Ο δάσκαλός μου στο δημοτικό επαναλάμβανε συχνά ότι στις ευρωπαϊκές
χώρες, στην προεκλογική περίοδο, ένας ξένος που κυκλοφορεί στο δρόμο δεν
καταλαβαίνει ότι πρόκειται να γίνουν εκλογές. Ίσως, σήμερα,
συνταξιούχος πια, να χαίρεται που επιτέλους γίναμε Ευρώπη. Σήμερα, αν
δεν ανοίξεις την τηλεόραση, ίσως να μην καταλάβεις ότι έχουμε
προεκλογική περίοδο. Το ενδιαφέρον των πολιτών και η συμμετοχή τους σ’
αυτή χρόνο με το χρόνο φθίνει. Ακόμη και το debate είναι αφορμή στην
καλύτερη περίπτωση για χλιαρές συζητήσεις και τεράστια χασμουρητά.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε οι πολίτες αυτής της χώρας έδιναν στις
εκλογές τη σημασία που άξιζαν ή έστω που νόμιζαν ότι άξιζαν. Η
προεκλογική εκστρατεία κάποτε βιωνόταν με πάθος από τους πολίτες αυτής
της χώρας.
Η προκήρυξη των εκλογών και η διάλυση της Βουλής ήταν ο πυροβολισμός του αφέτη που έδινε το σινιάλο σε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων να αρχίσουν έναν λυσσαλέο αγώνα για την επικράτηση. Οι πόλεις και τα χωριά μεμιάς άλλαζαν όψη. Αφίσες, φυλλάδια, φέιγ-βολάν, πανό και συνθήματα τοίχου στα τρία βασικά χρώματα (της πολιτικής), πράσινο, μπλε, κόκκινο, κατακυρίευαν τον ελληνικό χώρο. Στα καφενεία άναβαν οι συζητήσεις, που σχεδόν πάντα κατέληγαν σε σοβαρούς καυγάδες και όχι σπάνια σε χειροδικίες. Όμως, το πάθος δεν σταματούσε με το τέλος της ημέρας.
Από τα μεσάνυχτα ως το ξημέρωμα, εκατοντάδες νέοι σε όλοι την επικράτεια έβγαιναν να κολλήσουν αφίσες του κόμματός τους. Εκείνη τη… σκοτεινή εποχή που το ΑΣΕΠ δεν υπήρχε ούτε στο μυαλό του Πεπονή, όσοι ήθελαν να αποκτήσουν μία μόνιμη δουλειά στο δημόσιο ήξεραν ότι έπρεπε να αγωνιστούν σκληρά για να αποδείξουν την πίστη τους στο κόμμα, προσφέροντας αμισθί τις υπηρεσίες τους, με την ελπίδα ότι όταν το κόμμα συν Θεώ θα ερχόταν στην εξουσία, θα τους βόλευε σε μία καλή αργόμισθη θεσούλα. Για πολύ καιρό το προσόν “αφισοκολλητής του κόμματος” ζύγιζε στους διορισμούς στο δημόσιο πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε (ψωρο)πτυχίο. Εδώ βεβαίως πρέπει να τονίσουμε ότι εκτός από τους ιδιοτελείς αφισοκολλητές των δύο μεγάλων κομμάτων, που όσο περισσότερες αφίσες κολλούσαν τόσο πιο αναπαυτικά ένιωθαν τα κωλομέρια τους στη δημόσια καρέκλα, υπήρχαν και οι ανιδιοτελείς αριστεροί που κολλούσαν εξίσου και περισσότερο ηρωικά τις αφίσες όχι για μια δημόσια θεσούλα, αλλά για την αταξική κοινωνία και τη νίκη του σοσιαλισμού. Αξιόλογο είναι ότι τα παιδιά της ΚΝΕ (που είπαν το μεγάλο ‘ναι’) ήταν οι πιο ένθερμοι και μάλιστα αυτοί που πολύ συχνά βρίσκονταν στην ανάγκη να υπερασπιστούν τις ιδέες τους (και τις αφίσες τους) παίζοντας ξύλο με τις ομάδες των δεξιών ή ακροδεξιών που τους ακολουθούσαν κατά πόδας όλη νύχτα για να κολλούν τις δικές τους από πάνω ή να τις σκίζουν καταστρέφοντας τον κόπο τους. Ναι, ναι… όπως ακριβώς οι φανατικοί οπαδοί των ομάδων που δεν αρκούνται να ζητωκραυγάσουν την ομάδα τους, αλλά θεωρούν καθήκον τους να ανοίξουν τα κεφάλια των αντιπάλων.
Οι οπαδοί και φίλοι των κομμάτων συμμετείχαν βέβαια στις συγκεντρώσεις των υποψηφίων ή σε συγκεντρώσεις με ομιλητή κάποιο σημαίνον στέλεχος του κόμματός τους, αλλά ζούσαν για τη στιγμή που ο αρχηγός του κόμματος θα ερχόταν για ομιλία στην πόλη. Όλο το κομματικό επιτελείο έπρεπε τότε να δώσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του και να επιστρατεύσει κάθε δυνατό μέσο για την επιτυχία της συγκέντρωσης. Ήταν η κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας. Πάση θυσία η πλατεία έπρεπε να γεμίσει και αν είναι δυνατόν να “ξεχειλίσει” κόσμο στους γύρω δρόμους. Ειδικά για την κεντρική πλατεία της Λάρισας υπήρχε ένας επιπλέον λόγος που έπρεπε να γεμίσει. Είναι εκείνη η περίφημη ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου που είπε κάποτε (μπορεί και όχι) ότι όποιος υποψήφιος καταφέρει να τη γεμίσει θα είναι ο αυριανός πρωθυπουργός. Το σίγουρο είναι ότι στην εποχή του Γεωργίου οι πλατείες γέμιζαν (ή μισογέμιζαν) από τους ντόπιους. Όμως, τώρα, η κατάσταση είχε αλλάξει. Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, κάθε κόμμα φρόντιζε να ναυλώνει λεωφορεία για να μεταφέρει οπαδούς από μία πόλη στην άλλη, προκειμένου να δείξει ότι η συγκέντρωση είχε επιτυχία.
Μία φορά τότε ο μακαρίτης Ανδρέας Παπανδρέου έκανε λάθος στην προσφώνησή του προς τον “λαό” που τον άκουγε αναφέροντας λάθος πόλη από αυτή στην οποία έκανε την ομιλία. Τότε ο Στάθης (ναι, ο γνωστός) δημοσίευσε ένα χαρακτηριστικό σκιτσάκι στο Ριζοσπάστη:
Ο Αντρέας εκφωνεί ομιλία σε συγκέντρωση και λέει:
“Λαέ, της Λάρισας…”
Κάποιος του σφυρίζει στο αυτί:
“Στο Βόλο είμαστε πρόεδρε”
Κι αυτός απαντά απορημένος:
“Τι λες παιδί μου; Το λαό της Λάρισας δεν τον φέραμε;”
Όμως, μη νομίζετε ότι αυτά ήταν πρακτικές μόνο των μεγάλων κομμάτων. Εγώ, προσωπικά, σε συγκέντρωση του Χαρίλαου Φλωράκη έπιασα κουβέντα με έναν ηλικιωμένο πρώην αντάρτη που είχε έρθει (εννοείται με πούλμαν) από τις Σέρρες! Ήταν τόσο μεγάλη η σημασία που έδιναν στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση, ώστε την άλλη μέρα οι συζητήσεις δεν αφορούσαν το “τι είπε” αλλά το “πόσο κόσμο μάζεψε”. Και αυτό βέβαια ήταν κεντρικό θέμα καβγάδων μεταξύ των γνωστών και φίλων που υποστήριζαν αντίπαλα κόμματα. Ο μεν υποστήριζε ότι δεν έπεφτε καρφίτσα πολλά μέτρα μακριά από την εξέδρα και ο δε ορκιζόταν ότι στο ίδιο σημείο κυκλοφορούσες άνετα.
Στο παιχνίδι έμπαινε και η τηλεόραση που με διάφορα κόλπα και τερτίπια προσπαθούσε να δείξει όσο το δυνατόν πιο ογκώδη τη συγκέντρωση. Στον τομέα αυτό διακρίθηκε κυρίως ο Τάσος Μπιρσίμ, σκηνοθέτης των συγκεντρώσεων του Ανδρέα Παπανδρέου που ήταν για αυτόν, ό,τι η Λένι Ρίφενσταλ για το Χίτλερ.
Η προκήρυξη των εκλογών και η διάλυση της Βουλής ήταν ο πυροβολισμός του αφέτη που έδινε το σινιάλο σε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων να αρχίσουν έναν λυσσαλέο αγώνα για την επικράτηση. Οι πόλεις και τα χωριά μεμιάς άλλαζαν όψη. Αφίσες, φυλλάδια, φέιγ-βολάν, πανό και συνθήματα τοίχου στα τρία βασικά χρώματα (της πολιτικής), πράσινο, μπλε, κόκκινο, κατακυρίευαν τον ελληνικό χώρο. Στα καφενεία άναβαν οι συζητήσεις, που σχεδόν πάντα κατέληγαν σε σοβαρούς καυγάδες και όχι σπάνια σε χειροδικίες. Όμως, το πάθος δεν σταματούσε με το τέλος της ημέρας.
Από τα μεσάνυχτα ως το ξημέρωμα, εκατοντάδες νέοι σε όλοι την επικράτεια έβγαιναν να κολλήσουν αφίσες του κόμματός τους. Εκείνη τη… σκοτεινή εποχή που το ΑΣΕΠ δεν υπήρχε ούτε στο μυαλό του Πεπονή, όσοι ήθελαν να αποκτήσουν μία μόνιμη δουλειά στο δημόσιο ήξεραν ότι έπρεπε να αγωνιστούν σκληρά για να αποδείξουν την πίστη τους στο κόμμα, προσφέροντας αμισθί τις υπηρεσίες τους, με την ελπίδα ότι όταν το κόμμα συν Θεώ θα ερχόταν στην εξουσία, θα τους βόλευε σε μία καλή αργόμισθη θεσούλα. Για πολύ καιρό το προσόν “αφισοκολλητής του κόμματος” ζύγιζε στους διορισμούς στο δημόσιο πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε (ψωρο)πτυχίο. Εδώ βεβαίως πρέπει να τονίσουμε ότι εκτός από τους ιδιοτελείς αφισοκολλητές των δύο μεγάλων κομμάτων, που όσο περισσότερες αφίσες κολλούσαν τόσο πιο αναπαυτικά ένιωθαν τα κωλομέρια τους στη δημόσια καρέκλα, υπήρχαν και οι ανιδιοτελείς αριστεροί που κολλούσαν εξίσου και περισσότερο ηρωικά τις αφίσες όχι για μια δημόσια θεσούλα, αλλά για την αταξική κοινωνία και τη νίκη του σοσιαλισμού. Αξιόλογο είναι ότι τα παιδιά της ΚΝΕ (που είπαν το μεγάλο ‘ναι’) ήταν οι πιο ένθερμοι και μάλιστα αυτοί που πολύ συχνά βρίσκονταν στην ανάγκη να υπερασπιστούν τις ιδέες τους (και τις αφίσες τους) παίζοντας ξύλο με τις ομάδες των δεξιών ή ακροδεξιών που τους ακολουθούσαν κατά πόδας όλη νύχτα για να κολλούν τις δικές τους από πάνω ή να τις σκίζουν καταστρέφοντας τον κόπο τους. Ναι, ναι… όπως ακριβώς οι φανατικοί οπαδοί των ομάδων που δεν αρκούνται να ζητωκραυγάσουν την ομάδα τους, αλλά θεωρούν καθήκον τους να ανοίξουν τα κεφάλια των αντιπάλων.
Οι οπαδοί και φίλοι των κομμάτων συμμετείχαν βέβαια στις συγκεντρώσεις των υποψηφίων ή σε συγκεντρώσεις με ομιλητή κάποιο σημαίνον στέλεχος του κόμματός τους, αλλά ζούσαν για τη στιγμή που ο αρχηγός του κόμματος θα ερχόταν για ομιλία στην πόλη. Όλο το κομματικό επιτελείο έπρεπε τότε να δώσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του και να επιστρατεύσει κάθε δυνατό μέσο για την επιτυχία της συγκέντρωσης. Ήταν η κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας. Πάση θυσία η πλατεία έπρεπε να γεμίσει και αν είναι δυνατόν να “ξεχειλίσει” κόσμο στους γύρω δρόμους. Ειδικά για την κεντρική πλατεία της Λάρισας υπήρχε ένας επιπλέον λόγος που έπρεπε να γεμίσει. Είναι εκείνη η περίφημη ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου που είπε κάποτε (μπορεί και όχι) ότι όποιος υποψήφιος καταφέρει να τη γεμίσει θα είναι ο αυριανός πρωθυπουργός. Το σίγουρο είναι ότι στην εποχή του Γεωργίου οι πλατείες γέμιζαν (ή μισογέμιζαν) από τους ντόπιους. Όμως, τώρα, η κατάσταση είχε αλλάξει. Στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, κάθε κόμμα φρόντιζε να ναυλώνει λεωφορεία για να μεταφέρει οπαδούς από μία πόλη στην άλλη, προκειμένου να δείξει ότι η συγκέντρωση είχε επιτυχία.
Μία φορά τότε ο μακαρίτης Ανδρέας Παπανδρέου έκανε λάθος στην προσφώνησή του προς τον “λαό” που τον άκουγε αναφέροντας λάθος πόλη από αυτή στην οποία έκανε την ομιλία. Τότε ο Στάθης (ναι, ο γνωστός) δημοσίευσε ένα χαρακτηριστικό σκιτσάκι στο Ριζοσπάστη:
Ο Αντρέας εκφωνεί ομιλία σε συγκέντρωση και λέει:
“Λαέ, της Λάρισας…”
Κάποιος του σφυρίζει στο αυτί:
“Στο Βόλο είμαστε πρόεδρε”
Κι αυτός απαντά απορημένος:
“Τι λες παιδί μου; Το λαό της Λάρισας δεν τον φέραμε;”
Όμως, μη νομίζετε ότι αυτά ήταν πρακτικές μόνο των μεγάλων κομμάτων. Εγώ, προσωπικά, σε συγκέντρωση του Χαρίλαου Φλωράκη έπιασα κουβέντα με έναν ηλικιωμένο πρώην αντάρτη που είχε έρθει (εννοείται με πούλμαν) από τις Σέρρες! Ήταν τόσο μεγάλη η σημασία που έδιναν στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση, ώστε την άλλη μέρα οι συζητήσεις δεν αφορούσαν το “τι είπε” αλλά το “πόσο κόσμο μάζεψε”. Και αυτό βέβαια ήταν κεντρικό θέμα καβγάδων μεταξύ των γνωστών και φίλων που υποστήριζαν αντίπαλα κόμματα. Ο μεν υποστήριζε ότι δεν έπεφτε καρφίτσα πολλά μέτρα μακριά από την εξέδρα και ο δε ορκιζόταν ότι στο ίδιο σημείο κυκλοφορούσες άνετα.
Στο παιχνίδι έμπαινε και η τηλεόραση που με διάφορα κόλπα και τερτίπια προσπαθούσε να δείξει όσο το δυνατόν πιο ογκώδη τη συγκέντρωση. Στον τομέα αυτό διακρίθηκε κυρίως ο Τάσος Μπιρσίμ, σκηνοθέτης των συγκεντρώσεων του Ανδρέα Παπανδρέου που ήταν για αυτόν, ό,τι η Λένι Ρίφενσταλ για το Χίτλερ.
Την παραμονή των εκλογών, όπως και σήμερα άλλωστε, απαγορευόταν
οποιαδήποτε πολιτική εκδήλωση. Υποτίθεται ότι ο κυρίαρχος λαός, τη μέρα
αυτή, αφού, στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, διάβασε όλα τα
προγράμματα των κομμάτων και άκουσε τις απόψεις, κάθεται και σκέφτεται
για να αποφασίσει ψύχραιμα ποιον θα ψηφίσει. Κι επειδή για μία τόσο
σημαντική απόφαση χρειάζεται νηφαλιότητα, απαγορευόταν η διάθεση και
κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών τη μέρα εκείνη! Φυσικά ήταν μία διάταξη
που ουδέποτε τηρούνταν, αφού στα καφενεία ο πότης αρκούσε να
παραγγείλει φωναχτά “ένα τσάι” κλείνοντας το μάτι στο καφετζή κι εκείνος
του έφερνε το ουΐσκι σε φλιτζάνι για… καμουφλάζ.
Ευτυχώς κάποιος κατάλαβε το γελοίον της υπόθεσης και κατάργησε τη διάταξη όπως και την άλλη διάταξη που έστελνε χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς στα εκλογικά τμήματα για να φρουρούν τις κάλπες από κάποιο αόρατο εχθρό. Ο φαντάρος που στέκεται προσοχή στην είσοδο του εκλογικού τμήματος με κράνος και εξάρτυση πάνω από τη στολή εξόδου (!) ήταν μέχρι πρόσφατα μία πολύ χαρακτηριστική εικόνα των ελληνικών εκλογών που μάλιστα προσέδιδε και μία νότα λατινοαμερικανικής ατμόσφαιρας στο όλο σκηνικό. Στα τέλη της δεκαετίας του 90 κατάλαβαν ότι η δημοκρατία έχει ομαλοποιηθεί τόσο ώστε να είναι περιττή η κινητοποίηση του στρατού -εξάλλου ιστορικά ο στρατός περισσότερο απείλησε παρά προστάτευσε τη δημοκρατία. Έτσι αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα της ασφάλειας των εκλογών από το στρατό, προς μεγάλη χαρά εκατοντάδων στρατιωτικών που έτρωγαν το αγγούρι χωρίς να αμείβονται, και ανατέθηκε στους αστυνομικούς που με μεγάλη χαρά πληροφορούνται κάθε φορά την προκήρυξη εκλογών, αφού παίρνουν εκλογικό επίδομα σχεδόν όσο ένα μηνιάτικο. Ίδια χαρά παρεμπιπτόντως προκαλεί η προκήρυξη εκλογών σε δικαστικούς, δικηγόρους, ιδιοκτήτες εφημερίδων και τυπογράφους.
Η συμμετοχή τότε στις εκλογές δεν ήταν απλά υποχρεωτική αλλά επέσυρε και σοβαρές κυρώσεις -μέχρι του σημείου π.χ. να μην μπορείς να εκδώσεις διαβατήριο. Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που την ημέρα των εκλογών τα εκλογικά τμήματα γέμιζαν από κόσμο. Ήταν κυρίως το ενδιαφέρον που έδειχναν τότε στη “γιορτή της δημοκρατίας” όπως αποκαλούσαν τις εκλογές. Από νωρίς το πρωί (και κυρίως μετά τη λήξη της θείας λειτουργίας) οι ουρές που σχηματίζονταν έφταναν μέχρι τα σκαλιά. Άλλο χαρακτηριστικό ήταν ότι τα τμήματα ήταν χωρισμένα κατά φύλο: αλλού ψήφιζαν τα αγοράκια και αλλού τα κοριτσάκια. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατάλαβα το λόγο.
Ευτυχώς κάποιος κατάλαβε το γελοίον της υπόθεσης και κατάργησε τη διάταξη όπως και την άλλη διάταξη που έστελνε χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς στα εκλογικά τμήματα για να φρουρούν τις κάλπες από κάποιο αόρατο εχθρό. Ο φαντάρος που στέκεται προσοχή στην είσοδο του εκλογικού τμήματος με κράνος και εξάρτυση πάνω από τη στολή εξόδου (!) ήταν μέχρι πρόσφατα μία πολύ χαρακτηριστική εικόνα των ελληνικών εκλογών που μάλιστα προσέδιδε και μία νότα λατινοαμερικανικής ατμόσφαιρας στο όλο σκηνικό. Στα τέλη της δεκαετίας του 90 κατάλαβαν ότι η δημοκρατία έχει ομαλοποιηθεί τόσο ώστε να είναι περιττή η κινητοποίηση του στρατού -εξάλλου ιστορικά ο στρατός περισσότερο απείλησε παρά προστάτευσε τη δημοκρατία. Έτσι αφαιρέθηκε η αρμοδιότητα της ασφάλειας των εκλογών από το στρατό, προς μεγάλη χαρά εκατοντάδων στρατιωτικών που έτρωγαν το αγγούρι χωρίς να αμείβονται, και ανατέθηκε στους αστυνομικούς που με μεγάλη χαρά πληροφορούνται κάθε φορά την προκήρυξη εκλογών, αφού παίρνουν εκλογικό επίδομα σχεδόν όσο ένα μηνιάτικο. Ίδια χαρά παρεμπιπτόντως προκαλεί η προκήρυξη εκλογών σε δικαστικούς, δικηγόρους, ιδιοκτήτες εφημερίδων και τυπογράφους.
Η συμμετοχή τότε στις εκλογές δεν ήταν απλά υποχρεωτική αλλά επέσυρε και σοβαρές κυρώσεις -μέχρι του σημείου π.χ. να μην μπορείς να εκδώσεις διαβατήριο. Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που την ημέρα των εκλογών τα εκλογικά τμήματα γέμιζαν από κόσμο. Ήταν κυρίως το ενδιαφέρον που έδειχναν τότε στη “γιορτή της δημοκρατίας” όπως αποκαλούσαν τις εκλογές. Από νωρίς το πρωί (και κυρίως μετά τη λήξη της θείας λειτουργίας) οι ουρές που σχηματίζονταν έφταναν μέχρι τα σκαλιά. Άλλο χαρακτηριστικό ήταν ότι τα τμήματα ήταν χωρισμένα κατά φύλο: αλλού ψήφιζαν τα αγοράκια και αλλού τα κοριτσάκια. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατάλαβα το λόγο.
Το βράδυ όταν έκλειναν οι κάλπες, η αγωνία κορυφωνόταν. Τότε δεν
υπήρχαν τα exit polls για να δώσουν μία πρώτη γεύση με τη λήξη της
ψηφοφορίας. Αλλά και οι δημοσκοπήσεις ήταν σε εμβρυακό στάδιο τότε. Και η
μετάδοση των αποτελεσμάτων, όμως, γινόταν με πολύ πιο αργό ρυθμό απ’
ό,τι σήμερα. Αν η μάχη ήταν αμφίρροπη θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το
ξημέρωμα για να μάθουμε ποιος θα μας κυβερνήσει στην επόμενη τετραετία.
Συνήθως, όμως, κατά τις δώδεκα άρχιζαν να ακούγονται τα πρώτα δειλά
κορναρίσματα χαράς. Στα εκλογικά κέντρα των νικητών σηκώνονταν οι
σημαίες και τα χαμόγελα άνθιζαν στα πρόσωπα των συγκεντρωμένων, ενώ στα
εκλογικά κέντρα των ηττημένων, μετά το πρώτο μούδιασμα, ο κόσμος άρχιζε
να αραιώνει.
Οι γιορτές και τα πανηγύρια κρατούσαν μέρες ολόκληρες. Οι μεν οπαδοί του κόμματος που νίκησε έκαναν καζούρα στους οπαδούς του άλλου κόμματος που απέφευγαν να κυκλοφορούν έξω από το σπίτι. Η νίκη ή η ήττα του κόμματός τους ήταν πηγή μεγάλης χαράς ή κατήφειας αντίστοιχα.
Οι γιορτές και τα πανηγύρια κρατούσαν μέρες ολόκληρες. Οι μεν οπαδοί του κόμματος που νίκησε έκαναν καζούρα στους οπαδούς του άλλου κόμματος που απέφευγαν να κυκλοφορούν έξω από το σπίτι. Η νίκη ή η ήττα του κόμματός τους ήταν πηγή μεγάλης χαράς ή κατήφειας αντίστοιχα.
Σήμερα -δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό- είμαστε πολύ πιο σοφοί που
δεν δίνουμε τόση σημασία στις εκλογές. Ούτε ρυπαίνουμε το σύμπαν ούτε
πολυπιστεύουμε αυτά που ακούμε ούτε τόσο φανατισμό δείχνουμε. Η αλήθεια
είναι ότι έχουμε φάει αρκετές απογοητεύσεις από χαρισματικούς ηγέτες,
βαρεθήκαμε να βλέπουμε υποσχέσεις να ξεχνιούνται και μπουχτίσαμε από
ωραία λόγια που αποδείχθηκαν κούφια.
Το μόνο που μου έλειψε όμως, είναι το ξενύχτι και η αγωνία το βράδυ της Κυριακής μπροστά στην τηλεόραση και η εναλλαγή της χαράς με τη λύπη. Τίποτα άλλο.
Το μόνο που μου έλειψε όμως, είναι το ξενύχτι και η αγωνία το βράδυ της Κυριακής μπροστά στην τηλεόραση και η εναλλαγή της χαράς με τη λύπη. Τίποτα άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου