει να μας διέπη, επί τη βάσει των ανωτέρω και συμφώνως με
όσα καθωρίσαμεν προφορικώς με την Εξοχότητά σας, έχω την τιμήν να
υπενθυμίσω και γραπτώς την συμφωνίαν μας ταύτην, ήτις επεκυρώθη
προφορικώς διά της υμετέρας ευαρεσκείας και αντιλήψεως επί των κάτωθι
διεκδικήσεων, αι οποίαι πιστεύω ότι είναι απαραίτητοι ως απαρχή μιάς
πραγματικής και ειλικρινούς συνεργασίας.
1. Οι Νομάρχαι και οι Δήμαρχοι Ηπείρου, Πίνδου, Θεσσαλίας και
Μακεδονίας, όπου υπάρχουν εις τας ως άνω περιοχάς αμιγείς συνοικισμοί
Βλάχων ή μικτοί τοιούτοι Βλάχων και Ελλήνων, θα διορισθούν από συμφώνου
μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του κ. Αλκιβιάδου Διαμάντη, υπό
την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου των Βλαχικών Κοινοτήτων της Πίνδου,
Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας με την προηγουμένην έγκρισιν των
Αρχών Κατοχής, ήτοι των Γερμανών διά την περιοχήν Θεσσαλονίκης και των
Ιταλών διά την υπό της Ιταλίας κατεχομένην ζώνην.
2. Οι Νομάρχαι των ανωτέρω περιοχών θα έχουν εξουσίαν και καθήκοντα
Γενικού Διοικητού, έτι δε θα δύνανται να λαμβάνουν μόνοι των τα
αναγκαία διοικητικά μέτρα απολύσεως και διορισμού υπαλλήλων πολιτικών
και στρατιωτικών, μεταθέσεως αυτών διά τον αποτελεσματικόν έλεγχον της
συμφωνίας μας και την ειλικρινή συνεργασίαν με τας Στρατιωτικός αρχάς
Κατοχής. Ούτω θ' αποφευχθούν λυπηραί και εγκληματικοί εκδηλώσεις του
τελευταίου καιρού, ως και η δράσις ωρισμένων στοιχείων ουχί ανευθύνων,
τα οποία υποκινούνται από τους πράκτορας τους εχθρικώς διακειμένους
προς τον Άξονα ή ωθούνται από ένα κακώς εννοούμενον πατριωτισμόν.
3. Ο ιθαγενής πληθυσμός των ως ανωτέρω περιφερειών πρέπει να έχη τα
αντίστοιχα σχολεία εις την μητρικήν του γλώσσαν και εκκλησίας, συνεπώς
εις τους αμιγείς Λατινικούς-Βλαχικούς συνοικισμούς θα λειτουργούν
μόνον Βλαχικά Σχολεία, εις τα χωρία και πόλεις με μικτόν πληθυσμόν,
μαθηταί καταγωγής Ελληνικής θα συχνάζουν τα Ελληνικά σχολεία και
μαθηταί Βλαχικής καταγωγής τα Βλαχικά σχολεία.
4. Να δοθή μία προσωρινή πίστωσις αμέσως προ της ελεύσεως του επί
θύραις χειμώνος 250.000.000 δραχμών διά την περιοχήν της Πίνδου, ιδίως
όπου είχον την τιμήν να σας εκθέσω, πλην των επιτάξεων και των ζημιών
τας οποίας υπέστησαν εκ του πολέμου, αι περιουσίαι των Βλάχων
ελεηλατήθησαν και κατεστράφησαν εντελώς υπό του Ελληνικού Στρατού. Εκ
μόνης της Σαμαρίνης διηρπάγησαν υπό του Ελληνικού Στρατού και των πέριξ
χωρίων 3.500 φορτία οικιακών ειδών εξ ερίου και η καταστροφή της
κωμοπόλεως συνεπληρώθη διά της πυρπολήσεως πλείστων οικιών, χωρίς ν'
αναφέρω την κατάστασιν των χωρίων Δουτσικό, Αβδέλλα, Βρυάζα (Διστράτου
κλπ.).
5. Απόλυτον ισότητα εις την παροχήν οικονομικών βοηθημάτων, ανάλογον
διανομήν σίτου και τροφίμων. Αι τραπεζιτικοί πιστώσεις να χορηγώνται
δικαίως, χωρίς να επιδιώκεται, ως εγένετο μέχρι τούδε, η συστηματική
πτώχευσις του Βλαχικού στοιχείου. Να παύσουν αι Αρχαί μεροληπτούσαι
εις βάρος των Βλάχων εις όλα εν γένει τα ζητήματα και να μη
εμφανίζωνται πλέον πράξεις ως αι σημειωθείσαι και τελευταίως εν
Σιατίστη ένθα, ενώ διετέθησαν 7.000 ημίονοι κατά τον παρελθόντα Ιούλιον
διά χωρικούς, ουδέν ζώον εδόθη εις τους Βλάχους αγωγείς και
επαγγελματίας, παρ' όλον ότι είχον επιταχθή υπό του Ελληνικού Κράτους
τα ζώα των κατά την διάρκειαν του πολέμου και γνωστού όντος ότι ο
μόνος πόρος ζωής διά τους Βλάχους αγωγείς και επαγγελματίας ήσαν τα
επιταχθέντα ζώα των.
6. Να τροποποιηθή ο Νόμος περί Δήμων και Κοινοτήτων, ως και ο
Αγροτικός, ώστε οι Βλάχοι ν' αποκτήσουν άνευ διαδικασίας τα αυτά
δικαιώματα και τας αυτάς υποχρεώσεις εις τας Κοινότητας όπου
παραχειμάζουν και να έχουν δικαιώματα μετά των λοιπών κατοίκων επί της
Κοινότητος και της κοινής βάσεως των Συνεταιρισμών. Να παραχωρηθούν αι
χειμερινοί βοσκαί εις τους Βλάχους κτηνοτρόφους και να παύση ο
παραγκωνισμός και η μεροληψία των Αρχών εις βάρος των.
7. Να τιμωρηθούν αυστηρώς οι συκοφάνται και οι υπαίτιοι οίτινες
προυκάλεσαν τας διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, και εκτοπίσεις των
Βλάχων κατά την διάρκειαν του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ως διακειμένων
φιλικώς προς τον Άξονα και να απολυθούν οι υπάλληλοι και τα όργανα της
Δημοσίας Ασφαλείας τα οποία διέπραξαν βανδαλισμούς εις βάρος των
Βλάχων γερόντων, παιδιών και γυναικών των.
Εξοχώτατε,
Εις στιγμάς εκτάκτως δυσχερείς και ημέρας κρισίμου καμπής διά την
ιστορίαν και το μέλλον της Ελλάδος, αντιμετωπίζουσα η Υμετέρα Εξοχότης
με γενναιότητα την πραγματικότητα, έσχετε το θάρρος να διακηρύξετε
την αλήθειαν και να στιγματίσετε τα φοβερά λάθη και την εγκληματικήν
νοοτροπίαν των κυβερνησάντων εις το παρελθόν. Διατρανώνοντες την ανάγκην
ενός υγιούς προσανατολισμού της πολιτικής της Ελλάδος, θέτοντες τέρμα
εις τα λάθη του παρελθόντος, έχετε την ευκαιρίαν και δυνατότητα
σήμερον να εξαλείψητε τας αδικίας τας διαπραχθείσας εις βάρος του
Βλαχικού στοιχείου, εξασφαλίζοντες ούτω μίαν κοινωνικήν ισορροπίαν και
ομόνοιαν εις τας ανωτέρω περιοχάς, ομόνοιαν και συνεργασίαν, αι οποίαι
θα έχουν ως αποτέλεσμα την εξασφάλισιν ειρηνικής διαβιώσεως και
ευημερίας του τε Βλαχικού και Ελληνικού στοιχείου, προωρισμένων εκ των
γεωπολιτικών και γεωοικονομικών συνθηκών να συμπληρώσωσιν αλλήλους
και να συζούν.
Αι διαβεβαιώσεις, τας οποίας η Υ.Ε. εν τη υψηλή της σωφροσύνη και εν τη
υψηλή κατανοήσει της πραγματικότητος, ευηρεστήθη να μοι είπη
προφορικώς, μοι ενίσχυσαν την ελπίδα και την πεποίθησιν ότι θα δοθή
ευμενής και άμεσος πρακτική θέσις εις τας ως άνω δικαιοτάτας
διεκδικήσεις, όπως επιβάλλει το δίκαιον και η λογική προς το κοινόν
συμφέρον.
Διατελών με την πεποίθησιν ταύτην, παρακαλώ, Εξοχώτατε, να δεχθήτε την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου προς Υμάς υπολήψεώς μου,
Ο εκπρόσωπος των Βλαχικών Κοινοτήτων της Πίνδου και του Βλαχικού στοιχείου της Νοτίου Βαλκανικής
Αλκιβιάδης Διαμάντης».
Το
έγγραφο αυτό του «πρίγκιπα» ήταν προκλητικό, όχι μόνο για τις
παράλογες και όλως ανεδαφικές αξιώσεις που διατύπωνε, αλλά και για τον
επιπρόσθετο λόγο ότι άφηνε να εννοηθεί ότι δήθεν ο Τσολάκογλου
συναινούσε σ' αυτές. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και
προκύπτει από τις ενέργειες που τελικά έκανε ο
στρατηγός για να αντιμετωπίσει τον τυχοδιώκτη. Ο κατοχικός πρωθυπουργός θύμωσε από το ύφος και τις δόλιες ανακρίβειες που περιείχε το έγγραφο και δεν απάντησε.
στρατηγός για να αντιμετωπίσει τον τυχοδιώκτη. Ο κατοχικός πρωθυπουργός θύμωσε από το ύφος και τις δόλιες ανακρίβειες που περιείχε το έγγραφο και δεν απάντησε.
Προτίμησε τα λόγια από τα γράμματα. Αντικατέστησε πράγματι τους νομάρχες στους επίμαχους νομούς, τοποθετώντας
πρόσωπα που ήταν μεν Κουτσόβλαχοι, αλλά είχαν ακέραιη εθνική
συνείδηση, και λειτούργησαν επωφελώς. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να επιβάλει
τη θέλησή του σε όλους τους νομούς και με εντολή των Ιταλών
παρεισέφρησαν πρόσωπα φιλικά προς τον Διαμάντη, του οποίου τις εντολές
εκτέλεσαν πρόθυμα για τη στελέχωση δήμων και κοινοτήτων.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διαμάντης πράγματι βρισκόταν ανάμεσα στους
Ιταλούς κατακτητές και στην κατοχική κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας τους
πρώτους για να εκβιάζει τη δεύτερη. Χωρίς την αρχική στήριξη των
διοικητών των δύο ιταλικών μεραρχιών στα Τρίκαλα και τη Λάρισα, των
μεραρχιών «Φορλί» και «Πινερόλο», ο Διαμάντης θα ήταν ανίσχυρος.
Αυτό το γνώριζε ο Τσολάκογλου και, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε
άλλες επιλογές, χρησιμοποίησε το έσχατο μέσον και άρχισε να τον
διαβάλλει στους Ιταλούς, μέχρι του σημείου που έχασαν την εμπιστοσύνη
τους απέναντι του και τον υποχρέωσαν να απομακρυνθεί.
Ωστόσο, παράλληλα με τον στρατηγό Τσολάκογλου αυξανόταν η αντίδραση
επιφανών πολιτών κουτσοβλαχικής καταγωγής εναντίον του Αλκ. Διαμάντη.
Στη Λάρισα είχε δημιουργηθεί μια ομάδα αντιδρώντων, ανάμεσα στους
οποίους ήταν ο γιατρός Νικ. Ράπτης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και άλλοι.
Στις αρχές του 1942 ο Διαμάντης είχε επισπεύσει τις ενέργειες για να
δώσει σάρκα και οστά στο κρατίδιο που ονειρευόταν. Κάλεσε τους
σημαντικότερους Βλάχους επιστήμονες της Λάρισας, για να τους
εξαναγκάσει να συνεργασθούν μαζί του, σε πολυτελή γραφεία που μόλις
είχε νοικιάσει στο κέντρο της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι τις προσκλήσεις τις επέδωσαν Ιταλοί καραμπινιέροι.
Στη συγκέντρωση, που ακολούθησε, τους ζήτησε, ύστερα από μια εκτενή
ιστορική εισαγωγή που χρησιμοποιούσε επιχειρήματα παρόμοια με εκείνα
που είχε διατυπώσει στην επιστολή του προς τον Τσολάκογλου, να
προχωρήσουν στην οργάνωση που είχε σχηματισθεί, στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα».
Τους προειδοποίησε ότι όποιος δεν θα δεχόταν, καλό θα ήταν να
απομακρυνθεί από την περιοχή, νοτίως του Δομοκού, μέσα σε προθεσμία 48
ωρών.
Στη συγκέντρωση εκείνη, δεν είχε δεχθεί να συμμετάσχει ένας μόνον από τους προσκαλεσμένους: ο χειρούργος Νικόλαος Ράπτης. Την
επομένη ημέρα, δύο Ιταλοί πήγαν και τον έφεραν στα γραφεία του
Διαμάντη, ο οποίος, παρουσία του Νικολάου Ματούση, του ανέπτυξε τα
σχέδιά του και του ζήτησε να προσχωρήσει και αυτός. Ο Ν. Ράπτης αρνήθηκε
κάθε άλλη συζήτηση, με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί ο «πρίγκιπας» και να
χειροδικήσει σε βάρος του.
Έτσι ακριβώς δόθηκε η αφορμή για να μορφοποιηθεί η αντίδραση-αντίσταση στα σχέδια του Διαμάντη. Στην κλινική Ράπτη
της Λάρισας συγκεντρώθηκαν όσοι δεν συμμερίζονταν τα χιμαιρικά και
ανθελληνικά σχέδια των ρουμανιζόντων και άρχισαν να συσκέπτονται και να
ανταλλάσσουν γνώμες πώς να ενεργήσουν.
Επικεφαλής της όλης κίνησης ήταν βέβαια ο Διαμάντης. Πρόεδρος της οργάνωσης ήταν ο δικηγόρος Νικόλαος Ματούσης, αντιπρόεδρος ο συνάδελφος του Δημοσθένης Τσούτρας και ταμίας ο γιατρός Τάχας. Όλοι κατάγονταν από τη Σαμαρίνα και ειδικά οι τρεις τελευταίοι, όπως και πολλά άλλα δευτερότερα στελέχη, ήταν
πρώην κομμουνιστές, οι οποίοι τώρα είχαν προσκολληθεί στην αξονική
γραμμή, χωρίς - για κάθε ενδεχόμενο - να πάψουν να διατηρούν επαφή με
ορισμένους κομμουνιστές και στελέχη του ΕΑΜ. Άλλωστε στην
περαιτέρω πορεία των ρουμανιζόντων κατά την Κατοχή, αργότερα,
ορισμένοι θα περάσουν με άνεση στην υπηρεσία του ΕΛΑΣ.
Συγκεντρώθηκαν οι αντιδρώντες και κατέληξαν στην ιδέα ότι η καλύτερη
λύση θα δινόταν αν προχωρούσαν στην επίδοση ενός υπομνήματος προς τον
Ιταλό στρατηγό Ρουτζέρο, που έδρευε στη Λάρισα και ήταν διοικητής της
μεραρχίας «Φορλί». Του έγραφαν στις 15 Ιανουαρίου 1942:
«Εξοχώτατε,
Έχομεν την τιμήν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι να υποβάλωμεν υπό την δικαίαν κρίσιν Υμών τ' ακόλουθα:
Από τίνων ημερών καλούμεθα υπό του κ. Αλκ. Διαμάντη, οι δίγλωσσοι
Βλαχόφωνοι, να εγγραφώμεν ως μέλη μιας Κοινότητος ιδιαιτέρως
σχηματιζομένης υπό τούτου εν Λαρίση.
Ετάχθη προς τούτο ολιγοήμερος προθεσμία και εν αρνήσει μάς εδηλώθη ότι
θέλομεν συλληφθή και υποβληθή εις εξορίαν και βασανιστήρια. Εν τω
μεταξύ, κατά τίνων εξ ημών, αρνηθέντων να προσέλθουν εις μίαν
συγκέντρωσιν, ην ενήργησε την 7ην τρέχ. εις τα ενταύθα Γραφεία της
Κοινότητος, μετήλθε μέτρα βιαίας προσαγωγής των, υπό Ιταλών στρατιωτών,
μάλιστα δε τον χειρούργον ιατρόν και Διευθυντήν της ενταύθα
Πολυκλινικής κ. Νικόλαον Ράπτην ερράπισεν ο ίδιος κ. Διαμάντης.
Τυγχάνοντες νομοταγείς Έλληνες πολίται αναφέρομεν Υμίν, ότι ημείς εξ
αρχής της Κατοχής της Ελλάδος εδείχθημεν ψύχραιμοι και λογικοί εις τας
διαταγάς των Στρατιωτικών Αρχών.
Δεν δυνάμεθα άλλως τε ν' αντιληφθώμεν ποίοι οι σκοποί της ιδρυομένης
Κοινότητος, εφ' όσον τα στελέχη αυτής άλλοτε ομιλούν περί Ρωμαϊκής
κινήσεως, συνηθέστερον δε περί Ρουμανικής τοιαύτης, και εις βάρος της,
εγνώσθη π.χ. ότι από τον Γεώργιον Μητσιμπούναν, κτηνοτρόφον,
εισεπράχθησαν δραχμαί 200.000, από τον Ιωάννην Αγορογιάννην,
κτηνοτρόφον επίσης, δραχμαί 240.000 και πολλοί άλλοι έδωσαν ή πιέζονται
να δώσωσι διάφορα χρηματικά ποσά ή είδη, μάλιστα δε μερικοί τούτων
παρεπονέθησαν ήδη απ' ευθείας και προς Υμάς.
Συνεπώς η πρόσκλησις και ο εξαναγκασμός ημών να εγγραφώμεν εις
χωριστήν Κοινότητα είναι δι' ημάς άνευ σκοπού, δεδομένου ότι δεν
αποτελούμεν ξένον τι στοιχείον προς τον υπόλοιπον Ελληνικόν πληθυσμόν.
Εάν βεβαίως πρόκειται περί διαταγής Υμών διά την ίδρυσιν ενός
Σωματείου με σαφείς και ευγενείς σκοπούς, θα συμμορφωθώμεν, εάν είναι
ανάγκη, αναμένοντες την κοινοποίησιν της τοιαύτης Διαταγής Υμών
επισήμως. Εις αντίθετον όμως περίπτωσιν, φρονούμεν ότι δεν είναι
δίκαιον να πιεζώμεθα, ως τούτο γίνεται, και παρακαλούμεν να διατάξητε
τι δέον να ενεργήσωμεν προς προστασίαν μας με την πρόσθετον
διαβεβαίωσιν ημών, ότι είμεθα όλοι φιλήσυχοι και φιλόνομοι άνθρωποι,
ασχολούμενοι απλώς με την εργασίαν μας, προς συντήρησιν των
οικογενειών ημών.
Ευπειθέστατοι οι αιτούντες Δημ. Χατζηπύρρος, Γεώργ. Ρούσας, Λάζ. Κίκας,
Χαρίλ. Τζήμας, Στέργ. Κωνσταντίνου, Απόστ. Κατσιλέρος, Κωνστ. Κύρκος -
άπαντες δικηγόροι. Νικόλ. Ράπτης, Γεώργ. Τάρης - αμφότεροι ιατροί.
Ευάγ. Αβέρωφ - πρώην Νομάρχης Κερκύρας. Κωνστ. Πλίτσης, Νικ. Διον.
Ράπτης - έμποροι».
Πράγματι, την ίδια ημέρα επιδόθηκε το έγγραφο από μια επιτροπή των
υπογραφομένων, που παρουσιάσθηκαν στον Ιταλό στρατηγό. Τους συνόδευε ο
από δεκαετιών Ιταλός πρόξενος Ιούλιος Βιανέλλι, ο μόνος Ιταλός στην
περιοχή που ήταν εμφανώς αντίθετος προς τον Διαμάντη. Η απάντηση του
στρατηγού ήταν θετική και υποσχέθηκε ότι θα έπαιρνε μέτρα για να
εμποδίσει τις αυθαιρεσίες του.
Οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι θεώρησαν επιτυχία τους την κατανόηση του
στρατηγού Ρουτζέρο και έδωσαν για δημοσίευση ένα ευχαριστήριο, το
οποίο ελαφρά τροποποιημένο δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα. Αλλά
τελικά τίποτε δεν άλλαξε και η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», που είχε αποκτήσει
παραστρατιωτική δομή, συνέχιζε ανενόχλητη τη δράση της. Θα ήταν βέβαια
παράλογο οι Ιταλοί να αποποιηθούν μια οργάνωση που δουλικότατα
συνεργαζόταν μαζί τους αποδοτικά, αφού μάλιστα είχε καταφέρει να
συλλέξει μέχρι τότε 8.000 κρυμμένα όπλα, καθώς και μερικούς Αγγλους
στρατιώτες που είχαν απομείνει από τον πόλεμο και κρύβονταν.
Στη Ρωμαϊκή Λεγεώνα είχαν στρατολογηθεί ανυπόληπτα πρόσωπα, που μόνο
επίτευγμά τους ήταν οι λεηλασίες και η τρομοκρατία στην ύπαιθρο, ιδίως
αν οι κάτοικοι δεν ήταν Κουτσόβλαχοι ή δεν εκδηλώνονταν ως
ρουμανίζοντες. Για τη δράση της θα γίνει αναλυτικότερη αναφορά στη συνέχεια.
Και ενώ η παραστρατιωτική αυτή οργάνωση συνέχιζε την ανθελληνική
δράση της με μεγαλύτερη ένταση, ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης,
διευθυντής της εφημερίδας «Θεσσαλία» του Βόλου δημοσίευε τον Φεβρουάριο
μια σειρά άρθρων με εθνικό περιεχόμενο, χρησιμοποιώντας τίτλους όπως
«Η Ελλάδα μας» ή «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι - Μία καθαρά ελληνική
φυλή». Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 έγραφε σε κύριο άρθρο, αναφορικά με
τον κλονισμό της δημόσιας ασφάλειας:
«Η εμφάνισις μιας αντεθνικής προπαγάνδας, η οποία χρησιμοποιεί
κατσικοκλέφτες και διάφορα άλλα άτακτα στοιχεία εις τας επιχειρήσεις
της εις την ύπαιθρον, προσφέρει νέον πεδίον δράσεως εις τους εν λόγω
κακοποιούς. Υπάρχουν θετικαί πληροφορίαι ότι γίνονται προτάσεις εις
τους κακοποιούς να ενσωματωθούν εις αντεθνικήν λεγεώνα, με υποσχέσεις
ότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα εξασφαλίσουν την πλήρη ατιμωρησίαν εις
τας επιδιώξεις των.
Παρόμοιαι προτάσεις γίνονται και εις τα παντός είδους άτακτα στοιχεία
της υπαίθρου. Έτσι, συστηματικώς καλλιεργείται η πλήρης διασάλευσις της
δημοσίου ασφαλείας από ανθρώπους εκμεταλλευομένους κάθε ιερόν και
όσιον με την μωράν ελπίδα ότι ημπορούν διά της πλιατσικολογίας να
κυριαρχήσουν.
Όλα αυτά δεικνύουν ότι αι Αρχαί πρέπει να εξαρθούν εις το ύψος της
αποστολής των. Η επιείκεια προ τοιούτων πληγμάτων που θίγουν την
εθνικήν μας υπόστασιν πρέπει να λείψη. Και το κράτος του νόμου να
λειτουργήση αμείλικτον.
Η Ελλάδα μας, η γλυκειά μας πατρίδα, δεν έχει γίνει αμπέλι ξέφραγο
όπου μπορεί κάθε κακοποιός να κάνη ό,τι θέλει. Και αν αι Αρχαί μας δεν
είναι εις θέσιν να το διακηρύξουν αυτό, ας αφήσουν να το διαλαλήση ο
λαός μας, ένας από τους ευγενεστέρους, ηρωικωτέρους και πλέον
εκλεκτούς λαούς της υφηλίου».
Η αρθρογραφία αυτή της «Θεσσαλίας», που η κυκλοφορία της κάλυπτε
ολόκληρη τη Θεσσαλία και πλέον, εμψύχωσε τον πληθυσμό, αλλά ταυτόχρονα
εξόργισε τον Διαμάντη και τους συνεργάτες του. Αποφασιστικό πλήγμα
εναντίον τους ήταν όμως μία οξεία και θαρραλέα πρωθυπουργική
εγκύκλιος, που κοινοποιήθηκε σε πολλούς παραλήπτες:
«Αριθ. Α.Π. 341
Αθήναι τη 12 Μαρτίου 1942 Προς άπαντα τα Υπουργεία, Γενικήν Διοίκησιν
Μακεδονίας, Γενικήν Διεύθυνσιν Τύπου και Ραδιοφωνίας, Γραφείον Μελετών,
Υπηρεσίαν ανταποκρίσεως μετά των Γερμανικών Πολιτικών Αρχών,
Επιτροπήν Συνδέσμου μετά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών, Επιτροπήν
Συνδέσμου μετά των Ιταλικών Στρατιωτικών Αρχών.
I. Ιδιοτελή τινα πρόσωπα εκμεταλλευόμενα την κρίσιμον περίοδον που
διατρέχει η Πατρίς μας, προσπαθούσιν από τίνος να ενσπείρωσι ζιζάνια
μεταξύ του Ελληνικού Λαού με τον σκοπόν ν' αποκομίσωσι ατομικά οφέλη.
Προς τούτο εξέλεξαν τον δρόμον να εκμεταλλευθούν το Ελληνικόν Βλαχικόν
στοιχείον. Ενόμισαν, δηλαδή, ότι επήλθε η στιγμή να σκυλεύσωσι την
Ελλάδα, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι η Ελλάς οσαδήποτε πλήγματα και αν
υποστή δεν θα παύση ποτέ να φωσφορίζη και τέλος θά ξαναλάμψη έτι
φαεινοτέρα, διότι της αξίζει.
Το Βλαχικόν στοιχείον συνδέεται με την Ελλάδα διά του αίματος και της
ψυχής. Έχει να επίδειξη την ευρείαν και ηρωικήν συμμετοχήν του τόσον
εις τον αγώνα του 1821, όσον και εις τους μεταγενεστέρους
απελευθερωτικούς πολέμους, πλουσίαν συμβολήν εις τα έργα φιλανθρωπίας
και του πολιτισμού και τέλος εξέχουσαν συνεργασίαν εις την πνευματικήν
και οικονομικήν ανάδειξιν του Τόπου.
Ο εθνομάρτυς Ρήγας Φεραίος, ο πολιτικός Κωλέττης, οι αρματωλοί της
Πίνδου και του Ολύμπου Βλαχάβας, Νικοτσάρας και άλλοι, οι εθνικοί
ευεργέται Αβέρωφ, Σίνας, Τοσίτσας, Στουρνάρας και άλλοι, οι ποιηταί
Ζαλοκώστας, Κρυστάλλης, Χρηστοβασίλης, οι καθηγηταί Πανταζίδης και
Λάμπρος είναι άπαντες Έλληνες Βλάχοι.
Εκ των νεωτέρων Βλάχων πλείστοι όσοι εσταδιοδρόμησαν, καταλαβόντες υψίστας θέσεις.
Αι ανωτέρω περγαμηναί των παλαιοτέρων και νεωτέρων Ελλήνων Βλάχων,
πρέπει να πείσουν πάντα δύσπιστον, ότι αι προσπάθειαι εκμεταλλεύσεως
της προσωρινής δυστυχίας του Ελληνικού Λαού δεν θα αποβώσι καρποφόροι,
οιωνδήποτε μέσων και αν γίνη χρήσις. Δεν είναι δυνατόν οι
Έλληνες-Βλάχοι ν' αρνηθώσι την ιστορίαν των προγόνων των και να
περιπλακώσιν εις περιπετείας, εις ας οι εκμεταλλευταί άνευ έρματος και
με υπόπτους κατευθύνσεις τους οδηγούν.
II. Το Ελληνικόν Κράτος προ της εσκεμμένης ως ανωτέρω απόπειρας των,
πρέπει να εξαντλήση άπασαν την δυναμικότητά του, ιδία σήμερον, που
διέρχεται την κρίσιμον καμπήν, ίνα αντιδράση τελεσφόρως. Δεν αντέδρασε
μέχρι σήμερον, ουδέ εσκέφθη ν' αναφέρη τ' ανωτέρω, καθ' όσον οι Βλάχοι
είναι αγνοί Έλληνες μη διαφέροντες των λοιπών ή μόνον κατά τον τόπον
της καταγωγής. Ως γνωστόν, ήσαν και είναι ισότιμοι κατά πάντα
Έλληνες, εις την συνείδησιν, εις τον χαρακτήρα, εις την γενναιότητα
και την Ελληνοπρέπειαν.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΠΑΙΤΩ όπως άπασαι, γενικώς, αι Αρχαί δεικνύωσι πυγμήν και
σθεναρότητα ως προς την εφαρμογήν των Νόμων, έναντι εκείνων, οίτινες,
υπό την δήθεν εύνοιαν των Αρχών Κατοχής, προβαίνουσι εις παρανομίας
(αντικαταστάσεις Κοινοταρχών, κλείσιμον σχολείων).
Εφιστώ την προσοχήν απάντων των Κρατικών υπαλλήλων επί των κάτωθι:
- Να επιλύωσι τα απασχολούντα τους Βλάχους ζητήματα με ενδιαφέρον και αμεροληψίαν.
- Να μη παραλείπωσι να εκδηλώνωσι προς τούτους και εξηγώσι συγχρόνως
ότι η προσωνυμία "Βλάχοι" δεν είναι τι διακριτικόν ή επίμεμπτον από
τους Έλληνας και ότι άπαντες είμεθα Έλληνες και έχομεν προσφέρει και
προσφέρομεν εξ ίσου τας υπηρεσίας μας και το αίμα μας ακόμη, διά την
ταλαιπωρημένην Πατρίδα μας. Ιδιαιτέρως τα όργανα ασφαλείας να ενεργώσι
μετά συνέσεως και μεγάλης συντηρητικότητος και να μη πίπτωσι θύματα
εσκεμμένων σκευωριών, κινούμενα με υπέρμετρον ζήλον επί την εκτέλεσιν
των καθηκόντων των.
- Να παύση τελειωτικώς πάσα άλλη προσωνυμία θίγουσα την Ελληνικήν
υπόστασιν των Βλάχων, κατά την διατύπωσιν των εγγράφων ως και κατά τας
συζητήσεις επισήμους ή μη. Μία είναι η προσωνυμία "Βλάχοι".
III. Τα Υπουργεία και αι Γενικαί Διοικήσεις ν' ασχοληθώσιν ιδιαιτέρως
με τας περιοχάς, ένθα κατοικούσι Βλάχοι, διά την αποστολήν Κρατικών
λειτουργών με ευρύτητα αντιλήψεως, αμεροληψίας και ικανότητα προς
επίλυσιν των εκκρεμών και αναφυομένων ζητημάτων, των Βλάχων.
Να επιληφθώσιν αμέσως της μελέτης και λάβωσι άμεσα μέτρα προς επίλυσιν
τόσον των γενικών, όσον και των τοπικών ζητημάτων των Βλάχων προς
ανακούφισίν των.
IV. Επί τη βάσει των άνω κατευθύνσεων τα Υπουργεία, αι Γενικοί
Διοικήσεις να εκδώσωσι τας διαταγάς των και να παρακολουθώσι μετ'
ενδιαφέροντος την ε- κτέλεσίν των.
Ούτω μόνον θα κατορθώσωμεν να συγκρατήσωμεν την συνεκτικότητά μας και
να αντιδράσωμεν εις κάθε εχθρικήν προσπάθειαν κατά της Πατρίδος μας,
ενώ συγχρόνως θα επιτύχωμεν να μας εκτιμήσωσι και θαυμάσωσι οι Στρατοί
Κατοχής κατά την προσωρινήν αυτήν δύστηνον περίοδον που διερχόμεθα.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως
Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ». Ο κατοχικός πρωθυπουργός δεν αρκείται σ' αυτό το
έγγραφο, αλλά εκδίδει και μία άλλη εγκύκλιο προς όλους τους νομάρχες:
«Γραφείον Πρωθυπουργού Αρ. Ε.Π. 66
Αθήναι 13 Μαρτίου 1942 Νομάρχας Κράτους
Πληροφορούμαι ότι εις την Βόρειον Ελλάδα, την Θεσσαλίαν και εις άλλα
σημεία της Χώρας παρατηρείται συστηματική δράσις ξένων προπαγανδών,
αίτινες αποβλέπουν εις την εξάρθρωσιν του Κράτους, εις την παραπλάνησιν
των υπαλλήλων και εις την διά καταχθόνιων μέσων δηλητηρίασιν της
εθνικής συνειδήσεως του Λαού.
Οι σκοτεινοί πράκτορες της αντεθνικής κινήσεως σκορπίζουν άφθονον
χρήμα, δελεάζουν τον Λαόν με τρόφιμα, τώρα που ταύτα σπανίζουσι, και
ορθούται το φάσμα της πείνης, και, όπου ευρίσκουν ακατάλληλον το
έδαφος διά τους σατανικούς σκοπούς, απειλούν διά παντοίων μέσων.
Ιδιαίτατα εκβιάζονται κάτοικοι χωρίων, εκ της παρουσίας αξιωματικού ή
υπαξιωματικού των ξένων στρατευμάτων παρά το πλευρόν των οργάνων των
προπαγανδών ή των χαμερπών εκβιαστών. Διότι ατυχώς συνεργάζονται και
μετά των αρχών Κατοχής, αποβλέποντες εις προσωπικά οφέλη.
Ούτοι κυρίως είναι γνωστοί Λεγεωνάριοι, οίτινες διά παντός θεμιτού ή
αθεμίτου μέσου εφείλκυσαν την εμπιστοσύνην των ξένων, καταστάντες τυφλά
όργανα τούτων.
Το λυπηρόν είναι ότι οι χωρικοί, πολίται τινές και ακόμη όργανα της
Ασφαλείας, δεν αντιτάσσονται με την αρμόζουσαν στάσιν έναντι τούτων
και παθητικώς αναμένουσι την λύσιν με εσταυρωμένος τας χείρας.
Ο πόλεμος δεν έληξε. Συνεχίζεται εισέτι ειρηνικώς εν τη Ελλάδι και το
μέτωπον αποτελείται από όλους τους Έλληνας, άνδρας και γυναίκας.
Αν νικήσωμεν εις αυτόν η Πατρίς θα μας ευγνωμονή. Αν ηττηθώμεν, η ιστορία θα μας περιγράψη με τα μελανότερα χρώματα.
Δεν είναι νοητόν να φανώμεν ανάξιοι απόγονοι αξιωτάτων προγόνων, οι
οποίοι επέρασαν διά πυρός και σιδήρου διά να μείνουν αλώβητοι και
απτόητοι εις την εθνικήν σκοπιάν.
Μη μιμήσθε εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες διά να εξασφαλίσουν το
τομάρι των και τα συμφέροντά των εκλείσθησαν εις τους τέσσαρας τοίχους
της οικίας των και δήθεν κλαυθμηρίζουν, ή σχολιάζουν ή επικρίνουν υπό
το προσωπείον του πατριώτου. Μη αδιαφορήτε ως αδιαφορούν ολίγοι τινές.
Μη αναμένετε τας λύσεις μοιρολατρικώς. Μη πιστεύητε τους διαδοσίας,
οίτινες πολυειδώς και ποικιλοτρόπως μας εκμεταλλεύονται διά να
πλουτίζουν αθεμίτως και παρά πάντα νόμον.
Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν των υπαλλήλων και των οργάνων της
τάξεως επί της βαρυτάτης ευθύνης που υπέχουν απέναντι της Κυβερνήσεως
και του Έθνους.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα της τάξεως οφείλουν να ενεργούν κατά την
Ελληνικήν και υπαλληλικήν των συνείδησιν, συμφώνως προς τας οδηγίας
της Κυβερνήσεως και προς το συμφέρον του Έθνους, χωρίς να υποκύπτουν
εις 'τας θρασείας ενεργείας των εκβιαστών και των οργάνων των
προπαγανδών, αι οποίαι· επιζητούν να εκμεταλλευθούν τας δυσχερείας της
Πατρίδος μας διά να καταφέρουν κατ' αυτής, ύπουλα και δολοφονικά
πλήγματα.
Οι υπάλληλοι και τα όργανα Ασφαλείας δεν πρέπει να λησμονήσουν έστω και
επί στιγμήν ότι εις χείρας των ευρέθησαν ύψιστα συμφέροντα του Έθνους.
Να διαμαρτύρησθε εις τα Φρουραρχεία των Αρχών Κατοχής, να με τηρήτε
ενήμερον διά τηλεγραφικών και ταχυδρομικών αναφορών ή δι' οιουδήποτε
άλλου μέσου, επιβαλλομένου από τας ειδικός περιστάσεις, υφ' ας τελούμεν
και να διαφωτίζητε επιμόνως την κοινήν γνώμην όπως μη πίπτη θύμα της
πλεκτάνης της Ελλάδος.
Πρέπει να κατανοηθή παρά πάντων ότι αι Αρχαί Κατοχής, αίτινες εσεβάσθησαν τον Ελληνικόν
Λαόν, εκτιμώσι τους φιλονόμους και φιλησύχους Έλληνας και δεν
αρέσκονται εις ανωμαλίας. Συνεπώς πάσα υπερήφανος στάσις μας θα
εκτιμηθή παρά των τοπικών ηγητόρων και θα εύρωμεν την συνδρομήν των.
Απαιτείται όμως και πάντες οι Έλληνες να είναι έτοιμοι να προτιμήσουν
να διακινδυνεύσουν, παρά να ωχριώσι προ πραγματικής ή φαινομενικής
απειλής. Προς τον σκοπόν τούτον δέον να εργάζωνται πάντες εις το να
γίνη αντιληπτόν τούτο ως εθνική ανάγκη. Αν δεν νικήσωμεν εις τον
ειρηνικόν αγώνα μέχρι της ειρήνης ούτε η ζωή μας θα εξασφαλισθή ούτε η
περιουσία μας θα σωθή.
Η ελευθερία και η ευημερία εξασφαλίζονται εάν επιδείξωμεν ζωτικότητα,
σύμπνοιαν, νομιμοφροσύνην και εάν κρατώμεν υψηλά το εθνικόν λάβαρον,
χωρίς να κλονιζώμεθα και χωρίς να ωχριώμεν.
Ας μή λησμονώμεν ότι όλοι μας απεφασίσαμεν να πέσωμεν ενδόξως. Διατί
τώρα να διστάζωμεν; : Εις τα χέρια όλων των Ελλήνων ευρίσκεται η τύχη
της Ελλάδος. Αρθήτε εις το ύψος των περιστάσεων και φανήτε αντάξιοι των
ελπίδων, τας οποίας η Πατρίς στηρίζει εις υμάς.
Στρατηγός Γ. ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ Πρόεδρος της Κυβερνήσεως», j
Η εγκύκλιος προς τους νομάρχες δημοσιεύθηκε στις θεσσαλικές εφημερίδες,
γεγονός που ενθάρρυνε τον πληθυσμό και φυσικά απογοήτευσε τους
λεγεωνάριους, που δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθούν ανοιχτά με την
κατοχική κυβέρνηση. Στην προσπάθειά του να επιτύχει μέγιστο αποτέλεσμα, ο
Τσολάκογλου επιστράτευσε και ορισμένες κουτσοβλαχικής καταγωγής
προσωπικότητες, κυρίως στρατιωτικές (στρατηγός Ντάκος, συνταγματάρχης
Απόστ. Παπαγεωργίου, λοχαγός Θ. Σαράντης κ.ά.), στέλνοντάς τους στις
επίμαχες περιοχές για να αναπτερώσουν το ηθικό του πληθυσμού.
Η κορυφωμένη αντίδραση που αντιμετώπισε η ομάδα του Διαμάντη δεν τον
πτόησε όμως. Οι θεσσαλικές εφημερίδες υποχρεώθηκαν να δημοσιεύσουν, με
τον τίτλο «Επιβεβλημένη απάντησις», το μανιφέστο των ρουμανιζόντων προδοτών:
«Εις την εφημερίδα "Θεσσαλία" του Βόλου εδημοσιεύθη μία σειρά άρθρων
εναντίον των Βλάχων της Ελλάδος και μερικά αποσπάσματα από το βιβλίον
του καθηγητού κ. Κεραμοπούλου περί των Βλάχων. Όσον αφορά τα άρθρα,
ελπίζομεν η ( Ελληνική Κυβέρνησις να θέση τέρμα εις αυτήν την
εκδήλωσιν. Εις κανέναν δεν επιτρέπεται να παίζη εν ου παικτοίς, καθ' ην
στιγμήν οι αδελφοί [ μας χύνουν το αίμα τους παρά το πλευρόν των
κραταιών Συμμάχων μας.
Όσον αφορά το ιστορικόν μέρος διά την καταγωγήν των Βλάχων της
Βαλκανικής, περιττεύουν αι εξεζητημένοι εξηγήσεις του καθηγητού κ. ;
Κεραμοπούλου, αι οποίαι δεν είναι άλλο τι ει μή διαστροφή και
παραχάραξις της ιστορικής αληθείας.
Οι Βλάχοι, απόγονοι της 5ης θρυλικής Ρωμαϊκής Λεγεώνος και των πέραν
του Δουνάβεως αϊ δελφών μας, αναφαίνονται δρώντες ως ιδία εθνότης από
του 6ου αιώνος και δεν πρέπει να λησμονή κανείς ότι η Νότιος Μακεδονία
και η Θεσσαλία επί πολλούς αιώνας απετέλουν την Μεγάλην Βλαχίαν, ενώ η
περί την Πίνδον περιοχή και η Αιτωλοακαρνανία απετέλουν την Μικράν
Βλαχίαν. Επί πλέον οι μεγάλοι Αρχηγοί των Βλάχων Πέτρος και Ασάν
εγένοντο ιδρυταί ιδίας δυναστείας, η δε επικράτειά των ηπλούτο από του
Βελιγραδίου
μέχρι του Ευξείνου. Πάντας τους καλής πίστεως συζητητάς παραπέμπομεν
εις τους Έλληνας συγγραφείς Κεκαυμένον, Προκόπιον, Κεδρινόν και λοιπούς,
και εις αυτό τούτο το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τόμος Γ',
σελίς 331, στ. 332, ένθα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ν.Α.Β. γράφει
επί λέξει «Βλάχοι, Λατινογενής Λαός κλπ.... οπωσδήποτε αυτοί ούτοι οι
Βλάχοι αποκαλούσιν εαυτούς Ρομούν, τουτέστιν Ρωμαίους», διά να μη
αναφέρωμεν πλείστους ξένους συγγραφείς Γερμανούς, Ιταλούς, Αγγλους και
την εξέχουσαν φυσιογνωμίαν του διαπρεπούς Καθηγητού της Ρουμανίας Γ.
Μούρνου. Συνεπώς ημείς οι Βλάχοι της Βαλκανικής, διατηρήσαντες διά μέσου
των αιώνων πλήρη συνείδησιν της λατινικής μας καταγωγής, την γλώσσαν
μας, τα ήθη και έθιμά μας, δεν έχομεν ανάγκην διαφωτίσεως από διαφόρους
τύπους υπόπτους.
Εκείνο το οποίον προέχει διά τους καλής πίστεως Έλληνας είναι η συμβολή
του βλαχικού στοιχείου διά την δημιουργίαν και ανέλιξιν της νεωτέρας
Ελλάδος. Από του πρωτομάρτυρος Ρήγα Φεραίου, του ήρωος Γεωργάκη
Ολυμπίου, του Κωλέτη και τόσων άλλων μεγάλων αρχηγών της Ελληνικής
Επαναστάσεως μέχρι των συγχρόνων διανοουμένων, στρατιωτικών και
ευεργετών της Ελλάδος Λάμπρου, Σταύρου, Ζαλοκώστα, Αβέρωφ, Κρυστάλλη,
Σίνα, Στουρνάρα κλπ., συνέβαλον με το αίμα τους, το πνεύμα, και το
χρήμα διά την απελευθέρωσιν, την εξέλιξιν και την ευημερίαν της
Ελλάδος. Προς το Βλαχικόν στοιχείον οφείλεται εκ μέρους των Ελλήνων
τιμή, σεβασμός και ευγνωμοσύνη δι' όσα έδωσαν άνευ υπολογισμού υπέρ
της Ελλάδος. Διά την σημερινήν στάσιν των Βλάχων παραπέμπομεν τους
πάντας εις τας κατά Σεπτέμβριον 1941 γενομένας συνεννοήσεις μας μετά
της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η ειλικρινής διάθεσις του βλαχικού
στοιχείου, ιδίως δε της Πίνδου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, διά μίαν
στενήν και αδιάσπαστον συνεργασίαν του βλαχικού και ελληνικού στοιχείου
είναι τόσον σαφής και κατά τοιούτον τρόπον δεδηλωμένη, ώστε ουδεμία
αμφιβολία να χωρή, υπό ένα όμως και μόνον όρον, η ειλικρινής αύτη
διάθεσις να εύρη απήχησιν εις την Ελληνικήν συνείδησιν και ότι θα
ενταχθώμεν εις τα πλαίσια του Άξονος. Από την έμπρακτον εφαρμογήν της ως
άνω συμφωνίας μας εκ μέρους των αρμοδίων θα εξαρτηθή η περαιτέρω
στάσις μας.
Ως
προς το στοιχείον μας η γραμμή μας έχει χαραχθή σαφώς προ πολλού. Το
καθήκον μας επιβάλλει, ως απόγονοι των Αρχαίων Ρωμαϊκών Λεγεώνων και
των πέραν του Δουνάβεως ελευθέρων αδελφών μας, ν' αγωνισθώμεν παρά το
πλευρόν της Ιταλίας και Γερμανίας. Όπου η Ρώμη, και ημείς, ας το
γνωρίζουν φίλοι και εχθροί, ιδιαίτατα δε οι Βαλκανικοί Λαοί με τους
οποίους ζώντες επί αιώνας έσχον την ευκαιρίαν να γνωρίσουν την
δυναμικότητα του στοιχείου μας. Βάρβαροι επιδρομαί και παροδικά πολιτικά
γεγονότα μάς εχώρισαν από την Μητέρα Ρώμην, αλλά τίποτε επί 15 αιώνας
δεν υπήρξε ικανόν να εξάλειψη από την συνείδησιν μας την λατινικήν
καταγωγήν.
Διετηρήσαμεν την απόλυτον πίστιν μας διά την ανάστασιν της Ρώμης και
ιδού οι αετοί της απλώνουν και πάλιν τα φτερά ανά την οικουμένην. Θα
ήτο αυτόχρημα μωρία να πιστεύη κανείς σήμερον ότι με την διαστρέβλωσιν
της ιστορικής αληθείας και με την δράσιν η οποία ουδεμίαν υπηρεσίαν
προφέρει εις τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Ελλάδος, οι Βλάχοι θα
ελησμόνουν την καταγωγήν τους και το επιβαλλόμενον εις αυτούς ιερόν
καθήκον απέναντι της φυλής των και της μητρός των Ρώμης.
Είναι καιρός οι συμφωνούντες Έλληνες να επωφεληθούν της
παρουσιαζομένης εξαιρετικής ευκαιρίας με την ειλικρινή συνεργασίαν του
ελληνικού και βλαχικού στοιχείου μετά των λοιπών φίλων μας εν τη
Βαλκανική, να θέσουν ασφαλείς βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον και
μίαν ευημερούσαν Ελλάδα, είναι καιρός ν' αντιληφθούν όλοι και να
εκτιμήσουν δεόντως σήμερον τον σπουδαιότατον ρόλον, τον οποίον έχουν να
διαδραματίσουν τα 1.500.000 υπολειφθέντων Βλάχων της Νοτίου
Βαλκανικής ως συνδετικός κρίκος μεταξύ Ρώμης-Βουκουρεστίου, μεταξύ δύο
Λαών 80.000.000 διά την παγίωσιν μιας δικαίας τάξεως πραγμάτων εν τη
Ν. Ανατολική Ευρώπη και εις την πολυπαθή Βαλκανικήν. Ειλικρινής
συνεργασία μεταξύ ελληνικού και βλαχικού στοιχείου και ειλικρινής
έμπρακτος προσανατολισμός προς την αιωνίαν Ρώμην είναι αι ασφαλέστεροι
βάσεις διά μίαν καλλιτέραν αύριον όλων μας.
1 Μαρτίου 1942 Ο Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής
Αλκιβιάδι Ντιαμάντι Οι εκπρόσωποι των Βλάχων Αλβανίας: Βασίλι
Βαρντούλι. Σερβίας: Μιτσέλε Τεγκοϊάννη. Βουλγαρίας: Προφεσόρε Ζήκο
Αράια. Ελλάδος: Αβοκάτο Νίκο Τούλια Ματούσι. Προφεσόρε Ντίμο Τσιούτρα.
Ντοτόρε Κόστα Τάχο. Αβοκάτο Τζιόρτζιο Καζάνα. Αβοκάτο Τζιόρτζιο
Βασιλάκη. Ντοτόρε Τζιόρτζιο Φράνκο. Προφεσόρε Α. Μπέκα. Κομερτσιάντε
Γκάκι Παπά. Ντοτόρε Νίκο Μιτσιμπούνα. Προφεσόρε Ντημ. Κατζηγκόγκο.
Αβοκάτο. Αν. Καλομέτρο. Κολονέλλο Νίκο Τελιόνι. Κολονέλλο Βασίλη
Τζιότζιο. Προφ. Κώστα Νικολέσκο. Προφ. Τόλη Μπάστα. Κομερ. Ντημ Τάχα.
Ματζιότε Στέφανο Κότσιο. Προφ. Τζιόρτζιο Κοντοϊάννη. Ντοτ. Κ. Καλοέρα.
Προφ. Βιρτζίλιο Μπαλαμάτσε. Προφ. Μιτσέλε Μπάρντα. Ιντζενιέρε Ε.
Γκοτζαμάνη. Ιντζ. Κ. Στέφα. Ιντζ. Νίκο Α. Μπέκα. Προφ. Τζιόρτζιο
Μπαλαμάτσε. Ιντζενιέρε Σ. Πελέκι. Αβοκάτο Κ. Πιτούλι. Αβοκάτο Ντημ.
Μπάρντα. Αβοκ. Τόλι Χατζή. Κομερτσιάντε Τζιοβάνι Κόπανο. Προφ. Ζίσι
Χατζημπύρα. Ντοτόρε Σέρτζιο Τριανταφύλι. Κομερτσιάντε Τζιοβάνι Μέρτζιο.
Κομ. Περικλή Πιτένι. Κομ. Τζιόρτζιο Γκουλέκα. Κομ. Αχίλλε Τάκι
Φουρκιώτη. Κομ. Ατανάση Μπαλοδήμο».
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου 1942, αν και φέρει
ημερομηνία 1 Μαρτίου. Με τη δημοσίευση του μανιφέστου αυτού των
Κουτσοβλάχων λεγεωνάριων ετίθετο για πρώτη φορά ένα ζήτημα με φαιδρή
προέκταση. Οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενο έκαναν στην πραγματικότητα μια
δήλωση αυθαίρετου αυτοπροσδιορισμού υποταγής προς τη «Μητέρα Ρώμη»,
διευκρινίζοντας δηλαδή ότι θεωρούν εαυτούς ότι αποτελούν ιταλική
μειονότητα στην Ελλάδα, με το σκεπτικό ότι είχαν ξεμείνει επί δύο
χιλιάδες χρόνια στην Ελλάδα ως απομεινάρια μιας ρωμαϊκής λεγεώνας!
Είναι πολύ φυσικό το ζήτημα να μην είχε συνέχεια, αφού μόνον ως
κολακεία κάποιων προδοτών προς τον ξένο κατακτητή της εποχής θα
μπορούσε να εκληφθεί, παρά ως απόρροια εθνικού προβληματισμού της
ομάδας των λίγων Κουτσοβλάχων που είχαν συνυπογράψει το μανιφέστο. Ένας
από τη συντριπτική πλειοψηφία των Κουτσοβλάχων με ακέραιη την ελληνική
του συνείδηση, ο γιατρός Νικόλαος Ράπτης, ο οποίος κατά την Κατοχή
είχε πρωτοστατήσει με σθένος στην αντίδραση εναντίον των σχεδίων του
Διαμαντή, τον Ιούλιο 1946 επανέφερε το ζήτημα στη Βουλή. Ζήτησε από την
τότε κυβέρνηση να απαιτήσει από την ιταλική κυβέρνηση να δηλώσει
ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται ποτέ στο μέλλον να εγείρει θέμα ιταλικής
μειονότητας στην Ελλάδα, που άλλωστε μόνο στα όρια της φαιδρότητας θα
μπορούσε να αποδοθεί.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΤΟΤΕ”, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2006
* Ο Δημοσθένης Κούκουνας είναι
δημοσιογράφος και ιστορικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1950 στην Πάτρακαι
μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει οικονομικά στην Αγγλία, αλλά από
νεαρή ηλικία δραστηριοποιήθηκε στη συγγραφή βιβλίων, τη δημοσιογραφία
και γενικά στον εκδοτικό χώρο.
Στη δημοσιογραφία εργάστηκε
αρχικά στο οικονομικό και αργότερα στο πολιτικό ρεπορτάζ σε ημερήσιες
αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε αρχισυντάκτης διαφόρων εφημερίδων και
διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας "Ελεύθερος", που ίδρυσε ο ίδιος το
1986 με εκδότη τον Ιω. Μάστορα. Υπήρξε επίσης εκδότης-διευθυντής του
"Νεολόγου Πατρών" και στα τελευταία χρόνια διευθύνει τα περιοδικά
"Λαβύρινθος", "Τότε" και άλλα ιστορικά περιοδικά, καθώς και την
εκδοτική εταιρία "Μέτρον".
Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων,
κυρίως ιστορικών και βιογραφικών, μεταξύ των οποίων: "Η γερμανική
εισβολή και η συνθηκολόγηση", "Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα", "Η
Μάχη της Κρήτης", "Έλληνες Πολιτικοί", "Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός", "Ίων
Δραγούμης", "Άρης Βελουχιώτης, ο αμφιλεγόμενος πρωτοκαπετάνιος του
ΕΛΑΣ", "Νίκος Ζαχαριάδης" κ.ά. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την Ιστορία
της Κατοχής και πρόσφατα (2009) κυκλοφόρησαν τα βιβλία του "Οι Γερμανοί
στην Ελλάδα", "Η Κατοχή στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη", "Η πρώτη
κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου", "Η Κρήτη υπό Κατοχή", "Η γερμανική και
ιταλική κατασκοπεία" και "Οι Ιταλοί στην Ελλάδα". Το 2012 κυκλοφόρησε
το νέο βιβλίο του "Η ελληνική οικονομία κατά την κατοχή και η αλήθεια
για τα κατοχικά δάνεια".
Από το 1992 μέχρι το 2005 είναι
διευθυντής των ελληνικών βιογραφικών εκδόσεων "Who's Who" και της
τρίτομης "Βιογραφικής Εγκυκλοπαίδειας του Νεωτέρου Ελληνισμού 1830-2010
- Αρχεία Ελληνικής Βιογραφίας" που κυκλοφόρησε το 2011.
8 σχόλια:
Η ελληνική εθνικιστική νομενκλατούρα υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονος ελληνικός πληθυσμός, οι οποίοι αφού εκλατινίστηκαν, τότε κατευθύνθηκαν προς τη Δακία και δεν προήλθαν από αυτήν. Άνοδο Βλάχων από τις ελληνικές περιοχές προς τη Δακία (και όχι κάθοδο τους από αυτήν) υποστηρίζουν παραδόξως ακόμα και Ρουμάνοι επιστήμονες, όπως οι Ovid Densusianu (Histoire de la langue roumaine, 1901), T. Papahagi (Grai si Sulfet, 1, 1923-1924, 228), N. Roman (Graiul Romanesc, 3, 1928, 55), A. Sacerdoteanu (Anuarul Institutului de Istorie Nationala, 5, 1928-1930, 497), I. Siadbei (Originile dialectelor romine, 1933, 19) και κάποιοι άλλοι.
Εδώ θα ήθελα να υποβάλλω ένα ερώτημα. Αν και η Ρουμανία είναι μία χώρα με μεγάλα βοσκοτόπια και πεδιάδες, για πιο λόγο να αφήσει κάποιος τα ελληνικά εδάφη με τον ήλιο και το μεσογειακό κλίμα και να ανέβει με τα κοπάδια του προς μία χώρα με πολύ κρύο και πάρα πολλά χιόνια; Ας δούμε ποια είναι η αλήθεια.
Πληροφορίες για τους Βλάχους παρέχει και ο Χαλκοκονδύλης (ΙΕ αιώνας): «Οι Δάκες μιλούν γλώσσα παραπλησία τη Ιταλών, διεφθαρμένη τόσο πολύ…οι Ρωμαίοι ήρθαν στη χώρα τους και την κατοίκησαν». «Από τη Δακία στην Πίνδο το έθνος που κατοίκησε στη Θεσσαλία, ονομάζονται Βράκοι». «Στο όρος της Πίνδου κατοικούν Βλάχοι, ομόγλωσσοι των Δακών, έμοιαζαν με τους Δάκες που κατοικούσαν στον ποταμό Ίστρο» (έκδοση Bonn Ι, σελ. 35; ΙΙ, σελ. 77; & VI, σελ. 319;).
Ο Κίνναμος συνδέει τους Βλάχους με τους Ιταλούς έποικους όταν γράφει (ΙΒ΄ αιώνας): «Βλάχοι λέγονται οι άποικοι από την Ιταλία» (Ioannis Cinnami, Epitome rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis gestarum, επιμ. Aug. Meineke, Bonn, 1836, σελ. 239).
Οι Βλάχοι τής Ελλάδας αναφέρονται κατά πρώτον στην Ιστορία το 976 μ.Χ. από τον μοναχό και βυζαντινό χρονογράφο Κεδρηνό, ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από ‘οδίτες Βλάχους’ μεταξύ Πρεσπών και Καστοριάς. Αργότερα τούς αναφέρει κι ένας άλλος ιστορικός, ο Κεκαυμένος, ως ποιμένες, ζώντες βίο ληστρικό σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές. Επί αυτοκράτορα Αλεξίου του 1ου οι Βλάχοι αναφέρονται από όλους τούς ιστορικούς τής εποχής εκείνης. Πρωτοεγκαταστάθηκαν στο τρίγωνο Νις-Σόφιας-Σκόπια κι από εκεί απλώθηκαν πιο κάτω (βλ. Weigand: «Ethnographie von Makedonien», 11, 62). Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά κ.α.
Ο Κεκαυμένος (11ος αιώνας), στο «Στρατηγικό» του, λέει πολλά για τούς Βλάχους και μάς δίνει πολλά στοιχεία για τα ήθη και έθιμά τους. Περιγράφει μάλιστα και την Επανάσταση των βλάχων στη Θεσσαλία. Χαρακτηρίζει τούς Βλάχους ως γένος: «παντελώς άπιστο και διεστραμένο, που δεν υποτάσονται ούτε σε Θεό ούτε σε ορθή πίστη, ούτε σε βασιλιά ούτε σε συγγενή ή φίλο…». Ωστόσο ορισμένοι Έλληνες αλλά και ξένοι ερευνητές αμφισβητούν τη γνησιότητα αυτού του αποσπάσματος του Κεκαυμένου. Η Βουλγάρα μελετητής της μεσαιωνικής ιστορίας Genovefa Cankova-Petkova, παραπέμπει στη Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος Κασσίου (155-235 μ.Χ.), όπου η κάθοδος αφορά τους Κοστοβώκους και όχι στους Δάκες. Σύμφωνα όμως με τους περισσότερους επιστήμονες, οι Κοστοβώκοι προέρχονταν και αυτοί από τη Δακία. Αναφορές γι’ αυτούς κάνουν οι ιστορικοί και γεωγράφοι: Παυσανίας, Δίων Κάσσιος, Αμμιανός Μαρκελλίνος και το λεξικό Σούδα. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ασαφώς μας πληροφορεί πως το κοστοβωκικό έδαφος βρισκόταν στην προρωμαϊκή Δακία ή εντός της ευρωπαϊκής Σαρματίας, μίας περιοχής ανάμεσα στη σημερινή δυτική Ρουμανία, την ανατολική Ουγγαρία και τη βόρεια Γιουγκοσλαβία.
Και η Άννα Κομνηνή κάνει πολύ λόγο για τούς Βλάχους τής Θεσσαλίας. Μνημονεύει ακόμα τον έκριτον (=προύχοντα, φύλαρχο των Βλάχων) Πουδίλο, πού έτρεξε τη νύχτα και ειδοποίησε τον αυτοκράτορα, πως οι Κουμάνοι πέρασαν τον Δούναβη (1, 10, 9).
Ο Κίνναμος γράφει, πως, όταν ο Λέοντας Βατάτζης εκστράτευσε στη βόρεια Βαλκανική -την «ουνικήν»- είχε πολύ στρατό από Βλάχους: «Βλάχον πολύν όμιλον» (260).
Ας δούμε κάτι ενδιαφέρον. Λίγο μετά το 680 μ.Χ. στον «Κεραμήσιο Κάμπο» ή κάμπο της Πελαγονίας (Κεραμιαί ήταν το προσλαβικό όνομα του Πρίλεπ) φτάνει ένα συνονθύλευμα λαών υπό την ηγεσία του Βούλγαρου Κούμπερ. Λένε στους βυζαντινούς ότι κατοικούσαν στο Αβαρικό Χαγανάτο γύρω από την περιοχή του Σιρμίου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν πολλοί οι οποίοι ήταν απόγονοι Ρωμαίων πολιτών των Βαλκανίων που 2 γενέες πριν οι Άβαροι είχαν αιχμαλωτήσει και είχαν συγκεντρώσει στην περιοχή του Σιρμίου. Αν και είχαν επιμειχθεί με τους «βαρβάρους», ισχυρίστηκαν αυτοί οι «Σερμησιάνοι», διατήρησαν τις παραδόσεις των Ρωμαίων προγόνων τους και τώρα επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην πατρική τους αυτοκρατορία.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο 2ος, γράφουν τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έδωσε εντολή στους Δρουγουβίτες Σλάβους της Πελαγονίας (τους οποίους είχε υποτάξει με μια εκστρατεία λίγα χρόνια πριν) να παράσχουν τρόφιμα στους ακολούθους του Κούμπερ. Μετά από λίγο καιρό, οι Σερμησιάνοι άρχισαν να διασπείρονται εδώ και εκεί. Πολλοί πήγαν στην Θεσσαλονίκη και από εκεί άλλοι συνέχισαν για Κωνσταντινούπολη. Σε κάποια φάση, ξανασυγκεντρώθηκαν από τους Βυζαντινούς στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Το δεξί χέρι του Κούμπερ ήταν ο Μαύρος. Τα Θαύματα αναφέρουν ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του πατρίκιου και αυτού του Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων. Η σφραγίδα του έχει βρεθεί αρχαιολογικά. Τα Θαύματα επίσης γράφουν ότι σχεδίαζε να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, αλλά απέτυχε και ότι μιλούσε 4 γλώσσες: «την γλώσσα μας» (δηλαδή ελληνικά), την σλαβική, την βουλγαρική και την λατινική.
Την ίδια εποχή (περίπου το 700 μ.Χ.) που τα θαύματα μιλάνε για τον πατρίκιο Μαύρο, Άρχοντα των Σερμησιάνων και των Βουλγάρων, το χρονικό του Θεοφάνη του εξομολογητή αναφέρει έναν Πατρίκιο Μαύρο Βέσσο να εκστρατεύει στην Κριμαϊκή Χερσόνησο. Οι περισσότεροι ιστορικοί σήμερα δέχονται ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο.
Τώρα, το Σίρμιο βρίσκεται εκεί που ο ποταμός Drina χύνεται στον Σάβα. Άρα οι Σερμησιάνοι ζούσαν «γύρω από τους ποταμούς Σάβα και Δούναβη», όπως λέει και ο Κεκαυμένος για τους Βλάχους. Επομένως, η άποψη του Κεκαυμένου ότι οι Βλάχοι της Ελλάδος ήταν εκλατινισμένοι Δάκες και Βέσσοι που κάποτε κατοικούσαν γύρω από τους ποταμούς Σάβο και Δούναβη επιβεβαιώνεται από τις βυζαντινές πηγές (Θαύματα, Χρονικό Θεοφάνους κ.α.).
Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, υπάρχουν τρεις «Βλαχίες» στον ελλαδικό χώρο: Η Θεσσαλία είναι η «Μεγάλη Βλαχία», η Δυτική Στερεά είναι η «Μικρά Βλαχία» - επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τα δέκα «Καρπενήσια» της Ρουμανίας (χωριά με το όνομα Cărpiniș υπάρχουν στη Ρουμανία στον νομό Timiş, στον νομό Braşov, στον νομό Gorj, στον νομό Alba, στον νομό Hunedoara, Cărpeniș στον νομό Argeş, Cărpenișu στον νομό Giurgiu κ.α.) - ενώ τέλος υπάρχει και μια «Άνω Βλαχία» η οποία ήταν κάπου στην οροσειρά της Πίνδου, αλλα δεν γνωρίζουμε ακριβώς που.
«Ο Κίνναμος, αιώνες νωρίτερα θεωρούσε τους Βλάχους βόρεια του Δούναβη ως Ιταλούς αποίκους και την υποθετική ετυμολογία του ονόματος ‘Βλάχος’ από τον Pomponius Flaccus τον Ρωμαίο κατακτητή της Δακίας… Ο Κεκαυμένος πίστευε ότι οι Βλάχοι είχαν έρθει νότια στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο μετά που η Δακία εγκαταλήφθηκε από τους Ρωμαίους, και ότι ήταν οι απόγονοι των Γετών και των Βεσσών. Έτσι ενδεχομένως τους θεωρούσε ως εκρωμαϊσμένες φυλές παρά ως αυθεντικούς απογόνους των Ρωμαίων αποίκων… Οι Βλάχοι όπως έχουμε δει κατοικούν κυρίως στους λόφους, αλλά οι Ρωμαίοι άποικοι τοποθετούνταν οι περισσότεροι στις χαμηλώτερες πλαγιές ή στις πεδιάδες. Οι Βλάχοι, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στις πόλεις οι οποίες κάποτε ήταν ρωμαϊκές αποικίες, εγκαταστάθηκαν εκεί μόνο στα νεώτερα χρόνια… Η αντίθετη αλλαγή από μία νομαδική ζωή σε μόνιμη εγκατάσταση είναι εύκολη και είναι κάτι που διαρκώς συμβαίνει. Η αύξηση του εμπορίου, όπως είδαμε στην περίπτωση των ίδιων των Βλάχων, συνέβαλε σε μία μεγάλη αύξηση στην εγκατάσταση τους σε κατοικημένα χωριά κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα’ μείωση στον αριθμό των κοπαδιών και των ζώων από ασθένειες, πολέμους ή ληστείες έχει ως συνέπεια το ίδιο αποτέλεσμα, επειδή η πόλη είναι το τελευταίο καταφύγιο του νομά που έχει χάσει τα κοπάδια του. Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πιθανό στους άλλους ότι οι Βλάχοι είναι κυρίως οι απόγονοι των εκρωμαϊσμένων ορεινών φυλών, παρά των ίδιων των Ρωμαίων αποίκων…» (The nomads of the Balkans, an account of life and customs among the Vlachs of Northern Pindus, Alan John Bayard Wace)
Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης (1130-1173 μ.Χ) ήταν Ισπανοεβραίος περιηγητής που ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική τον 12ο αιώνα. Στα 1160 μ.Χ ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας, σε μία περιοχή την οποία αποκαλεί Βλαχία: «Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό [Ζητούνι/Λαμία], όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών) αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι - και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους - και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου» (The Itinerary of Rabbi Benjamin of Tudela (1840), σελ. 48).
Ο Θηβαίος Ευθύμιος Μαλάκης (1115–1204 μ.Χ.), Μητροπολίτης Νέων Πατρών και από τους διαπρεπέστερους κληρικούς και λόγιους του 12ου αιώνα, εκτός από δύο εγκώμια για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό, έγραψε επίσης ποιήματα, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η Μονωδία του σοφωτάτου κυρού Ευθυμίου και Στίχοι γραφέντες εις το λουτρόν του Χούμνου. Έγραψε επίσης διάφορες επιστολές, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τις επιστολές αυτές διασώθηκαν 36. Την ίδια λοιπόν περίοδο (σύγχρονος του Βενιαμήν Τουδέλα) αναφέρει ότι ο Στρατηγός του Θέματος Ελλάδος Αλέξιος Κοντοστέφανος εκστρατεύει εναντίον «ληστρικών βαρβάρων που κατοικούν στα κορφοβούνια της Ελλάδος και που μέχρι τότε φοροδιαφεύγαν».
«Κατά την εποχήν εκείνη (11ος αιώνας) -γράφει ο Ν. Γεωργιάδης- άρχισε να μεταναστεύει στη Θεσσαλία και άλλη βάρβαρη φυλή, η των Βλάχων, οι οποίοι κατερχόμενη από (την χερσόνησο) του Αίμου (βόρειας Βαλκανικής), επί των συνεχών ορέων, έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο και την Πίνδο όπου και αθρόοι εγκατεστάθησαν, εξ ου και η ορεινή εκείνη χώρα αποκαλούνταν από τους βυζαντινούς Μεγαλοβλαχία». («Θεσσαλία», 2η έκδ., 1894, σ. 74)
Ο Νικήτας Χωνιάτης - Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός - γράφει για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο/βουνά του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841). Ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)). Τον όρο Μεγάλη Βλαχία για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).
Έγραψε ο Γάλλος Πουκεβίλ για τις επιδρομές των Βλάχων: «Kαταστρέφουν τις καλύτερες χώρες τής Θράκης και τής Μακεδονίας. Σύμμαχοι με τούς ρωμαίους και τούς σκύθες κατεβαίνουν σαν χείμαρρος από τις οροσειρές τού Αίμου και τής Ροδόπης. Προσαρμόζονται εύκολα στις εσωτερικές αναταραχές και παίρνουν μέρος στις επαναστάσεις και διαμελίζουν τον τόπο, για να μοιρασθούν τα ράκη που απομένουν» (Histoire de la regeneration de la Grece).
Και ο Π. Αραβαντινός στο «Χρονογραφία τής Ηπείρου» (τόμ. Β΄, σελ. 32-33, Αθήνα, 1856) θεωρεί τους Βλάχους ως φύλο που από άλλη περιοχή μετανάστευσαν στη Δακία, όπου αργότερα αναμίχθηκαν με τους Ρωμαίους και από εκεί στη συνέχεια μετανάστευσαν προς την Ελλάδα. Επίσης ο Αραβαντινός λέει: «Περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδας οι Άβαροι, ομόφυλοι των Γότθων, αφού τους εκδίωξαν (τους Δακορουμάνους) από τη Μολδοβλαχία, συνέστησαν εδώ ισχυρό βασίλειο και από εκεί ορμώμενοι εισέβαλαν στη Μυσία και επεξέτειναν τις λαφυραγωγίες τους μέχρι τη Θράκη. Κατά την εποχή λοιπόν αυτή, χιλιάδες από τους Δακορουμάνους βοσκούς που ζούσαν στην Κάτω Μυσία, αφού παρέλαβαν τις οικογένειες και τα πολυπληθή τους κοπάδια, κατήλθαν προς τη Θράκη ώστε να απομακρυνθούν από αυτούς τους απηνείς νέους γείτονες και αφού διαλεξαν ως κατάλληλο μέρος για τα κοπάδια τους και ασφαλές για τους ίδιους τον Αίμο, εγκαταστάθηκαν στις πλαγιές αυτού με την έγκριση της αυτοκρατορίας, απ’ όπου περιοδικά και αποσπώμενοι κατά ομάδες μετοίκησαν στα ορεινά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Νέας και Παλαιάς Ηπείρου ως και στην Ροδόπη και τα ενδότερα της Θράκης» (Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, έκδ. 1905, σελ. 25-26).
Στην εγκυκλοπαίδεια τού «Ηλίου» αναφέρεται ότι στην αρχαία Θράκη θεωρούσαν ακόμα και μεγάλο μέρος τής βορείως τού Δούναβη περιοχής «κατοικούμενον κατά την αρχαιότητα υπό των Γετών και Δακών, θρακικών και τούτων εθνών... Οι θράκες, μετά των Ελλήνων και των Ιλλυριών, είναι οι καθ΄ αυτό αυτόχθονες τής χερσονήσου τού Αίμου». Βλέπουμε και εδώ ότι οι Ιλλυριοί ξεχωρίζονται και δεν ταυτίζονται με τους Έλληνες όπως κάποιοι Έλληνες εθνικιστές προσπαθούν να μας πείσουν.
Η μόνη καθαρή αναφορά στους Βλάχους ως Έλληνες, ήταν από τον κληρικό και ιστορικό (και μαθηματικό) με πλούσια εκκλησιαστική και πολιτική δράση και εκτεταμένο συγγραφικό έργο, Γεώργιο Παχυμέρη (1242–1310). Περιγράφοντας τη μάχη στην Πελαγονία το 1259 ανάμεσα στα στρατεύματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τα βυζαντινά στρατεύματα του Ιωάννη Παλαιολόγου ο Παχυμέρης, αναφέρεται σε Βλάχους στρατιώτες από τη Θεσσαλία οι οποίοι την τελευταία στιγμή άλλαξαν στάση υπέρ του Παλαιολόγου.
Ο William του Rubruck έγραψε ότι οι Βλάχοι της Βουλγαρίας κατάγονταν από τον λαό των Ulac, οι οποίοι ζούσαν κοντά στην Μπασκίρια. Ο Ούγγρος χρονικογράφος του 13ου αιώνα Simon Kéza είπε ότι οι Βλάχοι ήταν «οι βοσκοί και οι αγρότες των Ρωμαίων»… Ο Poggio Bracciolini, Ιταλός καθηγητής, έγραψε περίπου το 1450 ότι οι πρόγονοι των Ρουμάνων ήταν οι Ρωμαίοι άποικοι που εγκαταστάθηκαν στη Δακία από τον αυτοκράτορα Τραϊανό. Την ίδια άποψη είχε και ο Aeneas Sylvius Piccolomini, ο οποίος στο έργο του ‘De Europa’ (1458) ότι οι Βλάχοι ήταν ένα ιταλικό γένος και ονομάστηκαν έτσι από τον Pomponius Flaccus, στρατιωτικό διοικητή που είχε σταλθεί εναντίον των Δακών. Τους ακόλουθους αιώνες πολλοί ιστορικοί και επιστήμονες υποστήριξαν την άποψη του Piccolomini.
Ο Saxon Johannes Lebelius από την Τρανσυλβανία το 1542 είπε ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός «οδήγησε τους Βλάχους μαζί με άλλους Ιταλογενής ανθρώπους και τους εγκατέστησε μέσα σε όλο το δακικό βασίλειο» και «αυτοί οι άνθρωποι μετά από τόσους πολλούς πολέμους από τους οποίους είχαν επιβιώσει, παρέμειναν στη Δακία, και τώρα είναι αγρότες σ’ αυτή τη γη». Ο Flavio Biondo είπε ότι «Οι Δάκες ή Βλάχοι ισχυρίζονται ότι έχουν ρωμαϊκές ρίζες». Ο Pietro Ranzano έγραψε το 1400 ότι οι Βλάχοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως απογόνους των Ιταλών (Ρωμαίων). Ο Ούγγρος Ιησουίτης Stephan Szántó έγραψε το 1574 ότι οι Βλάχοι είναι «οι απόγονοι μιας παλιάς αποικίας των Ρωμαίων στην Τρανσυλβανία» και η γλώσσα τους (ρομαντιόλα ή ρομανιόλα) θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από αυθεντικούς Ιταλούς. (Almási Gábor (2010). "Constructing the Wallach 'other' in the late Renaissance". In Trencsényi, Balázs. Whose Love of Which Country?. Central European University, Budapest. pp. 107–110.)
«Οι Βλάχοι», γράφει ο γάλλος πρόξενος και περιηγητής Pouqueville (1770-1838), «διατηρούν τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, είναι εύρωστοι και ευσταλείς». Σε άλλο σημείο (τ. Β΄, σελ. 191) σημειώνει, ότι οι Ασπροποταμίτες βλάχοι, υποστήριζαν, πως είναι ρωμαϊκής καταγωγής κι ότι λέγονται bruzzi βλάχοι (Pasteurs Vrutuens). Toν βεβαίωσαν μάλιστα, ότι πενήντα χρόνια πριν, οι τσοπάνηδες φορούσαν το καπέλλο και την ενδυμασία των βοσκών τού Λατίου. Η ονομασία Bruzzi, Μπρούτσοι ή Αβρούζοι (ή Μπουρτζόβλαχοι) πηγάζει από την ιταλική πόλη Αμπρούντσιο, απ’ όπου, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πέρασαν οι κάτοικοι στην αντικρινή χερσόνησο, όταν κατακτήθηκε η πόλη από τούς ρωμαίους. Συνεχίζεται μάλιστα η ονομασία Μπρούτσος με τη λέξη «πριτσά», που σημαίνει την οσμή τής φορεσιάς των τσοπάνων από τη μόνιμη ενδιαίτισή τους πλάι στα γιδοπρόβατα.
Ο Έλληνας αξιωματικός Κωνσταντίνος Μαζαράκης–Αινιάν (καπετάν Ακρίτας) παρατηρούσε: «Προκαλούσαν τέτοιον θόρυβο, διέθεταν τόσο χρήμα και κατείχαν δια νομάδων ποιμένων τις περισσότερες διαβάσεις στα ορεινά μέρη, από όπου διέρχονταν αντάρτες. Αυτοί ήταν οι καταδότες, αυτοί οι τροφοδότες των βουλγαρικών συμμοριών, με τις οποίες είχαν συμμαχήσει, αυτοί κατείχαν τα γιατάκια (λημέρια) τους, αυτοί ήταν οι οδηγοί των καταδιωκτικών αποσπασμάτων». (Ο Μακεδονικός Αγώνας Απομνημονεύματα, έκδοση ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 204.)
Οι Έλληνες επιμένουν να ομιλούν για γλωσσικό και πολιτισμικό εκλατινισμό Ελλήνων, από τους οποίους προέκυψαν οι Βλάχοι. Αυτό υποστηρίζει και ο καθηγητής Αχιλλέας Λαζάρου ο οποίο για να υποστηρίξει την θέση του, χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από τον Λυδό. Λοιπόν, ο Ιωάννης Λαυρέντιος Λυδός (490–565 μ.Χ.), καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας (De Magistratibus) γράφει για την παραμέληση της λατινικής γλώσσας ότι παλαιός χρησμός προλέγει «τότε Ρωμαίους την τύχην απολείψειν, όταν αυτοί της πατρίου φωνής επιλάθωνται» (δηλαδή «τότε οι Ρωμαίοι θα χάσουν την τύχη τους, όταν θα χάσουν την πατρώα γλώσσα τους»). Έτσι η εγκατάλειψη των λατινικών από τους επάρχους και τις άλλες δημόσιες αρχές που στα πρώτα βυζαντινά χρόνια μιλούσαν τα λατινικά (των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή) - λόγω της σημασίας της ελληνιστικής Ανατολής μέσα στην αυτοκρατορία - επαλήθευσε τον χρησμό: «συν τη Ρωμαίων φωνή και την τύχην απέβαλεν η αρχή» (δηλαδή «Μαζί με τη γλώσσα των Ρωμαίων η εξουσία απέβαλε και την τύχη της»). (Διονυσίου Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία (324–1071), Αθήναι 1977, σελ. 143.) Ο εξελληνισμός επομένως της κρατικής και της διοικητικής εξουσίας (λόγω και της πλειονότητας των κατοίκων στη βαλκανική χερσόνησο και στη Μικρά Ασία που ήταν κυρίως Ελληνόφωνοι) ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΜΟΣ απασχολεί τον Λαυρέντιο Λυδό.
Δεν αρνούμαστε ωστόσο ότι υπήρξαν πληθυσμοί που λατινοφώνησαν, αυτό όμως δε σημαίνει ότι έγιναν Βλάχοι. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι όσοι έμαθαν τη λατινική γλώσσα επί της ρωμαϊκής εποχής, είναι οι πρόγονοι των Βλάχων. Τον γλωσσικό εκλατινισμό των Ελλήνων αποδέχεται ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου G. Bratianu, ο οποίος γράφει: «Η Μακεδονία και ένα μεγάλο μέρος των νοτίων περιοχών της χερσονήσου εκλατινίσθηκαν ή τουλάχιστον είχαν γίνει δίγλωσσα. Εδώ η λατινική ήταν ομιλουμένη και γραφομένη όσο και η ελληνική γλώσσα» (Une enigme et un miracle historique: le people roumain, Bucarest 1942, 67).
Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα που εκμεταλλεύεται η ελληνική εθνικιστική νομενκλατούρα. Γλωσσικός εκλατινισμός έγινε για παράδειγμα σε πολλούς από τους Έλληνες της Θεσσαλίας, όπως επιβεβαιώνεται από λατινικό επιγραφικό υλικό της Πελασγιώτιδας και Περραιβίας. Ο καθηγητής αρχαιολογίας του 2ου Πανεπιστημίου Λυών Bruno Helly γράφει: «Από τις επιγραφές προκύπτει ότι από τον 1ο αιώνα π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που φέρουν λατινικά ονόματα: Σαλβία, Σεκούνδα, Μαρκος, Σεβήρος. Την ίδια εποχή πολλοί φέρουν ονόματα λατινικών γενών· δεν κατάγονται βέβαια από την Ιταλία αυτοί που γίνονται ταγοί στη Λάρισα, που νικούν σε διαγωνισμούς επιγράμματος ή σε παραδοσιακά αγωνίσματα, που απελευθερώνουν δούλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του κοινού…, φαίνεται ότι σταδιακά συγκροτήθηκε όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο μια κατηγορία Θεσσαλών βαθύτερα επηρεασμένη από τη λατινική γλώσσα. Αυτή η επίδραση θα έπρεπε ίσως να συσχετισθεί με την ύπαρξη αυτοκρατορικών κτήσεων στις Φέρες και ασφαλώς και στα βορειοδυτικά, μεταξύ του Ολύμπου και της Πίνδου, στα σύνορα της επαρχίας. Εκεί ακριβώς βρέθηκαν οι περισσότερες λατινικές επιγραφές της Θεσσαλίας, οριοθετικές επιγραφές, μιλιάρια-επίσημα κείμενα βέβαια, το περιεχόμενο όμως των οποίων ήταν σημαντικό για την καθημερινή ζωή των κατοίκων» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 6, σελ. 183).
Τί λέει η ελληνική προπαγάνδα; Λοιπόν, η περιοχή της Θεσσαλίας αλλά και της Φθιώτιδας αποκλήθηκε «Μεγάλη Βλαχία» όπως είδαμε. Άρα λένε οι Έλληνες, οι Βλάχοι είναι απόγονοι αυτών των Θεσσαλών που λατινοφώνησαν παλαιότερα, άρα οι Βλάχοι είναι Έλληνες. Λοιπόν, ο Χωνιάτης είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Θεσσαλία ως Μεγάλη Βλαχία, αναφερόμενος στον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της Πόλης από του Λατίνους το 1204 μ.Χ. (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις (σελ 841)). Τον όρο ‘Μεγάλη Βλαχία’ για να προσδιορίσει την Θεσσαλία επαναλαμβάνει επίσης και ο λόγιος, διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 ή 1220-1282) στο έργο του ‘Χρονική Συγγραφή’ που πραγματεύεται γεγονότα της περιόδου από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μέχρι την ανακατάληψη της από τους Παλαιολόγους (1204-1262).
Ποιοι είναι οι Βλάχοι από τη Μεγάλη Βλαχία όμως; Είναι αυτόχθονες; Από πού προέρχονται; Όπως εξήγησα και πριν, ο Νικήτας Χωνιάτης, Βυζαντινός υψηλόβαθμος αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους και ιστορικός, είπε για αυτούς «τους βαρβάρους που κατοικούν στη χερσόνησο του Αίμου, πριν ονομάζονταν Μυσοί, τώρα δε Βλάχοι» οι οποίοι «κατέχουν τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, τα οποία τώρα εμπεριέχονται στη μεγάλη Βλαχία» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, Bonn, 1835, σελ. 482 και 841).
Οι Βλάχοι από τη Μεγάλη Βλαχία λοιπόν, είναι Μυσοί ή Δάκες, προέρχονται από τη Μυσία και τη Δακία, βορείως και νοτίως του Δούναβη.
Τί άλλο λέει το συγκεκριμένο απόσπασμα από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους; «…από τον 1ο αιώνα π.Χ. πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που φέρουν λατινικά ονόματα… δεν κατάγονται βέβαια από την Ιταλία αυτοί που γίνονται ταγοί στη Λάρισα…» κ.α. Οι Έλληνες λοιπόν της Θεσσαλίας που φέρνουν ελληνικά ονόματα, δεν κατάγονται από την Ιταλία όπως λέει το απόσπασμα. Άρα κατά τους Έλληνες εθνικιστές, οι Βλάχοι της Μεγάλης Βλαχίας (Θεσσαλίας) είναι αυτόχθονες. Το απόσπασμα αυτό όμως αναφέρεται στον 1ο αιώνα π.Χ., πριν την κάθοδο των Βλάχων από τις παραδουνάβιες περιοχές. Επιπλέον όπως είδαμε, ο Χωνιάτης και ο Γεώργιος Ακροπολίτης ονομάζουν την περιοχή αυτή ως ‘Μεγάλη Βλαχία’ μόλις τον 13ο αιώνα. Αυτοί οι Έλληνες που πήραν λατινικά ονόματα, δε σημαίνει ότι είναι οι πρόγονοι των Βλάχων. Ο μη Ρωμαίος ελάμβανε το όνομα του Ρωμαίου πολίτη που τον ελευθέρωνε. Όταν για παράδειγμα ο Μάρκος Αυρήλιος Καρακάλλας έδωσε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα/πολιτεία σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της αυτοκρατορίας, το όνομα «Μάρκος Αυρήλιος» έγινε το πιο συχνό λατινικό όνομα στην αυτοκρατορία.
Ας θυμηθούμε κάτι ακόμα. Γλωσσικός εκλατινισμός ατόμων ή και πληθυσμών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έγινε όπως είδαμε. Παρόλα αυτά, οι υποστηριχτές της αυτοχθονίας των Βλάχων, ξεχνάνε να πούνε ότι από την ρωμαϊκή περίοδο μέχρι σήμερα μεσολάβησε μία χιλιόχρονη (και περισσότερο) Βυζαντινή Αυτοκρατορία η οποία αν και αρχικά ήταν λατινόφωνη, στη συνέχεια έγινε Ελληνόφωνη. Εξελληνίστηκαν λοιπόν στη συνέχεια πληθυσμοί στο Βυζάντιο.
Ο Λέων ο Σοφός στα Τακτικά του γράφει ότι ο πατέρας του Βασίλειος εκρωμάισε τα Σκλαβικά έθνη «γραικώνοντάς» τα, τιμώντας τα με το βάπτισμα και θέτοντας τα υπό αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο: «Αυτά [τα Σλαβικά έθνη] ο πατέρας μας και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων Βασίλειος, που τώρα επαναπαύεται στα ουράνια, τα έπεισε να εγκαταλείψουν τα παλαιά τους ήθη και δίδαξε σε αυτά την γραικική γλώσσα, τα έκανε υπήκοα αρχόντων κατά τον ρωμαϊκό τύπο, τα τίμησε με το βάπτισμα, τα ελευθέρωσε από την δουλεία στους δικούς τους δυνάστες και τα εκπαίδευσε να εκστρατεύουν εναντίον των εχθρών των Ρωμαίων. Με αυτόν τον τρόπο χειρίστηκε αυτά τα θέματα και επέτρεψε στους Ρωμαίους να είναι αμέριμνοι και να μην ανησυχούν για τις συχνές σλαβικές ανταρσίες,τις παρενοχλήσεις και τους πολέμους που έπρεπε να υπομένουν στο παρελθόν» (Τακτικά, 18.95).
Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα εξελληνισμού και όχι εκλατινισμού. Στην ‘Ιστορία’ του Μιχαήλ Ατταλειάτη διαβάζουμε: «Αφού κυρίευσαν και την ακρόπολη οι Ρωμαίοι, μεσιτεύοντας στα πράγματα ένας άνδρας ‘Ασσύριος’ μεν στο γένος, γέννημα της μεγάλης Αντιόχειας, άκρως δε εξασκημένος στην Ρωμαϊκή σοφία και παίδευση …». Τί λέει ο Ατταλειάτης λοιπόν; Μας αναφέρει για έναν άντρα Ασσύριο από την Αντιόχεια – προφανώς εννοεί συριακής καταγωγής και καταχρηστικά τον αποκαλεί Ασσύριο – ο οποίος όμως είχε εξασκηθεί στη ρωμαϊκή/βυζαντινή (δηλαδή ελληνόγλωσση) σοφία και παιδεία. Δηλαδή είχε εξελληνισθεί.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική γλώσσα και η κληρονομιά των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλών και διάφορων κοινωνικών και φυλετικών προελεύσεων. Τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του πνεύματος σε όλη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (τη λεγόμενη ‘Βυζαντινή’) και με την επικράτηση του χριστιανισμού, απέβησαν ο στύλος του εξελληνισμού στην αυτοκρατορία. Πολλοί υψηλοί αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, ακόμα και αυτοκράτορες, δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, όμως η απαραίτητη προϋπόθεση της ανόδου τους ήταν η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα. Επομένως την ρωμαϊκή εποχή και τον εκλατινισμό ακολούθησε μία χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία και ο εξελληνισμός.
Δημοσίευση σχολίου