Ανοίγει πάλι ο κύκλος του αίματος – Η συγκρότηση ένοπλης βοηθητικής χωροφυλακής και η «κρατική οργάνωση» των Τσάμηδων – Η τρομοκρατία και η συνεργασία με τους Γερμανούς – Η εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς
Μετά την αποτυχία των ιταλικών αρχών, τους πρώτους μήνες της κατοχής, να προωθήσουν τα σχέδια για «αλβανοποίηση» της Τσαμουριάς και της Πρέβεζας με τον διορισμό του Τζεμίλ Ντίνο, γαμπρού του Αλβανού πρωθυπουργού Σεφκέτ Βερλάτσι, στη θέση του πολιτικού επιτρόπου, λόγω της αντίδρασης των ντόπιων Ελλήνων και του φόβου των Ιταλών για ανεξέλεγκτες εθνοτικές συγκρούσεις, για κάποιους μήνες επικράτησε μια σχετική ηρεμία. Οι Τσάμηδες που είχαν εκτοπισθεί επέστρεψαν, το ίδιο και οι λιποτάκτες και φυγόδικοι που είχαν καταφύγει στην Αλβανία. Όμως, από την άλλη μεριά, οι τοπικές αρχές (Νομαρχία και Χωροφυλακή) παρέμειναν ελληνικές. Μάλιστα, η Χωροφυλακή ενισχύθηκε με την στρατολόγηση ντόπιων χριστιανών («χωροφύλακες άνευ θητείας»).
Μέχρι το τέλος του 1941 η κατάσταση στην περιοχή ήταν ελεγχόμενη, αν εξαιρέσει κανείς επεισόδια που είχαν σχέση με κτηματικές διαφορές, ή κακοποιήσεις γυναικών. Στην πορεία εμφανίστηκαν και τα κρούσματα ληστειών με θρησκευτικό περίβλημα, αλλά και παλιές βεντέτες.
Η σπίθα που άναψε τη φωτιά
Αυτή η ηρεμία ήταν φαινομενική. Η περιοχή θύμιζε ένα δεμάτι ξερά ξύλα που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να πάρουν φωτιά. Και η πρώτη πράξη που άλλαξε ριζικά το κλίμα και άναψε την πρώτη μεγάλη φωτιά είχε δράστες δύο Έλληνες χωροφύλακες. Στις 12 Ιανουαρίου 1942 ο ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής Ηλίας Νίκου μαζί με ένα ακόμη χωροφύλακα σκότωσαν τον κτηματία Τεφήκ Κεμάλ και τον γιατρό Αχμέτ Κασήμ, δυο από τους πιο γνωστούς προκρίτους των Τσάμηδων στην περιοχή. Η «εγκληματική ενέργεια ενός παράφρονος χωροφύλακος», όπως την χαρακτήριζε σε έγγραφο του προς την Ανώτερη Διοίκηση Χωροφυλακής Ηπείρου ο διοικητής της διοικήσεως Χωροφυλακής Θεσπρωτίας, προκάλεσε αντίποινα από την πλευρά των μουσουλμάνων.
Στις 19 Φεβρουαρίου Τσάμηδες απάντησαν με τη δολοφονία στην Ηγουμενίτσα του διορισμένου από την κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών νομάρχη Θεσπρωτίας Γιώργου Βασιλάκου.
Οι ελληνικές κατοχικές αρχές, ο νέος νομάρχης Κ. Κοντογιάννης και οι Ιταλοί υπεύθυνοι, για να εξομαλύνουν την κατάσταση αποφάσισαν να καταβληθούν στους μουσουλμάνους κατόχους γης οι αποζημιώσεις για τις περιουσίες τους που είχαν απαλλοτριωθεί. Συγκρότησαν μάλιστα και ειδικές μεικτές επιτροπές για την επίλυση των διαφορών. Όμως, η οικονομική αδυναμία της κατοχικής ελληνικής Πολιτείας αλλά και η υπονόμευση στη συνέχεια των προσπαθειών από την πλευρά των Ιταλών (στρατιωτικός διοικητής της περιοχής ήταν ο επικεφαλής της μεραρχίας «Μόντενα» που με σήμα του ακύρωσε την αρχική έγκριση για συγκρότηση των επιτροπών), οδήγησαν την υπόθεση σε ναυάγιο και σε επανάληψη των δολοφονικών επιθέσεων που μετέτρεψαν την περιοχή σε κόλαση.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1942 άγνωστοι δολοφονούν τον πρώην πρόεδρο της κοινότητας Μαργαριτίου Γιασίν Σαντίκ, ο οποίος πριν τον πόλεμο είχε καταφύγει στην Αλβανία και επέστρεψε με τα ιταλικά κατοχικά στρατεύματα. Την επομένη, η απάντηση έρχεται με την απαγωγή του προέδρου της κοινότητας Σπαθαραίων Βασίλη Τσούπη, του ιερέα Σπυρίδωνος Νούτση και εννέα χωρικών που στη συνέχεια εκτελέσθηκαν. Όλα πια οδηγούσαν στην ανοικτή σύγκρουση.
Οι αρχές της ελληνικής κατοχικής Πολιτείας είχαν πλέον καταλυθεί ενώ, ήδη από το καλοκαίρι, οι Ιταλοί καραμπινιέροι χρησιμοποιούσαν ένοπλους Τσάμηδες ως σώμα βοηθητικής Χωροφυλακής στην καταδίωξη χριστιανών μελών είτε αντιστασιακών οργανώσεων είτε συμμοριών.
Η «κρατική οργάνωση» των Τσάμηδων
Οι ομάδες αυτές των Τσάμηδων αποτέλεσαν και την πρώτη μορφή ενός τύπου «κρατικής οργάνωσης», που οδήγησε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς στην ίδρυση του Εθνικού Αλβανικού Συμβουλίου K.S.I.L.I.A. («ΞΙΛΙΑ») στην περιοχή της Τσαμουριάς. Η « ΞΙΛΙΑ» δημιούργησε ένα δίχτυ εξουσίας με την ίδρυση κοινοτικών επιτροπών, δικαστικών και τελωνειακών αρχών και χωροφυλακής στα χωριά όπου κατοικούσαν μουσουλμάνοι.
Από την άλλη πλευρά, των χριστιανών, τις κατοχικές αρχές διαδέχθηκαν οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα που είχαν ενισχυθεί με ακραία στοιχεία φυγόδικων και μελών συμμοριών που δρούσαν στην περιοχή. Ο ακραίος εθνικιστικός χαρακτήρας του ΕΔΕΣ και η φανερή διάθεση για εκδικητικές πράξεις λίγα περιθώρια άφηναν για μια εξισορρόπηση των πραγμάτων στην περιοχή νότια και ανατολικά του Καλαμά και ουσιαστικά οδηγούσαν τους μουσουλμάνους στην ένταξη τους στο γερμανικό σύστημα ασφάλειας που είχε αντικαταστήσει τους Ιταλούς μετά τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο. Αντίθετα, βόρεια του ποταμού, όπου υπήρχε παρουσία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ αλλά και λόγω της γειτνίασης με τις περιοχές όπου δρούσαν το Αλβανικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Αλβανίας, οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν πιο ισορροπημένες. Ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης στο βιβλίο του «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες – Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας – Τσάμηδες – Εβραίοι» εύλογα σημειώνει: «Παρά τις προγενέστερες σχέσεις αρκετών Τσάμηδων με τον φασισμό τα προγενέστερα χρόνια, θα ήταν μάλλον υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι η προδιάθεση της μειονότητας για συνεργασία με τον άξονα συνιστούσε μια έμφυτη τάση».
1943: Η σύγκρουση γενικεύεται
Το 1943 είναι η χρονιά που η συγκρούσεις στην περιοχή της Τσαμουριάς γενικεύονται. Τμήματα ένοπλων Τσάμηδων πήραν μέρος στην εκκαθαριστική «επιχείρηση Αύγουστος» που διενήργησαν η γερμανική 1η Ορεινή Μεραρχία υπό τον Βάλτερ Στέτνερ και η ιταλική 2η Ομάδα Αλπινιστών Βάλλε υπό τις διαταγές του Ουμπέρτο Μανφρεντίνι. Στόχος ήταν ο έλεγχος της σημαντικής οδικής σύνδεσης Παραμυθιάς – Πρέβεζας με την εκκαθάριση της περιοχής Μαργαρίτι – Πάργα – Αμμουδιά – Σκεπαστό – Γλυκή. Η διαταγή του Στέτνερ ήταν σαφής: «Βασικά όλοι οι ένοπλοι θα εκτελούνται επί τόπου. Χωριά από τα οποία θα πέφτουν πυροβολισμοί (…) θα καταστρέφονται και ο ανδρικός πληθυσμός τους θα εκτελείται. Κατά τ’ άλλα όλοι οι μάχιμοι άνδρες ηλικίας 16 έως 60 ετών θα συλλαμβάνονται και θα στέλνονται αιχμάλωτοι στα Ιωάννινα. Ως όμηροι θα συλλαμβάνονται όλοι οι προύχοντες (ιερείς, δάσκαλοι, πρόεδροι κοινοτήτων). Θα εγγυώνται με τη ζωή τους για τη φιλειρηνική στάση του ντόπιου πληθυσμού».
Επικεφαλής των Τσάμηδων ήταν ο κτηνίατρος Νουρί Ντίνο στον οποίο ο διοικητής του γερμανικού 99ου Συντάγματος Γιόζεφ Ρέμολντ προσέφερε 60 καραμπίνες και 700-800 λαφυραγωγημένα βοοειδή, ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις. Σε έγγραφο του ο Ρέμολντ προς τον Στέτνερ διαβεβαιώνει πως ο Νουρί Ντίνο «θα πετύχει με γερμανική υποστήριξη το στόχο του και θα επιβάλει ησυχία και τάξη, όπως τη θέλουμε».
Στην διάρκεια της «επιχείρησης Αύγουστος» έχασαν τη ζωή τους 250 άμαχοι Έλληνες και πυρπολήθηκαν πάνω από 20 χωριά. Μόνο από 21 χωριά γύρω από το Καναλάκι στην περιοχή του Φαναρίου, κοντά στις εκβολές του Αχέροντα συνελήφθησαν 400 όμηροι που μεταφέρθηκαν στα Ιωάννινα και στη συνέχεια στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη.
Υπό γερμανική διοίκηση
Μετά την ανατροπή του Μουσολίνι, την ιταλική συνθηκολόγηση και τον αφοπλισμό των μονάδων του ιταλικού στρατού στη Θεσπρωτία οι Γερμανοί υποσχέθηκαν στους επικεφαλής των Τσάμηδων ότι η περιοχή τους, μετά τη λήξη του πολέμου θα εντασσόταν σε μια «ελεύθερη αυτόνομη Αλβανία». Έτσι οι οι ένοπλες ομάδες των Τσάμηδων που είχαν ήδη εξοπλιστεί και με λαφυραγωγημένα όπλα μετά την «Επιχείρηση Αύγουστος» δήλωσαν την προθυμία τους να συνεργαστούν με το γερμανικό στρατό και ο αντισυνταγματάρχης Ρέμολντ συγκρότησε και άλλα «τάγματα εθελοντών μουσουλμάνων» με τη βοήθεια των αδελφών Νουρί, Ρετζέπ και Μαζάρ Ντίνο. Μάλιστα σε σήμα του ο Γερμανός διοικητής επαίνεσε τα ένοπλα τσάμικα τμήματα γιατί «με τις γνώσεις τους για την περιοχή» είχαν «αποδείξει πλήρως την αξία τους στις αναγνωριστικές επιχειρήσεις» της Βέρμαχτ.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1943 Γερμανοί και Τσάμηδες ένοπλοι που επιχειρούσαν βόρεια της Παραμυθιάς συνέλαβαν 60 αγρότες (εκ των οποίων 42 γυναίκες) και εκτέλεσαν τους εννέα το πρωί της επομένης στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου της Παραμυθιάς.
H 49 εκτελέσεις στην Παραμυθιά
Λίγες μέρες μετά, την Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου, μια γερμανική περίπολος έπεσε σε ενέδρα ανταρτών στο πέρασμα της Σκάλας έξω από την Παραμυθιά. Ένας υπαξιωματικός και τέσσερις στρατιώτες έπεσαν νεκροί. Στις 27 Σεπτεμβρίου με διαταγή της 1ης Ορεινής Μεραρχίας της Βέρμαχτ άρχισε η γερμανική επιχείρηση αντιποίνων με στόχο τα μεγαλύτερα χωριά βόρεια της Παραμυθιάς οι κάτοικοι των οποίων θεωρήθηκαν συνυπεύθυνοι για τον θάνατο των Γερμανών στρατιωτών. Στην επιχείρηση αυτή δίπλα στους Γερμανούς (απόσπασμα ελαφρού πυροβολικού υπό τον ταγματάρχη Στάικερτ και τάγμα ορεινού μηχανικού) συμμετείχαν και τμήματα Τσάμηδων. Το ίδιο βράδυ ο 1ος λόχος του 54ουσυντάγματος μηχανικού ανέφερε: «24 νεκροί συμμορίτες, 8 τραυματίες, υπολογίζονται άλλες 15-20 απώλειες. Κανένα λάφυρο. Πυρπολήθηκαν τα ακόλουθα χωριά: Σέλλιανη, Σεμέλικα, Ελευθεροχώρι. Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος (…) 150 Αλβανοί που τα πήγαν πολύ καλά».
Το ίδιο βράδυ και σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, τμήμα ένοπλων Τσάμηδων, υπό την ηγεσία Γερμανού υπαξιωματικού έκανε μπλόκο στην Παραμυθιά. Με κατάλογο που κρατούσε ο Μαζάρ Ντίνο, επικεφαλής της τοπικής «τσάμικης αστυνομίας», συνελήφθησαν 53 κάτοικοι της κωμόπολης και κλείστηκαν στο υπόγειο του δημοτικού σχολείου. Από τους 53 συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι τέσσερις. Τα ξημερώματα της 29ης Σεπτεμβρίου οι 49 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο χωράφι του Τσαμάτου στην συνοικία Άγιος Γεώργιος της Παραμυθιάς και εκτελέστηκαν από απόσπασμα που αποτελούσαν οκτώ Γερμανοί στρατιώτες και έξι Τσάμηδες .
Ο Ελβετός μηχανικός Χανς – Γιάκομπ Μπίκελ απεσταλμένος της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού που έφθασε μέχρι την Πάργα στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1943 μεταφέροντας τρόφιμα και φάρμακα, περιέγραψε αργότερα την κατάσταση που βρήκε με βάση και την ενημέρωση που είχε από εκπροσώπους της κοινότητας «για τις βιαιοπραγίες των Τσάμηδων εναντίον του χριστιανικού πληθυσμού στην περιοχή γύρω από το Φανάρι»:
«Η κατάσταση των ελλήνων (…) στο Φανάρι, στη μεγάλη πεδιάδα κάτω από την Παραμυθιά (…), όπου κάθε χρόνο συλλέγονται 15.000 τόνοι ρύζι, ήταν πολύ σοβαρή. Είκοσι χιλιάδες Αλβανοί που ζούσαν εκεί ασκούσαν φοβερή τρομοκρατία στον υπόλοιπο πληθυσμό, αρχικά με την υποστήριξη των Ιταλών και τώρα πλέον των Γερμανών. Μόνο στο Φανάρι καταστράφηκαν 24 χωριά. Ολόκληρη η σοδειά έπεσε στα χέρια των Αλβανών (…) Στο ταξίδι μου διαπίστωσα πως οι Αλβανοί κρατούσαν τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό κλεισμένο μες στα σπίτια του. Νεαροί Αλβανοί που μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο τριγύριζαν στα χωριά βαριά οπλισμένοι. Οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει πλήρως την Ηγουμενίτσα και είχαν φύγει στα βουνά. Οι Αλβανοί πήραν μαζί τους όλα τα ζώα από τα ελληνικά χωριά. Τα χωράφια έμειναν ακαλλιέργητα».
Η «παραγραφή» του εγκλήματος
Μετά τον πόλεμο ο δικαστικός Α. Τούσσης του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου ξεκίνησε στην Αθήνα δικαστική έρευνα εναντίον μιας σειράς Ιταλών, Αλβανών και Γερμανών και για τα εγκλήματα στην περιοχή της Παραμυθιάς. Διατάχθηκε μάλιστα και η σύλληψη των κατηγορουμένων και η προφυλάκισή τους μέχρι την έναρξη της κύριας δίκης. Όμως από την πλευρά των ελληνικών αρχών ουδεμία ενέργεια έγινε για την έκδοση των κατηγορουμένων που βρίσκονταν στο εξωτερικό. Τελικά τον Απρίλιο του 1965 το Συμβούλιο Εφετών αποφάσισε την οριστική παύση των διώξεων λόγω παραγραφής των αδικημάτων.
Έρευνες και ανακρίσεις έγιναν και στην τότε Δυτική Γερμανία. Μετά από ανάκριση από τη βαυαρική αστυνομία του Γερμανού λοχαγού Άλφρεντ Χίντελαγκ, που είχε ορίσει το απόσπασμα για την εκτέλεση των 49 ομήρων στην Παραμυθιά, οι εισαγγελικές αρχές του Κέμπτεν, την ίδια περίοδο με τις ελληνικές, διέκοψαν την έρευνα με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Οι αθώοι πολίτες εκτελέστηκαν χωρίς δίκη και καταδίκη. Επρόκειτο αποκλειστικά για άνδρες. Οι εκτελέσεις έγιναν με καραμπίνες από απόσταση 6 μέτρων. Σύμφωνα με τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, όλοι οι Έλληνες έπεσαν αμέσως νεκροί. Δεν προέκυψαν ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος (Χίντελανγκ) ή κάποιος άλλος στρατιώτης λήστεψαν τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών Ελλήνων. Η εκτέλεση των πολιτών της Παραμυθιάς έγινε (…) σε αντίποινα για τη θανάτωση και τον ακρωτηριασμό από τους αντάρτες στις 24 Σεπτεμβρίου 1943 του υπαξιωματικού Νταίρνχεν και πέντε ακόμη Γερμανών στρατιωτών (σ.σ. όπως αναφέρουμε και παραπάνω οι νεκροί Γερμανοί ήταν ένας υπαξιωματικός και τέσσερις στρατιώτες και όχι πέντε όπως αναφέρεται στο κείμενο της εισαγγελίας του Κέμπτεν) που εκτελούσαν αναγνωριστική αποστολή. Ο κατηγορούμενος Χίντελανγκ παραδέχθηκε (…) ότι έπειτα από διαταγή, έδωσε εντολή να σχηματιστεί εκτελεστικό απόσπασμα (…) Δεν μπόρεσε να διαπιστωθεί ποιος διέταξε το μέτρο αντιποίνων. (…) Ο στρατηγός Λαντς (σ.σ. Χούμπερτ Λαντς διοικητής του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού που έδρευε στα Ιωάννινα) διέψευσε πως αυτός έδωσε τη διαταγή. Ο διοικητής της Παραμυθιάς δεν έγινε δυνατόν να εντοπιστεί (…) Κίνητρα, τρόπος διεξαγωγής και στόχος της ενέργειας δεν προσδίδουν στο αδίκημα το χαρακτήρα δολοφονίας, αλλά το πολύ ανθρωποκτονίας…». Έτσι θεωρήθηκε ότι το αδίκημα έχει παραγραφεί και διεκόπησαν οι έρευνες.
Και μια λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της. Ο Γερμανός ερευνητής Χέρμαν Φρανκ Μάγερ στο βιβλίο του «Αιματοβαμένο Εντελβάις – Η 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Σώμα Στρατού και η εγκληματική τους δράση στην Ελλάδα, 1943-1944» αναφέρει τα εξής: « Οι κύριοι υποκινητές της δολοφονίας των κατοίκων της Παραμυθιάς, οι αδερφοί Ντίνο, διατήρησαν στενές επαφές με πρώην μέλη της 1ης Ορεινής Μεραρχίας και μετά τη λήξη του πολέμου. Όπως θυμόταν ο Ματίας Σταρλ, που στον πόλεμο ήταν υπασπιστής του Λαντς, ο στρατηγός (σ.σ. Καταδικάστηκε το 1948 σε κάθειρξη 12 ετών για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα, αλλά αποφυλακίστηκε από τους αμερικανούς που του έδωσαν χάρη το 1951 και έγινε έμπορος ξυλείας) μερικές φορές συναντιόταν με τον Ρετζέπ, που είχε παντρευτεί μια Βερολινέζα και είχε ανοίξει κατάστημα με χαλιά στην πλατεία Ότο του Μονάχου. Ο Ρετζέπ ήταν επίσης «πολύ καλός φίλος με τον Ρέμολντ (σ.σ. Μετά τον πόλεμο σταδιοδρόμησε στη βαυαρική Άμεση Δράση)». Τα «καταπληκτικά κιλίμια» του τα προμηθευόταν από «τον αδελφό του Νουρί» που μετά τον πόλεμο είχε μεταναστεύσει στην Τουρκία»…
Βασική βιβλιογραφία
— Γιώργου Μαργαρίτη , «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες- Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας- Τσάμηδες – Εβραίοι», εκδόσεις Βιβλιόραμα . Η πιο ολοκληρωμένη ιστορική μελέτη για το θέμα των Τσάμηδων .
— Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, «Αιματοβαμένο Εντελβάις – Η 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Σώμα Στρατού και η εγκληματική τους δράση στην Ελλάδα, 1943-1944» τ. Α΄ και Β΄ , εκδόσεις της Εστίας , με πολλά στοιχεία για τη συνεργασία των ενόπλων Τσάμηδων με τις γερμανικές δυνάμεις.
— Ελευθερίας Μαντά, «Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου ( 1923-2000), εκδόσεις του ΙΜΧΑ.
— Βασίλη Κραψίτη « Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου