Τρίτη

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ 2009



απο τον/την Γ. Ε. ΣΕΚΕΡΗ


Ο Γ. Ε. Σέκερης είναι πρέσβης ε.τ. Επί σειρά ετών διδάσκει στις στρατιωτικές σχολές της χώρας και στην Αστυνομική Ακαδημία και αρθρογραφεί στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε μια σειρά από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, σε διεθνείς διασκέψεις και στο ΝΑΤΟ, του οποίου διετέλεσε και Εκτελεστικός Γραμματέας. Διαφωνήσας με την κυβερνητική πολιτική παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία δύο φορές -το 1973 και το 1987- τη δεύτερη οριστικά.

Με τη χώρα ενώπιον του διπλού φάσματος της οικονομικής κατάρρευσης και της αναρχίας, η ελληνική διπλωματία αντιμετωπίζει εν δυνάμει εκρηκτικά προβλήματα και στον διεθνή χώρο. Δεν είναι συνεπώς άσκοπο, ενώ ανατέλλει το 2009, να στρέψουμε προς στιγμήν την προσοχή από τον εσωτερικό μας ορυμαγδό προς μερικές πάγιες αλήθειες σχετικές με την εξωτερική μας πολιτική – αλήθειες εν πολλοίς αυτονόητες, τις οποίες, όμως, πολύ συχνά, τείνουμε να αγνοήσουμε στην πράξη.



Ο δυτικός μας προσανατολισμός



Εν πρώτοις, εις πείσμα της θεωρητικολογίας περί «εκθρόνισης» των Ηνωμένων Πολιτειών από ανερχόμενες αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις κ.τ.τ., η Ουάσινγκτον εξακολουθεί – και θα συνεχίζει επί μακρόν ακόμη, για πόσο ουδείς γνωρίζει – να κατέχει τη διεθνή πρωτοκαθεδρία. Και, όπερ αμεσότερου ελληνικού ενδιαφέροντος, να επηρεάζει σημαντικά και συχνά αποφασιστικά το σύνολο των μειζόνων εθνικών συμφερόντων μας. Ανάγκη πάσα, επομένως, να διαφυλάττουμε, και στο μέτρο του δυνατού να συσφίγγουμε, τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, ανεξαρτήτως προσώπων ή κομμάτων που εκάστοτε κυβερνούν στην Ουάσινγκτον. Μολονότι δε θεαματικές αλλαγές της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή μας επί προεδρίας Ομπάμα είναι λίαν απίθανες, θα ήταν το άκρον άωτον της επιπολαιότητας, εάν επιτρέπαμε σε ανεύθυνους δημαγωγούς να μας παρασύρουν σε ένα βλακώδη και αντιπαραγωγικό αντιαμερικανισμό, με το επιχείρημα ότι η υπερδύναμη δεν υιοθετεί πλήρως τις ελλληνικές θέσεις στις διενέξεις μας με άλλους στρατηγικούς της εταίρους προς βορράν ή προς ανατολάς των συνόρων μας. Επιβάλλεται, αντιθέτως, να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για την πληρέστερη ενημέρωση των Αμερικανών αρμοδίων – μεταξύ άλλων, αξιοποιώντας αποτελεσματικότερα το ομογενειακό στοιχείο. Το οποίο, όμως, για να ενεργεί αποτελεσματικά, πρέπει να γίνεται συστηματικά κοινωνός των εκάστοτε στοχεύσεων του εθνικού κέντρου – μόνου αρμόδιου, κατά τα λοιπά, να χαράσσει την ελληνική εξωτερική πολιτική.



Επιτακτική, κατά δεύτερο λόγο, είναι η ενεργοποίησή μας στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας. Και τούτο προκειμένου να επωφελούμεθα, όπως και οι λοιποί Ευρωπαίοι, του προνομιακού αυτού διαύλου επικοινωνίας και συνεργασίας με την Αμερική. Αλλά και για να ενισχύουμε τη γεωπολιτική επιρροή της χώρας μας γενικότερα. Και, ειδικότερα, για να εξισορροπούμε εκείνη των γειτόνων μας.



Βασική, τέλος, συνιστώσα του δυτικού μας προσανατολισμού είναι η ευρωκοινοτική μας ταυτότητα. Παρά τις γκρίνιες ορισμένων, η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδειχθεί ευεργετική για την οικονομία μας και σημαντικότατος πολλαπλασιαστής του διπλωματικού μας εκτοπίσματος. Ο αύξων, ωστόσο, εθνοκεντρισμός στους κόλπους της ΕΕ υπαγορεύει την απαλλαγή μας από το σύνδρομο της ράθυμης επανάπαυσης στους αυτοματισμούς της κοινοτικής αλληλεγγύης. Οφείλουμε να βάλουμε τάξη στα οικονομικά του οίκου μας – τερματίζοντας μια οικονομική εξάρτηση, που συχνά θυμίζει επαιτεία, και η οποία μας καθιστά κράτος-μέλος μειωμένου ειδικού βάρους. Και, συγχρόνως, να χαράξουμε μια εθνική στρατηγική – εθνική, όχι κομματο-«ιδεολογική» – κατά το πρότυπο, τηρουμένων των αναλογιών, των πετυχημένων κοινοτικών εταίρων. Μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και κράτη, όπως η Σουηδία ή η Ολλανδία, απολύτως συγκρίσιμα ως προς το μέγεθος του πληθυσμού και τους φυσικούς πόρους με την Ελλάδα. (Η αντίληψη ότι «αυτοί είμαστε», μολονότι συχνά τα τελευταία χρόνια φαινομενικά δικαιώνεται, είναι ανάξια ενός ιστορικού λαού.)



Η δυτική αυτή επιλογή καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και τις σχέσεις μας με τον μεγάλο γείτονα της Κοινοτικής Ευρώπης που είναι η Ρωσική Ομοσπονδία. Με την οποία συνδέουν την Ελλάδα ουσιαστικά αμοιβαία συμφέροντα – κυρίως στον τομέα της ενέργειας. Ενώ, στην προσπάθειά της να διεμβολίσει την αγγλο-αμερικανική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ρωσία, υπό την ιδιότητα του μονίμου μέλους Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχει κατά καιρούς παράσχει χρήσιμες υπηρεσίες στην κυπριακή υπόθεση. Από την άλλη, όμως, η ρωσική προσέγγιση του Σκοπιανού υπήρξε αρχήθεν αρνητική για τις ελληνικές θέσεις – με τη Μόσχα να σπεύδει να αναγνωρίσει μεταξύ των πρώτων τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και να τηρεί έκτοτε σαφείς αποστάσεις από τους χειρισμούς των Αθηνών. Ενώ προβλήματα μας δημιουργεί και η διαχρονικά υποβόσκουσα ανταγωνιστική στάση του πατριαρχείου της Μόσχας έναντι του Οικουμενικού.



Κατά τη διαμόρφωση της ρωσικής της πολιτικής, η Ελλάδα καλείται ασφαλώς να σταθμίσει το σύνολο αυτών των παραμέτρων – όπως και άλλες, μικρότερης ίσως σημασίας, των οποίων η απαρίθμηση εκφεύγει προφανώς του πλαισίου του παρόντος σημειώματος. Ο καθοριστικός όμως παράγοντας για τις σχετικές αποφάσεις μας δεν μπορεί παρά να είναι η εμπέδωση της θέσης μας στους κόλπους του δυτικού κόσμου. Όπως έχει ήδη επισημανθεί από τις στήλες αυτές, αλλά και προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα, το «ανήκουμε στη Δύση» δεν είναι σημαία ευκαιρίας. Έχουμε κάθε συμφέρον να συμπεριφερόμαστε – και να αναγνωριζόμαστε – ως γνήσια ευρωκοινοτική και ατλαντική χώρα. Εφόσον, δε, δεν τίθενται σε κίνδυνο ζωτικά εθνικά μας συμφέροντα, οι όποιες συγκυριακές σκοπιμότητες πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τη διαχρονική αυτή επιδίωξη.



Η περιφερειακή πολιτική μας



Σε ό,τι τώρα αφορά στο εγγύς περιβάλλον μας. Προβλήματα με τους γείτονες είχαμε ανέκαθεν και, πιθανότατα, θα έχουμε για πολύ ακόμη καιρό. Και πάντως, υπό τις κρατούσες συνθήκες, η επίτευξη ιδανικής διακρατικής αρμονίας στη γειτονιά μας είναι ανέφικτη. Το ζητούμενο σήμερα για την Ελλάδα είναι μια στρατηγική, η οποία, στηριζόμενη στην προσεκτική ιεράρχηση των εθνικών συμφερόντων και κινδύνων, θα προωθήσει κατά προτεραιότητα τα σημαντικότερα από τα πρώτα και θα αποτρέψει κατά πρώτιστο λόγο τους σοβαρότερους από τους τελευταίους, με τον κατάλληλο συνδυασμό διπλωματικών, οικονομικών, επικοινωνιακών και στρατιωτικών μέσων. Πιο συγκεκριμένα:



Η μόνη ένοπλη απειλή κατά της χώρας μας προέρχεται από την Τουρκία. Ένα κράτος στρατιωτικώς ισχυρότερο και το οποίο συνεχώς διευρύνει την υπεροπλία του, χάρις, αφ’ενός, στην εσωτερική επιρροή του στρατιωτικού κατεστημένου, και, αφ’ετέρου και κυρίως, στα κατά πολύ μεγαλύτερα δημογραφικά και οικονομικά του μεγέθη. Και με το οποίο μας χωρίζουν διϊστάμενες θέσεις για το Κυπριακό και για τα Αιγαιακά.



Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δεν είναι ανυπέρβλητες. Ενώ μια στρατιωτική σύρραξη θα αποτελούσε ανείπωτη τραγωδία και για τους δύο λαούς. Υπάρχουν δε ενδείξεις ότι οι ιθύνοντες στην Άγκυρα – συμπεριλαμβανομένης και της κυρίαρχης ως προς τα ελληνοτουρκικά στρατιωτικής ηγεσίας – απεύχονται την κλιμάκωση. Πέραν των άλλων, διότι αντιμετωπίζουν πιεστικότερα προβλήματα στην ασιατική περιφέρεια της Τουρκίας.



Ως εκ τούτου, η τουρκική μας πολιτική πρέπει να κινηθεί σε δύο παράλληλους άξονες. Έχουμε, αφενός, συμφέρον ο διπλωματικός διάλογος για την αναζήτηση κοινού εδάφους να εντατικοποιηθεί – τόσω μάλλον που ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος μας, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Αιγαίο. Και, συγχρόνως, οφείλουμε να εργασθούμε για τη διασφάλιση της υπό ευρύτερη έννοια αποτροπής. Για να πεισθεί δηλαδή η τουρκική ηγεσία ότι το οικονομικό, διεθνοπολιτικό και στρατιωτικό κόστος μιας επιθετικής της ενέργειας θα ήταν πλήρως αναντίστοιχο προς τα επιδιωκόμενα οφέλη. Εξ ου η σημασία, τόσο των ποικίλων διεθνοπολιτικών διασυνδέσεών μας, ιδίως στον δυτικό κόσμο, όσο και της στρατιωτικής αποτρεπτικής μας επάρκειας.



Υπό το φως της τουρκικής αυτής απειλής, προφανής είναι η αναγκαιότητα της καλλιέργειας κατά το δυνατόν αγαθών σχέσεων με τους βόρειους γείτονες. Και άρα και της διαμόρφωσης ευνοϊκών προς τούτο περιφερειακών ισορροπιών – κατά κύριο λόγο με τη διατήρηση της παρούσης εδαφικής τάξης στον βαλκανικό Νότο. Εν προκειμένω δε κύρια πηγή ανησυχίας αποτελεί το ενδεχόμενο της συγκρότησης μιας Μεγάλης Αλβανίας με τη συγχώνευση της σημερινής αλβανικής επικράτειας με το αλβανόφωνο τμήμα της ΠΓΔΜ και το ανεξαρτοποιημένο Κόσοβο. Ιδίως αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οι υποστηρικτές του αποσταθεροποιητικού αυτού σχεδίου δεν αποκρύπτουν ότι εποφθαλμιούν επί πλέον εδάφη ανήκοντα στη Σερβία, στο Μαυροβούνιο, αλλά και στην ίδια τη χώρα μας.



Διττή επομένως προϋπόθεση για την αποφυγή αρνητικών για τα ελληνικά συμφέροντα γεωπολιτικών κλυδωνισμών επί των βορείων συνόρων μας είναι η κατοχύρωση του εδαφικού στάτους κβο, τόσο στο Κόσοβο – αποφευγομένης ακόμη και της διχοτόμησής του, καθώς θα διευκόλυνε τους μεγαλοαλβανικούς σχεδιασμούς – όσο και στην ΠΓΔΜ. Πολλώ μάλλον που τυχόν διάλυση της τελευταίας θα παρακινούσε σχεδόν αναπόφευκτα τη Βουλγαρία να επιχειρήσει να επεκταθεί προς δυσμάς – διαταράσσοντας έτσι και τις καλές σήμερα ελληνοβουλγαρικές σχέσεις.



Υπό το πρίσμα δε αυτό πρέπει να αξιολογηθεί και η διένεξη περί την ονομασία των Σκοπίων. Σημειωτέον ότι, αντίθετα προς μια αρκετά διαδεδομένη αντίληψη, η ονομασία αυτή δεν συνιστά μείζον ζήτημα εθνικής μας ασφαλείας. Οπωσδήποτε όμως, με την τροπή που έχει πάρει εδώ και δέκα επτά χρόνια, εν μέρει λόγω δικών μας σφαλμάτων, η ελληνοσκοπιανή διαμάχη άπτεται πλέον του κύρους και της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας μας. Και συνεπώς οι πρόσφατοι χειρισμοί των Αθηνών πρέπει να επικροτηθούν. Προτείνεται άλλωστε στην ΠΓΔΜ ένας καθόλα λογικός και δίκαιος συμβιβασμός – τον οποίο η ηγεσία της γείτονος, αν διατηρεί ίχνος ρεαλισμού, θα αποδεχθεί, προκειμένου να επιτύχει την ένταξη του εύθραυστου κράτους της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και επομένως και τη σταθερότητα και εδαφική του ακεραιότητα..



***

Θα ήταν παράλειψη, αν η τηλεγραφική αυτή επισκόπηση της εξωτερικής μας πολιτικής έκλεινε χωρίς αναφορά στην εσωτερική κατάσταση της χώρας. Διότι η επίτευξη των εθνικών στόχων στον διεθνή χώρο εξαρτάται πρωτίστως από τη συγκρότηση και τη συνακόλουθη διεθνή εικόνα του κράτους. Είναι δε λυπηρό, αλλά και άκρως ανησυχητικό, ότι η συνεχής κατολίσθηση του δημόσιου βίου μας αποδυναμώνει επικινδύνως την Ελλάδα στην παγκόσμια αρένα

Δεν υπάρχουν σχόλια: