Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στην τελευταία συνέντευξη του δικτάτορα Ταξίαρχου Δημήτρη Ιωαννίδη η οποία δόθηκε μέσα από τις φυλακές, στον δημοσιογράφο Γιώργο Φράγκο η οποία δημοσιεύθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, μετά τον θάνατό του.
Κάνοντας μια αναδρομή στην κρίσιμη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, στο ΑΕΔ (Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων) λίγες ώρες μετά την τουρκική απόβαση στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας, -στην οποία εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας Κυπραίου και Λατσούδη και των αρχηγών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, συμμετείχαν και ο ... πρεσβευτής (!) των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Χένρι Τάσκα και ο υφυπουργός Εξωτερικών της Αμερικής Τ.Σίσκο που μόλις είχε προσγειωθεί ερχόμενος από την Αγκυρα όπου συναντήθηκε με τον Ετσεβίτ.
Είναι σαφές, αν πιστέψουμε τον Ιωαννίδη,που δεν είχε πλέον κανένα λόγο να πε ψέματα, αφού η ζωή του τελείωνε, ότι οι Αμερικανοί προσπάθησαν να… αποκοιμίσουν την Αθήνα, ότι επρόκειτο για μικρής έκτασης αποβατική ενέργεια ενώ συνεχιζόταν η τουρκική εισβολή.
«Ο Σίσκο, που πήρε το λόγο αμέσως μετά την είσοδό του στην αίθουσα του τρίτου ορόφου του Πενταγώνου όπου συνεδριάζαμε, μας ζήτησε να δείξουμε αυτοσυγκράτηση. Μας διαβεβαίωσε μάλιστα, ότι αυτός και ο Κίσινγκερ θα έπειθαν τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την Κύπρο, τα επόμενα 24ωρα, αφήνοντας μια δύναμη περίπου 1.500 ανδρών για ενίσχυση της ΤΟΥΡΔΥΚ και της τόνωσης του ηθικού των Τουρκοκυπρίων. Γι’ αυτό και μας κάλεσε να αποφύγουμε κάθε πολεμική ενέργεια».
Στο σημείο αυτό παρενέβη ο ίδιος και χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι είπε απευθυνόμενος στην αμερικανική πλευρά: «Μας εξαπατήσατε, όπως κάνατε και προ ημερών, όταν μας υποσχεθήκατε ότι ο έκτος στόλος θα περιπολούσε στα στενά της Μερσίνας, ώστε να αποτρέψει τουρκική αποβατική ενέργεια».
Ο Ιωαννίδης θυμάται ότι αμέσως σηκώθηκαν τόσο ο Γκιζίκης όσο και Κυπραίος και απευθυνόμενοι στους δύο Αμερικανούς στα αγγλικά, τους προειδοποίησαν ότι αν οι Τούρκοι δεν αποχωρούσαν άμεσα, η Ελλάδα θα έφευγε από το ΝΑΤΟ (σ.σ.: άρα υπήρχε θέμα αποχώρησης από το ΝΑΤΟ ήδη από την στρατιωτική κυβέρνηση) και θα «κήρυττε τον πόλεμο στην Αγκυρα».
Μετά από μικρή παύση, ανακαλώντας τη μνήμη του, λέει: «Αμέσως έπεισα τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο να κηρύξουμε γενική επιστράτευση! Παράλληλα αποφασίσαμε και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, που το ίδιο βράδυ έβγαζε το 353/74 ψήφισμα, να κληθούν όλα τα μέρη να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου».
«Εκτός από την επιστράτευση, σε τι άλλες ενέργειες προχωρήσατε;», τον ρωτήσαμε, με το θάρρος της γνωριμίας που είχαμε αποκτήσει, καθώς ένα παιχνίδι της μοίρας μας έφερε να μοιραζόμαστε τους ίδιους χώρους για ένα χρονικό διάστημα. «Διέταξα τον τότε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού Πέτρο Αραπάκη να στείλει αμέσως τα μισά υποβρύχια που βρισκόντουσαν στα Δωδεκάνησα στην Κύπρο και να χτυπήσουν τα τουρκικά πλοία, ενώ πρότεινα να κηρύξουμε την Ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα».
«Τελικά τι έγινε;», τον ξαναρωτήσαμε. «Διατύπωσαν δισταγμούς τόσο ο Μπονάνος που ακόμη πίστευε στη μεσολάβηση των Αμερικανών όσο και ο Γκιζίκης. Αλλά και ο τότε αρχηγός της Αεροπορίας Παπανικολάου, όταν του ζήτησαν να στείλουμε τα Φάντομ που είχαμε και να διαλύσουν τους εισβολείς, άρχισε τις αναλύσεις σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες των συγκεκριμένων αεροσκαφών»…
Αναπόφευκτη η απορία μας για το «εάν θα κερδίζαμε έναν πόλεμο με την Τουρκία που υπερτερούσε αριθμητικά τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε οπλικά συστήματα»…
«Κι όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα», μας διέκοψε, «γιατί οι συσχετισμοί στην ποιότητα των όπλων, ιδιαίτερα στην Αεροπορία και στο Ναυτικό, ήταν συντριπτικά υπέρ μας. Ακόμη και στο Στρατό Ξηράς όπου η Τουρκία υπερτερούσε τρία προς ένα, δεν είχαμε ουσιαστικό πρόβλημα λόγω του περιορισμένου μετώπου στον Εβρο. Εξάλλου, εμείς είχαμε καλύτερα άρματα μάχης, τα γαλλικά ΑΜΧ, που ήταν πιο σύγχρονα και γρήγορα από τα αμερικανικά Μ-47 που διέθεταν, είναι αλήθεια σε μεγάλους αριθμούς αυτοί. Επιπλέον, οι περισσότεροι ανώτεροι αξιωματικοί είχαμε πολεμική εμπειρία από την περίοδο 1946-9, ενώ οι Τούρκοι είχαν να πολεμήσουν από το ’22».
Για τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο άνδρα της χώρας… «η κρίσιμη διαφορά ήταν στην ψυχοσύνθεση των δύο λαών. Ο Έλληνας στρατιώτης εκείνης της εποχής (1974) ήταν πολύ καλύτερα εκπαιδευμένος και είχε υψηλότερο ηθικό από τον αντίστοιχο Τούρκο».
Σύμφωνα με τον ίδιο… «τα 22 Φάντομ που μόνο εμείς τότε διαθέταμε θα δημιουργούσαν υπεροχή στον αέρα και θα συνέτριβαν την τουρκική αεροπορία. Απ’ ό,τι θυμάμαι πετούσαν με επιχειρησιακή ταχύτητα 700 χλμ. την ώρα και ήταν απείρως γρηγορότερα από τα F-104, F-100 και F-84 που είχαν οι Τούρκοι. Ειδικά τα τελευταία ήταν κάτι παλιατζούρες από τον καιρό της Κορέας που ίσα – ίσα πετούσαν».
Αλλά και στο Ναυτικό, σύμφωνα με τον ιδεολογικό υπεύθυνο του Απριλιανού καθεστώτος, όπως ο ίδιος αρέσκεται να αποκαλεί τον εαυτό του, η διαφορά ήταν συντριπτική: «Πρέπει να ’χαμε δύο – τρία αντιτορπιλικά περισσότερα από τους Τούρκους, αλλά το παιχνίδι θα κερδιζόταν από τα υποβρύχια και τις γαλλικές πυραυλάκατους που μόλις είχαμε παραλάβει. Είχαμε οχτώ γερμανικά υποβρύχια, από τα οποία τα τέσσερα ήταν σύγχρονα τύπου 2009, ενώ αυτοί κάτι απομεινάρια αμερικανικά του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου».
Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει… «μπορούσαμε να διαλύσουμε τις τουρκικές αποβατικές δυνάμεις. Θυμάμαι ότι τα υποβρύχια του Αραπάκη απείχαν περίπου 80 ναυτικά μίλια από την Πάρο και τα Φάντομ βρίσκονταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα. Στη σύσκεψη που έγινε τα ξημερώματα της 21ης Ιουλίου στο γραφείο του Γκιζίκη, είπα στον Αραπάκη να βουλιάξει όλα τα τουρκικά πλοία που ήταν έξω από το λιμάνι της Κυρήνειας και στον Παπανικολάου να στείλει από την Κρήτη τα πρώτα έξι Φάντομ και να βομβαρδίσουν οτιδήποτε τουρκικό εκινείτο πάνω στο νησί». Τελικά, όμως, δεν έγινε τίποτε απ’ όλ’ αυτάΩ. «Γιατί;», τον ρωτήσαμε.
«Μας πρόδωσαν, δεν το κρύβω, οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων και ο Γκιζίκης. Όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων οι τρεις αρχηγοί μαζί με τον Μπονάνο και τον Γκιζίκη, συναντήθηκαν και αποφάσισαν να μην έρθουν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, ενώ ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια να γυρίσουν πίσω και ο Παπανικολάου να μη σηκωθεί ούτε ένα αεροπλάνο. Στη συγκεκριμένη σύσκεψη, όπως ενημερώθηκα από τον αρχηγό του Στρατού αντιστράτηγο Γαλατσάνο, ο Αραπάκης πρότεινε κι οι άλλοι συμφώνησαν να παραδώσουν την εξουσία στους πολιτικούς».
Ο ίδιος απαντά και στην κατηγορία ότι ήθελε το θάνατο του Μακαρίου. «Σε καμία περίπτωση γιατί έτσι θα κλονιζόταν το έρεισμα της Ένωσης, μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι περισσότεροι Κύπριοι ήταν μακαρικοί. Η διαταγή που είχα δώσει προσωπικά στον συνταγματάρχη Κων/νο Κομπόκη, που ήταν επικεφαλής της επίθεσης στο Προεδρικό Μέγαρο, ήταν να συλληφθεί ο Μακάριος ζωντανός».
Όσο για την τύχη του Αρχιεπισκόπου Κύπρου ο Ιωαννίδης υποστηρίζει ότι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ που «δεν έβλεπε με καλό μάτι τον Μακάριο», του είχε προτείνει να «φιλοξενηθεί» για ένα διάστημα σε Μοναστήρι του Αγίου Ορους. «Ο Σεραφείμ γνώριζε προσωπικά πολλούς ηγούμενους και με είχε πείσει ότι θα μπορούσε να τακτοποιήσει το θέμα».
Ο Δ.Ιωαννίδης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1923 στην Αθήνα και προερχόταν από εύπορη σχετικά οικογένεια. Εισήλθε στην Σχολή Ευελπίδων και το 1943 έγινε ανθυπολοχαγός.
Πολέμησε στην μάχη της Κρήτης και στη συνέχεια εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΕΟΕΑ και στον ΕΔΕΣ.
Το 1952 αποφοίτησε από τη Σχολή Πεζικού, το 1954 από την Σχολή Ατομικού - Βιολογικού και Χημικού Πολέμου και το 1956 από τη Σχολή Πολέμου.
Το 1961 επισκέφθηκε τη Δυτική Γερμανία με σκοπό να παρακολουθήσει εκπαιδευτικά προγράμματα για μονάδες πεζικού.
Την περίοδο 1945 - 1949 υπηρέτησε σε τάγματα Εθνοφυλακής, στην ταξιαρχία Ρίμινι και στην Μακρόνησο.
Το 1951 συμμετείχε στο κίνημα του ΙΔΕΑ, του οποίου υπήρξε μέλος από το 1945.
Συγκεκριμένα κατά το κίνημα εκείνο υπηρετώντας ο Δ. Ιωαννίδης στο ΚΕΒΟΠ στο Χαϊδάρι, φέροντας τον βαθμό του λοχαγού, επιβιβάζοντας το λόχο του σε στρατιωτικά οχήματα κατέλαβε το ΓΕΕΘΑ. Για την πράξη του εκείνη διώχθηκε πλην όμως η τότε κυβέρνηση παρέσχε αμνηστία και επαναφορά στο στράτευμα όλων των συμμετεχόντων στο Κίνημα.
Παράλληλα με την επιτελική εκπαίδευση το 1956 στην σχολή πολέμου δεν έπαψε να συμμετέχει σε συγκεντρώσεις με έντονη πολιτική δράση που έγιναν αντιληπτές από τον αντικαταστάτη του Σόλωνος Γκίκα, αντιστράτηγο Π. Νικολόπουλο που αν και διέταξε ο τελευταίος τη σύλληψη και καταδίκη των συμμετεχόντων στο κίνημα τελικά απομακρύνθηκε ο ίδιος από την τότε κυβέρνηση για να ησυχάσει το στράτευμα που δεν τον συμπαθούσε.
Το 1959 μετατέθηκε στο Επιτελείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το 1963 τοποθετήθηκε στην Κύπρο, το 1964 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και το 1966 διορίστηκε αρχηγός του τάγματος της Σχολής Ευελπίδων.
Το 1956 ανέλαβε την αρχηγία της συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών η οποία το 1967 θα πραγματοποιούσε το πραξικόπημα.
Το 1959 η αρχηγία της ομάδας πέρασε στον Δημήτριο Παττίλη αλλά ο Ιωαννίδης παρέμεινε μέλος.
Από την θέση του διοικητή της σχολής Ευελπίδων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επιβολή και εδραίωση της δικτατορίας. Μετά την επιτυχημένη ανατροπή της κυβέρνησης διορίστηκε αρχηγός της ΕΣΑ και τον Αύγουστο του 1969 έγινε διευθυντής του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Το 1970 προήχθη στον βαθμό του συνταγματάρχη και το 1973 σε ταξίαρχο.
Με τον διορισμό του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη στη θέση του πρωθυπουργού, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που είχε στο μεταξύ αναλάβει πρόεδρος της Δημοκρατίας, προσπάθησε να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του και να οδηγήσει την χώρα σε εκλογές.
Ο Ιωαννίδης ως εκφραστής της αδιάλλακτης "σκληροπυρηνικής" πτέρυγας του καθεστώτος, ήταν αντίθετος σε κάθε επικείμενη φιλελευθεροποίηση.
Έχοντας οργανώσει τον δικό του μηχανισμό είχε αρχίσει ήδη να προετοιμάζει την ανατροπή Παπαδόπουλου. Τον Αύγουστο του 1973 απομακρύνθηκε από την διοίκηση της ΕΣΑ αλλά ύστερα από πιέσεις πολλών αξιωματικών επανήλθε στην θέση του.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου σε συνδυασμό με την επικρατούσα κατάσταση αποτέλεσε την ευκαιρία για την ανατροπή του Παπαδόπουλου, ο οποίος λίγο πριν είχε αρνηθεί στα αμερικανικά μεταγωγικά και τον αμερικανικό στόλο να εφοδιάσουν το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις της Κρήτης.
Έτσι στις 25 Νοεμβρίου 1973 ο Ιωαννίδης επικεφαλής πολλών αξιωματικών ανέτρεψε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και την κυβέρνηση Μαρκεζίνη, θέτοντας αμφότερους (Μαρκεζίνη - Παπαδόπουλο) σε περιορισμό, με σαφή στήριξη στο εγχείρημά του από τις ΗΠΑ.
Με την ανάληψη της εξουσίας τοποθέτησε στην προεδρία της Δημοκρατίας τον αντιστράτηγο Φαίδωνα Γκιζίκη, στην πρωθυπουργία τον αντιστράτηγο Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, υπουργό Εθνικής Αμύνης τον υποστράτηγο Ευστάθιο Λατσούδη κ.ά. τους οποίους όρκισε ο τότε μητροπολίτης Ιωαννίνων και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.
Ουσιαστικός όμως αρχηγός ήταν ο ίδιος, ο οποίος προτιμούσε να εργάζεται σε παρασκηνιακό επίπεδο λαμβάνοντας τότε τον βαθμό του ταξίαρχου. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν ο απόλυτος έλεγχος της πολιτικής ζωής από τον στρατό και η προκήρυξη εκλογών το 1978.
Απώτερος στόχος όμως ήταν η ανατροπή του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, την οποία και πέτυχε τον Ιούλιο του 1974.
Η ανατροπή αυτή όμως έδωσε την αφορμή για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, την ώρα που ο ίδιος καθησύχαζε τους Κυπρίους πως δεν τίθεται θέμα εισβολής.
Στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους η ηγεσία του καθεστώτος συνεδρίασε αποφασίζοντας ομόφωνα, πλήν του Ιωαννίδη, να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς.
Στις 2 Αυγούστου τέθηκε σε διαθεσιμότητα ενώ στις 24 Αυγούστου αποστρατεύθηκε. Με απόφαση του Ευάγγελου Αβέρωφ - Τοσίτσα είχε προαχθεί σε υποστράτηγο.
Στη συνέχεια βάσει της Συντακτικής Πράξης της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 όρισε την παραπομπή του Ιωαννίδη και των υπόλοιπων μελών των στρατιωτικών κυβερνήσεων και μελών του κινήματος του 1967 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών.
Στις 15 Ιανουαρίου 1975 εκδόθηκε το Δ΄ Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής που όριζε τη διενέργεια δίκης των "Απριλιανών" μετά από μήνυση των δικηγόρων Αλέξανδρου Λυκουρέζου και Ευάγγελου Γιαννόπουλου που είχε καταθέσει πρώτος από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο.
Η δίκη τελικά ξεκίνησε έξι μήνες μετά, στις 28 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, όπου στο μεταξύ είχε γίνει η μεταγωγή των Απριλιανών από την Κέα και διήρκεσε ακριβώς ένα μήνα, μέχρι 29 Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ούτε μία φορά δεν διασταύρωσε το βλέμμα του με τον Γ. Παπαδόπουλο.
Τελικά σύμφωνα με την απόφαση που εκδόθηκε, όπως αυτή στη συνέχεια μετατράπηκε, ο Δ. Ιωαννίδης καταδικάστηκε σε στρατιωτική καθαίρεση, ισόβια κάθειρξη για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας και σε 10 έτη κάθειρξη για το αδίκημα της στάσης, καθώς και σε ισόβια για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονίες και συνολική κάθειρξη 25 ετών για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας για την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ακόμη, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ένωση προς στάση αξιωματικών εν ενεργεία, εν καιρώ γενικής επιστρατεύσεως και άλλες μικρότερες ποινές, (δηλαδή επί αδικημάτων που προβλέπει ο ΣΠΚ).
Αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο (1975), (που τότε ίσχυε η ποινή του θανάτου) αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια, χωρίς να το ζητήσει ο ίδιος.
Μαζί με τον Ντερτιλή, ήταν οι μόνοι που απέμειναν φυλακισμένοι, καθώς αρνήθηκε να ζητήσει χάρη.
Απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 2010 από θερμοπληξία στο Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας που είχε διακομισθεί για λόγους υγείας. Ήταν παντρεμένος και δεν είχε παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου