Η εξαίρεση των Τσάμηδων από την ανταλλαγή πληθυσμών - Το ζήτημα της Τσαμουριάς στο οπλοστάσιο της πολιτικής του ιταλικού φασιστικού κράτους – Η απαλλοτρίωση των περιουσιών τους και οι εκτοπίσεις στα νησιά- Οι πρώτες μέρες της κατοχής
Στα χρόνια της πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και για αρκετούς αιώνες δεν παρουσιάστηκαν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις των Tσάμηδων με τους γείτονές τους χριστιανούς. Διάφορες προστριβές μεταξύ χωριών και κοινοτήτων δεν ήταν αρκετές για να διαταράξουν το κλίμα συμβίωσης στη Θεσπρωτία και ειδικότερα στις επαρχίες Μαργαριτίου, Φιλιατών και Παραμυθιάς, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Tσάμηδες.
Τα πρώτα προβλήματα παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 και ειδικότερα στο μέτωπο της Ηπείρου στις αρχές του 1913 στη διάρκεια των επιχειρήσεων του ελληνικού στρατού για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Στις μάχες που έγιναν τότε πήραν μέρος και ομάδες ντόπιων, συνήθως συμμορίες με ληστρικό χαρακτήρα. Στο πλευρό του ελληνικού στρατού ελληνικές και στο πλευρό του τουρκικού αλβανικές. Τότε ακριβώς οι Tσάμηδες δέχθηκαν την πίεση τοπικών αλλά και «εισαγόμενων» ομάδων Ελλήνων ατάκτων, κυρίως Kρητικών. Αντιδρώντας σ’ αυτές τις πιέσεις οι Τσάμηδες συγκρότησαν τις δικές τους ομάδες. Και το αίμα από τις συγκρούσεις άνοιξε ένα κύκλο αντεκδικήσεων βαθαίνοντας τις διαφορές χριστιανών και Τσάμηδων στη Θεσπρωτία.
Ωστόσο παρά τις εντάσεις και τις διαφορές που υπήρξαν στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων οι Τσάμηδες κατάφεραν να εκλέξουν βουλευτή τον Αλή Ντίνο μπέη με την αντιβενιζελική Ενωμένη Αντιπολίτευση των Δ. Γούναρη, Γ. Θεοτόκη και Δ.Ράλλη στις εκλογές του 1915 που έγιναν με την αποχή των βενιζελικών (σ.σ. Ο Αλή Ντίνο μπέης, γόνος μιας πάμπλουτης οικογένειας μπέηδων, αναδείχθηκε αργότερα σε έναν από τους σημαντικότερους σκιτσογράφους του αθηναϊκού Τύπου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Πέθανε το Νοέμβριο του 1938).
Η εξαίρεση από την ανταλλαγή πληθυσμών
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και σε όλο το διάστημα από το 1923 έως και το 1926 το ζήτημα των Τσάμηδων αποτέλεσε αντικείμενο μακρών συζητήσεων. Με τη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 οι Τσάμηδες ως μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν Τούρκοι και να χαρακτηρισθούν ως ανταλλάξιμοι. Οι ίδιοι αντέδρασαν και προσέφυγαν στην Κοινωνία των Εθνών για να αποφύγουν την εκτόπισή τους, τονίζοντας την ιστορία της περιοχής και τους δεσμούς τους με την Ελλάδα.
Στις προσπάθειές τους για την παραμονή τους είχαν την υποστήριξη τόσο της Αλβανίας όσο και της φασιστικής Ιταλίας. Τελικά η άρνηση της Τουρκίας να τους δεχθεί αλλά και η βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων στη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο τους επέτρεψε να παραμείνουν. Στη διάρκεια των συζητήσεων η αλβανική πλευρά πρότεινε την υποχρεωτική ανταλλαγή των Τσάμηδων με τους (πολύ περισσότερους) Έλληνες της Βορείου Ηπείρου με την ελληνική πλευρά να αρνείται ακόμη και να την συζητήσει.
Στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 εμφανίστηκε το Κόμμα της Τσαμουριάς. Και μόνο από τον τίτλο του προέκυπταν καθαρά και οι χωριστικές διαθέσεις του. Με ένα ευνοϊκό εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής κατάφερε να συγκεντρώσει μόλις 1539 ψήφους στις δυο εκλογικές περιφέρειες των Ιωαννίνων και της Πρέβεζας και δεν εξέλεξε βουλευτή. Ήταν η τελευταία προσπάθεια καταγραφής της εκλογικής επιρροής της μειονότητας. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, εκείνη την εποχή ο αριθμός των Τσάμηδων ήταν 18.598.
Η απαλλοτρίωση των περιουσιών
Η αβεβαιότητα που υπήρχε για την τύχη των Τσάμηδων από το 1923 έως το 1926 είχε σοβαρότατες συνέπειες στη ζωή των κοινοτήτων τους. Με τις απαλλοτριώσεις που έγιναν για την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής απαλλοτριώθηκαν όχι μόνο τα μεγάλα τσιφλίκια των μπέηδων της περιοχής αλλά ακόμη και μικροϊδιοκτησίες. Και αν οι μπέηδες παρά τη ζημία που υπέστησαν είχαν χρήματα για να ζήσουν για τη φτωχολογιά σήμαινε πλήρη καταστροφή.
Παράλληλα στην περιοχή έφτασαν χιλιάδες πρόσφυγες χριστιανοί της Μικράς Ασίας. Τους έστειλαν εκεί οι ελληνικές κυβερνητικές υπηρεσίες με στόχο την άσκηση πίεσης στους Τσάμηδες έτσι ώστε να εξαναγκασθούν να εγκαταλείψουν την περιοχή. Εκτός από την απαλλοτρίωση των χωραφιών οι Τσάμηδες υποχρεώθηκαν να συγκατοικήσουν με πρόσφυγες στα σπίτια που μέχρι τότε ανήκαν αποκλειστικά σε αυτούς. Αυτή η αναγκαστική συγκατοίκηση άνοιξε μεγάλες πληγές καθώς ουδείς γνώριζε ποιος ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης του τόπου.
Κοντά σ’ αυτά οι ελληνικές αρχές , κι ενώ διαρκούσαν οι συνομιλίες και θέλοντας να δημιουργήσουν τετελεσμένα διέταξαν την άμεση μετακίνηση των Τσάμηδων και τη συγκέντρωσή τους στην παραλία, όπου υποτίθεται θα περίμεναν τα πλοία που θα τους μετέφεραν στη Μικρά Ασία. Και φυσικό ήταν όσο διάστημα αυτοί οι άνθρωποι έλειπαν από τα σπίτια τους , οι περιουσίες τους να γίνονταν έρμαιο στις διαθέσεις των χριστιανών γειτόνων τους ή των προσφύγων.
Παρά τις μεταγενέστερες ρυθμίσεις και τα μέτρα συμβιβασμού (για παράδειγμα η υποχρέωση να δίνεται το ένα τρίτο της παραγωγής στους προηγούμενους Τσάμηδες ιδιοκτήτες της γης) το πρόβλημα ουσιαστικά παρέμεινε άλυτο.
Η αβεβαιότητα είχε και μια άλλη παρενέργεια. Πολλοί Τσάμηδες θεωρώντας βέβαιο τον εκπατρισμό τους πούλαγαν όσο –όσο τις περιουσίες τους, χωράφια και σπίτια. Όμως όταν δόθηκε λύση στο πρόβλημα της παραμονής τους βρέθηκαν χωρίς περιουσία. Έτσι αρκετοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν για να βρουν δουλειά στην Αλβανία. Εκεί μαζί με διάφορους ομοεθνείς τους «φυγόδικους» που είχαν αντιταχθεί στις απαλλοτριώσεις ή είχαν κατηγορηθεί για ανθελληνική δράση συγκρότησαν μια ξεχωριστή κοινότητα με κύριο συνδετικό κρίκο το αίσθημα της αδικίας και της ταπείνωσης από τις ελληνικές αρχές.
Οι αντιθέσεις στη Θεσπρωτία εντάθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά. Από τη μια μεριά η φασιστική Ιταλία ενεθάρρυνε αλυτρωτικές κινήσεις στους κύκλους των Τσάμηδων που είχαν καταφύγει στην Αλβανία. Από την άλλη η πίεση που ασκούσε στις μειονότητες το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και ειδικότερα για τους Τσάμηδες ο νόμος του 1937 για την υποχρεωτική απαλλοτρίωση και των περιουσιών που είχαν απομένει ήταν μια ενέργεια που αξιοποιήθηκε από τις οργανώσεις τους στο εξωτερικό.
Τσάμηδες και φασιστική Ιταλία
Το ζήτημα των Τσάμηδων αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα χαρτιά της πολιτικής της φασιστικής Ιταλίας έναντι της Ελλάδας ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄20.
Το 1923 όταν ο ιταλικός στόλος κατέλαβε την Κέρκυρα ως αντίποινα για την δήθεν δολοφονία από Έλληνες στρατιωτικούς του Ιταλού στρατηγού Τελλίνι ο Μουσολίνι αξιοποίησε ως όργανά του τους μπέηδες που είχαν τσιφλίκια στην Τσαμουριά. Οι μπέηδες αυτοί προσέβλεπαν σε μια ιταλική επέμβαση που θα αποσπούσε από την Ελλάδα την Ήπειρο κάτι που περιλαμβανόταν στα σχέδια του Μουσολίνι , όπως έγινε το 1940.
Δέκα επτά χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1940, στις παραμονές της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας, όταν η ιταλική προπαγάνδα προετοίμαζε το έδαφος για τη σύγκρουση, οι μεγάλες ιταλικές εφημερίδες κατηγόρησαν την ελληνική κυβέρνηση για τη δολοφονία του Τσάμη ληστή Νταούτ Χότζα εμφανίζοντας τον ως εθνικό ήρωα της Αλβανίας. Ο Νταούτ Χότζα που είχε ανάμιξη στη δολοφονία του στρατηγού Τελλίνι δολοφονήθηκε από δυο νεαρούς αλβανούς τους οποίους είχε κακοποιήσει . Οι δύο νέοι κατέφυγαν στην Κέρκυρα και ζήτησαν άσυλο. Όμως η κυβέρνηση Μεταξά τους παρέδωσε στην Ιταλία χωρίς όμως, όπως ήταν φυσικό, αυτή η πράξη εξευμενισμού να αλλάξει τα σχέδια του Μουσολίνι.
Την 1η Αυγούστου 1940 το επίσημο ιταλικό πρακτορείο Ειδήσεων Στέφανι σε τηλεγράφημά του ανέφερε και τα εξής:
« Ο αλβανικός πληθυσμός ο υποτεταγμένος εις την Ελλάδα ευρίσκεται υπό την βαθείαν εντύπωσιν τρομερού πολιτικού εγκλήματος διαπραχθέντος εις την ελληνοαλβανικήν μεθόριον. Ο μέγας Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα, γεννηθείς εις την αλύτρωτον περιοχήν της Τσαμουριάς, εδολοφονήθη αγρίως επί αλβανικού εδάφους πλησίον των συνόρων. Το σώμα του ευρέθη ακέφαλον. Εγνώσθη αργότερον ότι οι δολοφόνοι ήσαν Έλληνες πράκτορες οι οποίοι παρέλαβον μεθ’ εαυτών εις το ελληνικόν έδαφος την αποκοπείσαν κεφαλήν και την παρέδωκαν εις τας ελληνικάς αρχάς, αίτινες από πολλών ετών είχον επικηρύξει τον Αλβανό τούτον πατριώτην (…) Ο Νταούτ Χότζα ηναγκάσθη προ τινος να φύγη κρυφίως εκ Τσαμουριάς ίνα σωθεί από τους διωγμούς των ελληνικών αρχών , αι οποίαι δεν του συνεχώρουν την ακαταπόνητον προπαγάνδαν του μεταξύ των συμπατριωτών του δια την προσάρτησιν της Τσαμουριάς εις την μητέρα πατρίδα…».
Και η ανακοίνωση κατέληγε με ένα ανοιχτό κάλεσμα στους Τσάμηδες να ξεσηκωθούν:
«… Σήμερον ο τυφλός δεσποτισμός επιπίπτει περισσότερον από κάθε άλλην φοράν κατά των πληθυσμών αυτών, εις τρόπον ώστε πλείστοι κάτοικοι της Τσαμουριάς είναι υποχρεωμένοι να καταφεύγουν εις την Αλβανίαν δια να αποφύγουν τους ανήκουστους διωγμούς. Όπως προκύπτει από παλαιάς εγκύρους μαρτυρίας, αι ελληνικαί αρχαί έφθασαν μέχρι του να βεβαιώσουν ότι οι Ιταλοί θα εκδιωχθούν συντόμως εξ’ Αλβανίας (σ.σ. Από το 1939 η Αλβανία ήταν ιταλικό προτεκτοράτο). Ο πληθυσμός όμως της Τσαμουριάς είναι σήμερον ολιγώτερον από κάθε άλλη φορά διατεθειμένος να υποκύψη εις τας ελληνικάς πιέσεις. Αν η αγάπη προς την αλβανική πατρίδα ήρκεσε να τροφοδοτήση την πίστην της Τσαμουριάς εις εποχάς αι οποίαι ήσαν τόσον σκοτειναί δια την τύχην της Αλβανίας, σήμερον οι Αλβανοί της Τσαμουριάς θα εύρουν εις τα ανανεωθέντα πεπρωμένα της μητρός πατρίδος των ακόμη ισχυρότερον λόγον δια να ελπίζουν».
Η διάψευση των ιταλικών σχεδίων
Τρεις μήνες μετά, με την κήρυξη του πολέμου τα σχέδια των Ιταλών διαψεύστηκαν. Και μαζί μ’ αυτά και οι πληροφορίες που είχαν δώσει κύκλοι εθνικιστών Αλβανών και κυρίως εκπατρισθέντων τσάμηδων. Η αντίσταση του ελληνικού στρατού που πέρασε γρήγορα από την άμυνα στην επίθεση διέψευσαν τις πληροφορίες που δόθηκαν στον στρατηγό Πράσκα για το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών που «δεν θα πολεμούσαν με ευχαρίστηση». Διαψεύσθηκαν επίσης οι πληροφορίες που έδωσαν στο ιταλικό επιτελείο εκπατρισθέντες Τσάμηδες ότι η κατάληψη της Ηπείρου ήταν μια εύκολη υπόθεση και πως οι Τσάμηδες ήταν έτοιμοι να υποδεχθούν τους προελαύνοντες Ιταλούς και μάλιστα να σχηματίσουν εθελοντικά σώματα για να ενισχύσουν τις ιταλικές δυνάμεις στις μάχες κατά του ελληνικού στρατού. Οι προσδοκίες για γενικευμένη εξέγερση της μειονότητας των Τσάμηδων αποδείχθηκαν σκέτη χίμαιρα.
Στην παθητικότητα της πλειοψηφίας μειονότητας έπαιξαν ρόλο δυο παράγοντες. Ο πρώτος ήταν η διάρρηξη των δεσμών μεταξύ των Τσάμηδων που είχαν παραμείνει και αυτών που είχαν εκπατριστεί καθώς οι πρώτοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να λυθούν τα προβλήματα που είχαν σε συνδιαλλαγή με το ελληνικό κράτος. Ο δεύτερος και κυριότερος λόγος ήταν τα κατασταλτικά μέτρα που είχε λάβει το ελληνικό κράτος με τον εκτοπισμό της πλειοψηφίας των ανδρών στο εσωτερικό της χώρας και τα νησιά, κυρίως την Κρήτη.
Τις εκτοπίσεις συνόδευσε και η επιστράτευση Τσάμηδων που αντέδρασαν με λιποταξίες και άρνηση παρουσίασης στα στρατολογικά γραφεία. Φυγόδικοι, λιποτάκτες και ανυπότακτοι Τσάμηδες κατέφευγαν μαζικά στην Αλβανία όπου συγκροτούσαν, μαζί με αλβανούς, μονάδες εθελοντών (τσέτες). Αυτές οι μονάδες με την κήρυξη του πολέμου ακολούθησαν τα ιταλικά στρατεύματα . Οι Τσάμηδες φυγόδικοι βρήκαν έτσι την ευκαιρία να προχωρήσουν σε πράξεις αντεκδίκησης σε βάρος χριστιανών. Όμως η παρουσία τους δεν διήρκεσε πολύ γιατί από τα μέσα Νοεμβρίου άρχισε η ιταλική υποχώρηση. Τότε με την επιστροφή των ελληνικών αρχών ήρθε η ώρα της απάντησης στις πράξεις αυτές. Χωροφύλακες και στρατιώτες προχώρησαν σε εκτελέσεις μουσουλμάνων στην Ηγουμενίτσα και σε χωριά της περιοχής. Μεταξύ αυτών που εκτελέστηκαν μετά από δίκη ήταν και ο μουφτής της Παραμυθιάς που είχε υποδεχθεί τις μονάδες εθελοντών. Ήταν ο πρώτος κύκλος του αίματος που σε λίγο θα χαρακτήριζε τις εξελίξεις στην περιοχή και τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων.
Οι πρώτες μέρες της κατοχής
Mε την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα η περιοχή όπου ζούσαν οι Τσάμηδες τέθηκε υπό ιταλική διοίκηση. Μόλις εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα η 11η ιταλική Στρατιά η διοίκησή της διαίρεσε τον πληθυσμό σε Έλληνες, Εβραίους, Βούλγαρους, Αρμένιους, Αρωμούνους και Τσάμηδες. Σύμφωνα με τις μελέτες των ειδικών του φασιστικού υπουργείου Εξωτερικών η περιοχή της Ηπείρου και της Ακαρνανίας ανήκε στην Αλβανία και συγκροτούσε ένα ενιαίο γεωγραφικό χώρο με τη ζώνη της Αδριατικής. Μόλις επιβλήθηκε η ιταλική κατοχή ορισμένοι Τσάμηδες πρόκριτοι με επικεφαλής τον Αχμέτ Ντίνο ζήτησαν να προσαρτηθούν στην Αλβανία η περιοχές της Τσαμουριάς και η Πρέβεζα. Οι Ιταλοί διόρισαν τον Τζεμίλ Ντίνο, γαμπρό του Αλβανού πρωθυπουργού Σεφκέτ Βερλάτσι πολιτικό επίτροπο για την Τσαμουριά ο οποίος με υποστήριξη από την Αλβανία θα προωθούσε τα σχέδια για «αλβανοποίηση» της περιοχής. Ωστόσο το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε λόγω της αντίδρασης των ντόπιων Ελλήνων και του φόβου των Ιταλών για ανεξέλεγκτες εθνοτικές συγκρούσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου