Κυριακή

Η Μαχη στο Συνταγμα ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ...


Ξημερώνοντας η 6η Δεκεμβρίου έβρισκε σχεδόν ολόκληρη την πρωτεύουσα υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Η κυβέρνηση αμυνόταν σε ένα περιορισμένο θύλακα στο κέντρο της πόλης οριζόμενο από το κτίριο του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, το Μέγαρο του Ζαππείου, τα Παλαιά Ανάκτορα, το Βασιλικό Κήπο, την
πλατεία Ρηγίλλης, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» έως και την πλατεία Ομονοίας. Η άμυνα του θύλακα στηριζόταν σε δύο βασικά σημεία:

α) Στη Σχολή Χωροφυλακής στη λεωφόρο Μεσογείων (απέναντι από το σημερινό νοσοκομείο ''Ερρίκος Ντυνάν'') και στο χώρο στρατοπέδευσης της ΙΙΙ ΕΟΤ στο Γουδή

β) Στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών στου Μακρυγιάννη.

Η εξουδετέρωση αυτών των εστιών ήταν επιτακτική, αφού οι θέσεις τους ήταν τέτοιες ώστε να περιορίζουν τη δίοδο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από Βορρά (ΙΙΙ ΕΟΤ και Σχολή Χωροφυλακής) και από Νότο (Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών). Το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη βρισκόταν εγκατεστημένο στους στρατώνες της ομώνυμης συνοικίας (στο ύψος της σημερινής στάσης του μετρό Ακρόπολη). Από τη θέση αυτή ήλεγχε την είσοδο προς την πλατεία Συντάγματος. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ εκτιμούσε το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη ως το τελευταίο εμπόδιο πριν από την οριστική κυριαρχία στην Αθήνα.

Από την άλλη, οι χωροφύλακες είχαν επίγνωση ότι επρόκειτο για μάχη δίχως αύριο. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του διοικητή του Συντάγματος συνταγματάρχη Γεωργίου Σαμουήλ προς τους άνδρες του: «Πάρετέ το απόφασιν, είμεθα όλοι μελλοθάνατοι. Βάλετέ το όλοι καλά εις τον νουν σας, ότι μόνον η νίκη θα σώση και την Ελλάδα και ημάς τους ιδίους. Ας απωθάνωμεν τουλάχιστον όχι από τας μαχαίρας των αναρχικών, αλλ’ επί του πεδίου της μάχης διά την τιμήν και την ελευθερίαν της πατρίδος μας».

Η δύναμη του Συντάγματος ανερχόταν σε 88 αξιωματικούς της Χωροφυλακής, 12 αξιωματικούς του Στρατού και 429 οπλίτες, με 289 τυφέκια διαφόρων τύπων, 15 υποπολυβόλα, τρία Ιταλικά οπλοπολυβόλα, ένα πολυβόλο, τρεις όλμους με 90 συνολικά βλήματα και δύο αντιαρματικά πυροβόλα. Επιτελικά οι χωροφύλακες ενισχύθηκαν από την παρουσία του αντισυνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνου Κωστόπουλου, ειδικού στην άμυνα εντός φρουρίων και τις οδομαχίες. Ο Κωστόπουλος ανέλαβε την κατάρτιση του σχεδίου άμυνας και τη διοίκηση των επιχειρήσεων.

Το σχέδιο προέβλεπε την ύπαρξη τριών γραμμών άμυνας, την εξωτερική (1η γραμμή), την εσωτερική (2η γραμμή) και την κεντρική (3η γραμμή). Η 1η γραμμή αποτελείτο από επτά φυλάκια, τα οποία είχαν εγκατασταθεί σε γειτονικές οικίες του στρατοπέδου. Η 2η γραμμή άμυνας οριζόταν από το μαντρότοιχο του στρατοπέδου. Σύμφωνα με το σχέδιο άμυνας, οποιοδήποτε τμήμα της 2ης γραμμής καταλαμβανόταν από τον ΕΛΑΣ έπρεπε να ανακαταληφθεί άμεσα με επέμβαση των διατιθέμενων εφεδρειών. Η 3η γραμμή άμυνας περιελάμβανε το διοικητήριο και τα υπόλοιπα κεντρικά κτίρια, στα οποία, εάν χρειαζόταν, θα δινόταν η τελική μάχη.


Από την πλευρά του ΕΛΑΣ, για την εξουδετέρωση του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών είχε διατεθεί αρχικά το 1ο Σύνταγμα Αθηνών. Η συνολική δύναμη του Συντάγματος αριθμούσε 1.500 άνδρες, εξοπλισμένους με τυφέκια και υποπολυβόλα, καθώς και με σημαντική ποσότητα εκρηκτικών υλών. Η επίθεση του ΕΛΑΣ ξεκίνησε στις 05:45 της 6ης Δεκεμβρίου, εναντίον των εξωτερικών φυλακίων του Συντάγματος Μακρυγιάννη. Από την πρώτη στιγμή έγινε φανερό ότι αυτή η μάχη θα ήταν η σκληρότερη των Δεκεμβριανών.

Οι Ελασίτες συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους αμυνομένους. ωστόσο, η σφοδρότητα του πυρός των τμημάτων του ΕΛΑΣ ήταν καταιγιστική, απαγορεύοντας οποιαδήποτε επικοινωνία του στρατοπέδου με τα φυλάκια, είτε επρόκειτο για την αποστολή ενισχύσεων είτε για την απομάκρυνση τραυματιών και τον ανεφοδιασμό. Μέχρι τις απογευματινές ώρες, τα 4ο, 5ο, 6ο και 7ο φυλάκια είχαν καταρρεύσει. Από τους αμυνόμενους χωροφύλακες, όσοι δεν σκοτώθηκαν κατά τη μάχη ή δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς το στρατόπεδο συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Οι τελευταίοι διαπομπεύθηκαν μπροστά στα μάτια των συμμαχητών τους, ώστε να καμφθεί το ηθικό τους, και στη συνέχεια εκτελέστηκαν. Η ενέργεια αυτή είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οι αμυνόμενοι κατανόησαν πως, αν παραδίδονταν, δεν θα είχαν πιθανότητα επιβίωσης. Την πρώτη αυτή ημέρα ο οπλισμός και των δύο αντιπάλων δεν ήταν πλήρης, ενώ σε μεγάλο βαθμό απετελείτο από ιταλικά όπλα των οποίων τα πυρομαχικά δεν μπορούσαν να ανανεωθούν απεριόριστα.

Οι πολιορκημένοι είχαν περίπου 40 σφαίρες για το καθένα από τα 265 Ιταλικά τυφέκια που αποτελούσαν μέρος του οπλισμού τους, ενώ οι δυνατότητες σε πυρομαχικά των πολιορκητών σίγουρα δεν υπερέβαιναν αυτό το επίπεδο. Στη διάρκεια λοιπόν των έξι ως εννέα ωρών της πρώτης αποφασιστικής αναμέτρησης τα τυφέκια αυτά μπορούσαν να ρίξουν τέσσερις ως επτά σφαίρες την ώρα προτού εξαντληθούν πλήρως τα πυρομαχικά τους. Το ίδιο ίσχυε για τα αυτόματα ΣΤΕΝ της φρουράς, των οποίων το άμεσα διαθέσιμο απόθεμα πυρομαχικών ανερχόταν την πρώτη αυτή ημέρα σε 150 φυσίγγια για το καθένα.

Αυτό σήμαινε 17 ως 25 βολές την κάθε ώρα της έντονης εμπλοκής ή, αν προτιμάτε, δέκα ως δεκαπέντε δευτερόλεπτα βολής την κάθε ώρα. Κάτι ανάλογο ισχύει για τις χειροβομβίδες, τα εκρηκτικά και τα εμπρηστικά, των οποίων οι ποσότητες, λαμβανομένων των συνθηκών, δεν ήταν απεριόριστες. Στην ουσία, πέρα από τις αιχμές των αποφασιστικών και βιαστικών μετακινήσεων και εφόδων, η αναμέτρηση έμοιαζε με μια παρτίδα σκάκι όπου οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να μαντέψουν τις θέσεις και τις διαθέσεις των απέναντι και να προσδιορίσουν κενά και παραλείψεις που θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν ή να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους.

H μελέτη του πεδίου ήταν εξαιρετικά δύσκολη καθώς το μεγαλύτερο μέρος του, το εσωτερικό δηλαδή των κτιρίων, ήταν αόρατο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πληροφορίες από τα «μέσα», από κάποιον κάτοικο συγκεκριμένης πολυκατοικίας ή έστω συχνό επισκέπτη της, έδιναν τη λύση και επέτρεπαν τη διαμόρφωση σχεδίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η αναγνώριση έπρεπε να γίνει από τους μαχομένους την ώρα της δράσης, ο κίνδυνος και οι συνεπακόλουθες απώλειες αυξάνονταν καθώς στην κυριολεξία η κίνηση γινόταν στα τυφλά.

Στον τομέα αυτόν οι αμυνόμενοι είχαν το πλεονέκτημα καθώς είχαν επιθεωρήσει προτού αρχίσει η σύγκρουση τα γύρω σπίτια και είχαν επιλέξει από αυτά τα πλέον κατάλληλα για μετατροπή τους σε οχυρά και φυλάκια. Στην άλλη πλευρά ο ΕΛΑΣ βασιζόταν αναγκαστικά σε μαρτυρίες περιοίκων ή κατοίκων των διαμερισμάτων της περιοχής. Οι πληροφορίες δεν έλειπαν, ήταν όμως δύσκολο να βρεθούν αυτοί που τις κατείχαν στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη ώρα. H συγχώνευση των κλιμακίων εφόδου και ο αυτοσχεδιασμός που αναγκαστικά επιβλήθηκε μετά τα πρώτα βήματα της εφόδου επέτειναν το πρόβλημα αυτό.

Οι ομάδες των μαχητών περνούσαν τον περισσότερο χρόνο περιμένοντας. Οι επιτιθέμενοι φρόντιζαν να καλυφθούν σε γωνίες, σε αυλές, σε εισόδους πολυκατοικιών ή σε κώχες των κτισμάτων ώσπου να βρεθεί ένας τρόπος να προχωρήσουν. Όταν αυτός βρισκόταν χρειαζόταν πάλι συνήθως μια χρονοβόρα προπαρασκευή. Οι ομάδες του «μηχανικού» -θα λέγαμε-, όσοι δηλαδή ήσαν επιφορτισμένοι με τη διάνοιξη εσωτερικών διόδων, έπρεπε μεθοδικά να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους και αυτό στην περίπτωση που η δουλειά αυτή μπορούσε να γίνει με τα φτωχά μέσα που διέθεταν.

Η απόπειρα διάτρησης λ.χ. ενός τοίχου από μεγάλες πέτρες τραβούσε ανεξέλεγκτα σε χρόνο ενώ ήταν πρακτικά αδύνατον να τρυπηθεί ένα τοιχίο από μπετόν. Τα τούβλα ήταν ιδανική περίπτωση για την «εσωτερική» προέλαση των επιτιθεμένων. Αντίθετα, πρόσφεραν ελάχιστη κάλυψη από τα εχθρικά πυρά και μπορούσαν να αποδειχθούν αληθινές παγίδες απέναντι στα δύο αντιαρματικά πυροβόλα που από την πρώτη στιγμή διέθεταν οι αμυνόμενοι στο στρατόπεδο. Στα εξωτερικά φυλάκια επίσης οι χωροφύλακες και οι αξιωματικοί τους περίμεναν και αυτοί προσπαθώντας να μαντέψουν τα σχέδια που ο εχθρός απεργαζόταν σε βάρος τους.

Το τελευταίο το μάθαιναν συνήθως την τελευταία στιγμή, όταν μια έκρηξη έριχνε κάτω κάποιον μεσότοιχο ή όταν από κάποιο γειτονικό μπαλκόνι, παράθυρο ή ταράτσα έρχονταν απροειδοποίητα χειροβομβίδες. Όταν τα πράγματα έφθαναν στο σημείο αυτό χρειάζονταν γρήγορες κινήσεις και αντιδράσεις σε απόλυτη αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της απραξίας. Στο μεταξύ ο μεγαλύτερος εχθρός τους ήταν η σκέψη. Στο μεσοδιάστημα ως την εκπόνηση και την προετοιμασία των σχεδίων της εφόδου τα «χωνιά» δεν έπαυαν να μιλούν από την απέναντι όχθη, μία ή δύο πολυκατοικίες μακρύτερα δηλαδή.


Σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζεται ο Δασκαλάκης και μερικές από τις μετέπειτα εκθέσεις των αξιωματικών του συγκροτήματος, τα «χωνιά» μάλλον δεν ανακοίνωναν την υποτιθέμενη πρόθεση των επιτιθεμένων να σφάξουν τους πάντες εντός και εκτός του στρατοπέδου. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά παράλογο καθώς η παράδοση των υπερασπιστών κάθε σημείου ή φυλακίου αποτελούσε για τους επιτιθεμένους την πλέον συμφέρουσα λύση. Η δε παράδοση δύσκολα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μοναδική δηλωμένη προοπτική τη θανάτωση.

Η Χωροφυλακή στου Μακρυγιάννη περιελάμβανε σε σημαντικό ποσοστό «πρόσφυγες» από την επαρχία, ανθρώπους δηλαδή που είχαν κάθε λόγο να αποφύγουν την κυριαρχία του ΕΑΜ και πιθανότατα την τιμωρία που το τελευταίο προόριζε γι' αυτούς. Ακόμη χειρότερη ήταν η θέση των στελεχών και των οπλιτών της Αθήνας που για πολλούς μήνες μετείχαν ενεργά στις φοβερές εκστρατείες ενάντια στις Αθηναϊκές συνοικίες, στα μπλόκα, στις εκτελέσεις, στα βασανιστήρια και στους ξυλοδαρμούς.

Για όλους αυτούς η προσφορά του ΕΛΑΣ «να πάνε σπίτια τους» πολύ μικρή σημασία είχε. Βρίσκονταν στου Μακρυγιάννη ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά ή στην επαρχία. Εκεί ήταν γνωστοί και συχνά η Νέμεση τους παραμόνευε. Ταυτόχρονα το ποσοστό των αξιωματικών ήταν καταθλιπτικό στη μονάδα καθώς η σχέση ξεπερνούσε το ένα προς τέσσερα ως προς τους οπλίτες, χωρίς να υπολογιστεί μάλιστα το ποσοστό των υπαξιωματικών - ενωμοταρχών ανάμεσα στους τελευταίους.

Ένας ενωμοτάρχης ασκώντας την εξουσία του πιο «προσωπικά» είχε στο γενικό κλίμα της εποχής περισσότερα ίσως να φοβηθεί από έναν ταγματάρχη. Να μην ξεχνάμε ότι οι Χωροφύλακες του Δεκεμβρίου 1944 ήσαν μικρό μόνο τμήμα της συνολικής δύναμης του σώματος στη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Το γεγονός ότι παρέμεναν κάτω από τις σημαίες αντί να περιμένουν ήρεμα την εξομάλυνση οφειλόταν είτε στον φανατισμό τους είτε στις πράξεις και στα έργα τους στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Τις περισσότερες φορές μάλιστα αυτά τα δύο ταυτίζονταν.

Τη συνοχή στους αμυνομένους κρατούσε ο φόβος για την τύχη που τους περίμενε στην άλλη όχθη καθώς και η αίσθηση ασφάλειας που η ομάδα παρείχε. Όταν η ομάδα σταματούσε να παρέχει την προστασία της, στα απομονωμένα εξωτερικά φυλάκια του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, όπως και στις άλλες μεμονωμένες φρουρές, η διάθεση άλλαζε προς τη μοιρολατρική αποδοχή της τύχης και την παράδοση. Η τελευταία στις τότε συνθήκες ελάχιστα πράγματα εξασφάλιζε. Το πρώτο που έχαναν οι αιχμάλωτοι χωροφύλακες και στρατιωτικοί ήταν οι στολές και η εξάρτυσή τους.

Με αυτές ντύνονταν αμέσως μαχητές του ΕΛΑΣ σε τρόπο ώστε να προκαλούν σύγχυση στις γραμμές του εχθρού και ιδιαίτερα στους Βρετανούς σκοπευτές του Βράχου της Ακρόπολης. Μετά την άλωση των εξωτερικών φυλακίων και τον πολλαπλασιασμό των αιχμαλώτων και των στολών που βρίσκονταν στη διάθεση του ΕΛΑΣ η διοίκηση του στρατοπέδου αποφάσισε τη χρήση περιβραχιόνιων λευκού χρώματος σε τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν οι όμοια ντυμένοι χωροφύλακες και Ελασίτες. Για τον ΕΛΑΣ είχε ιδιαίτερη σημασία η διασφάλιση της ζωής των παραδοθέντων αντιπάλων του, όσο τουλάχιστον αυτοί βρίσκονταν κοντά στο πεδίο της μάχης.

Για τον λόγο αυτόν η εκτέλεση επτά παραδοθέντων Χωροφυλάκων αμέσως μετά την παράδοσή τους από τον διοικητή του τάγματος του Πειραιά θεωρήθηκε βαθύ παράπτωμα, σχεδόν προδοσία. Μακριά από το πεδίο της μάχης, στις συνοικίες, οι σκοπιμότητες εξασθενούσαν και η τύχη των αιχμαλώτων γινόταν ολοένα και περισσότερο αβέβαιη. Ο διαχωρισμός αξιωματικών και οπλιτών ήταν απόλυτος και, ενώ για τους πρώτους οι διαδικασίες επιλογής οδηγούσαν συνήθως στην εκτέλεση, για τους δεύτερους όλες οι πιθανότητες ήσαν ανοικτές.

Μετά τις πρώτες επιτυχίες, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν τη δημιουργία ρήγματος στο μαντρότοιχο του στρατοπέδου του Συντάγματος, χρησιμοποιώντας -πιθανότατα- μπαγκαλοτορπίλες και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς με χειροβομβίδες και βενζίνη. Παρά τη σφοδρότητα των επιθέσεων, ο στόχος δεν επετεύχθη. Εν τω μεταξύ, 50 περίπου σαμποτέρ του ΕΛΑΣ ανέβηκαν στο καταληφθέν 5ο φυλάκιο μεταφέροντας μπιτόνια με βενζίνη και μεγάλη ποσότητα δυναμίτιδας με σκοπό να τα εκσφενδονίσουν στις ταράτσες των κτιρίων, που εφάπτονταν με τον περίβολο του κυρίως κτιριακού συγκροτήματος του Συντάγματος.

Μια εύστοχη βολή, όμως, του ενός πυροβόλου των χωροφυλάκων προκάλεσε ανάφλεξη της βενζίνης. Οι σαμποτέρ τυλίχθηκαν στις φλόγες. Επρόκειτο για ένα φοβερό συμβάν το οποίο κλόνισε τους επιτιθέμενους. Κατά τις 18:00 η ένταση της μάχης κόπασε. Την 7η Δεκεμβρίου, Βρετανικές δυνάμεις οι οποίες αναπτύχθηκαν στην Ακρόπολη έβαλαν εναντίον των θέσεων του ΕΛΑΣ στου Φιλοπάππου. Το βράδυ 7 προς 8 Δεκεμβρίου, σαμποτέρ του ΕΛΑΣ πέτυχαν την ανατίναξη τμήματος του νότιου μαντρότοιχου.

Την 8η Δεκεμβρίου μια αιφνιδιαστική αντεπίθεση των χωροφυλάκων απέφερε την ανακατάληψη δύο φυλακίων, τη σύλληψη 50 ανταρτών και τη διαρπαγή σημαντικής ποσότητας όπλων και πυρομαχικών. Την επόμενη μέρα επετεύχθη η ανατίναξη ενός ακόμη τμήματος του νότιου μαντρότοιχου, ενώ την ίδια ημέρα οι κομμουνιστές ενισχύθηκαν από το III Τάγμα και από ένα λόχο Πεζικού του I Τάγματος του 6ου Συντάγματος Κορίνθου, καθώς και από δύο πυροβόλα. Τη 10η Δεκεμβρίου, μετά τις ενισχύσεις των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, ξεκίνησε (στις 05:30) η σφοδρότερη επίθεση κατά του Συντάγματος Αθηνών.


Οι πολιορκητές έβαλαν εναντίον του στρατοπέδου με κάθε μέσο. Μέχρι τις 18:00 όμως η επίθεση είχε αναχαιτιστεί. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι βετεράνοι του ΕΛΑΣ κάνουν λόγο για συνεχή παρουσία Βρετανικών αρμάτων, η οποία δεν τους επέτρεψε την κατάληψη του Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, βετεράνοι χωροφύλακες διαψεύδουν οποιαδήποτε ενίσχυση από Βρετανικά άρματα.

Η μόνη ενίσχυση, όπως υποστηρίζουν, προήλθε από μια ομάδα του Βρετανικού Μηχανικού (κατ’ άλλους αλεξιπτωτιστές, ειδικοί στις ναρκοθετήσεις), η οποία παγίδευσε τα ρήγματα και αποχώρησε, καθώς και η υπόσχεση από το διοικητή ενός Βρετανικού λόχου, που στάθμευε στου Φιξ, για ρίψη φωτιστικών βλημάτων σε περίπτωση νυχτερινής επίθεσης του ΕΛΑΣ. Το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου νέες δυνάμεις του ΕΛΑΣ συνέρρευσαν προς το πολιορκημένο Σύνταγμα από τη λεωφόρο Συγγρού, το Θησείο, την οδό Αναπαύσεως και τη γέφυρα του Ιλισού.

Η επίθεση θα ξεκινούσε νύχτα, χωρίς προπαρασκευή Πυροβολικού, ώστε να επιτευχθεί ο προσδοκώμενος αιφνιδιασμός. ωστόσο, ένα άριστο σύστημα πληροφοριών που είχε αναπτύξει η διοίκηση του Συντάγματος παραμονές της πολιορκίας προειδοποίησε τους αμυνομένους. Στις 20:00 ο λόχος του Συντάγματος Κορίνθου (100 περίπου επίλεκτοι άνδρες) προσέγγισε το ρήγμα του νότιου μαντρότοιχου. Οι επιτιθέμενοι διενήργησαν άλμα, αλλά έπεσαν επάνω στις νάρκες. Μετά τις πρώτες εκρήξεις δέχθηκαν καταιγισμό πυρός από τους αναμένοντες χωροφύλακες.

Οι εισβολείς υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω τους 50 νεκρούς. δύο ώρες αργότερα η επίθεση επαναλήφθηκε με το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 24:00 δύο αντάρτες ανατίναξαν μεγάλο τμήμα της δυτικής πλευράς του περιβόλου. Ακολούθησαν ομάδες Ελασιτών, οι οποίες διείσδυσαν στους στρατώνες. Όμως οι επιτιθέμενοι βρέθηκαν «λουσμένοι» στο φως φωτιστικών βλημάτων ενός όλμου 81mm. Ο Βρετανός διοικητής στου Φιξ είχε ανταποκριθεί άμεσα στην αίτηση του Συντάγματος. Ακολούθησε πραγματική μάχη από τα καταιγιστικά πυρά των αμυνομένων.

Από τη 12η Δεκεμβρίου και έπειτα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ περιορίστηκαν μόνο στην εκτέλεση πυρών παρενόχλησης. Ήταν πλέον φανερό ότι είχαν εξαντληθεί. Ο ΕΛΑΣ είχε αποτύχει στο πρώτο βασικό μέρος του σχεδίου του, το οποίο προέβλεπε την κατάληψη του Μακρυγιάννη. Μετά την αποτυχία του να καταλάβει το Σύνταγμα Μακρυγιάννη, το επιτελείο του ΕΛΑΣ απεφάσισε να απομονώσει πλήρως το στρατόπεδο για να κάμψει τους πολιορκημένους με την πείνα και την δίψα και να αναμένει μια άλλη ευκαιρία, εάν τελικά ευοδώνοντο τα σχέδια τους αλλού στην Αθήνα, για να εκκαθαρίσουν αυτόν τον πυρήνα αντίστασης. 

Ως εκ τούτου, στις 12 Δεκεμβρίου όλες σχεδόν οι γειτονικές του Συντάγματος πολυκατοικίες ανατινάχθηκαν ώστε να μην υπάρχουν συγκεκαλυμμένα δρομολόγια ενίσχυσης του ενώ στις 13 του μηνός αποκόπηκε και η τροφοδοσία νερού του στρατοπέδου. Η δράση των ΕΛΑΣιτών περιορίσθηκε σε πυρά ελευθέρων σκοπευτών και σποραδικές βολές με όλμους και πυροβολικό, ενώ οδοφράγματα και φυλάκια απέκοπταν κάθε οδό προς το Σύνταγμα. Παρόλα αυτά, οι υπερασπιστές μετά από πολύ καιρό βρήκαν την ευκαιρία να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν. 

Αρκετοί έπασχαν από ισχυρή και οδυνηρή οφθαλμία καθώς οι καπνοί, τα χώματα, η σκόνη, η πυρίτιδα, η αϋπνία και οι λάμψεις είχαν φλογίσει τους οφθαλμούς τους. Η δίψα και η πείνα επέτειναν το μαρτύριο των κατάκοπων χωροφυλάκων. Στις 14 του μηνός η δράση των κομμουνιστών στην περιοχή είχε περιορισθεί στην διεξαγωγή λεηλασιών των συνοικιών από τον όχλο, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 30 χωροφύλακες συνενώθηκαν με Αγγλικά τμήματα που διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά μήκος της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου και μέχρι το Κουκάκι. 

Τουλάχιστον 100 ΕΛΑΣίτες συνελήφθησαν το πρωί ενώ το απόγευμα ομάδα 15 χωροφυλάκων εκδίωξε δύναμη ΕΛΑΣιτών που κατείχε κτίρια κοντά στο 1ο Φυλάκιο στην διασταύρωση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Μακρυγιάννη. Οι απώλειες εκείνη την ημέρα ανήλθαν σε 1 νεκρό και 5 τραυματίες. Στις 17 Δεκεμβρίου το μεσημέρι το Σύνταγμα δέχθηκε τρίωρο βομβαρδισμό ενώ ισχυρές δυνάμεις ΕΛΑΣιτών συγκεντρώθηκαν κάτω από την Ακρόπολη αλλά καμία επίθεση δεν εκδηλώθηκε. 

Στις 18 Δεκεμβρίου η πολιορκία είχε ουσιαστικά λυθεί και τα 2/3 του Συντάγματος σε συνεργασία με αγγλικές δυνάμεις απώθησαν τις κομμουνιστικές δυνάμεις πέραν από τον Αρδηττό και την Λεωφόρο Συγγρού ως το Φάληρο. Την νύκτα της 18ης προς 19ης Δεκεμβρίου το Σύνταγμα συμμετείχε στην κατάληψη των συνοικιών Κουκακίου και Γαργαρέττας, με αποτέλεσμα να απειληθεί το δυτικό πλευρό των κομμουνιστικών δυνάμεων που ευρίσκοντο ανατολικά της Λεωφόρου Συγγρού. Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε από το Σύνταγμα ως τις αρχές Ιανουαρίου 1945 οπότε και εκκαθαρίσθηκε η Αθήνα από τις κομμουνιστικές δυνάμεις.

Οι σχεδιαστές της επιχείρησης δεν υπολόγισαν τις ιδιαιτερότητες της μάχης στην πόλη, όπου η αναγκαία αριθμητική αναλογία επιτιθεμένων κατά αμυνομένων για επιτυχία πολλαπλασιάζεται και ξεπερνά την κλασσική του «3 προς 1» που θεωρείται ικανοποιητική για επιχειρήσεις στην ύπαιθρο. Στην μάχη του Μακρυγιάννη οι κομμουνιστές διέθεταν αυτήν την ποσοτική αναλογία μόνο που αυτή ήταν πλασματική καθώς οι πραγματικά αξιόμαχοι ΕΛΑΣίτες ήταν ελάχιστοι αν όχι ανύπαρκτοι.




Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ελάχιστα πολέμησαν τους Γερμανούς σε τακτικές μάχες και μάλιστα σε πόλεις, περιοριζόμενες σε σύντομες ενέδρες και επιδρομές. Η θηριωδία κατά των αιχμαλώτων, όπως συνήθιζαν οι ΕΛΑΣίτες, ελάχιστα σημαίνει σκληρότητα χαρακτήρα αλλά περισσότερο σκληρότητα και ποταπότητα ψυχής. Επίσης οι μονάδες αυτές, και ακόμα περισσότερο οι λεγόμενες του «εφεδρικού ΕΛΑΣ», δεν διακρίνονταν από στρατιωτική πειθαρχία, από συνοχή καθώς και από καλή στελέχωση με έμπειρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. 

Ήταν περισσότερο «παρέες» εξοπλισμένων νέων οι οποίες ήταν απείθαρχες και με χαμηλό ηθικό καθώς με την πρώτη αποτυχία ο ενθουσιασμός τους χανόταν και μετατρέπετο σε θυμό ή απελπισία. Δυστυχώς, γι’ αυτούς, ο ενθουσιασμός που δίνει η φανατική πίστη σε μια ιδεολογία εξατμίζεται με το θέαμα των πρώτων νεκρών αν δεν συνοδεύεται από στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία. Οι κομμουνιστές στηρίχθηκαν αρκετά στα βαρέα όπλα τους αλλά λησμόνησαν ότι οι βομβαρδισμοί κάθε είδους στις πόλεις δημιουργούν περισσότερα χαλάσματα, παρά απώλειες, τα οποία κατόπιν χρησιμεύουν ως καλύτερα ακόμη εμπόδια και θέσεις μάχης. 

Οι όλμοι και τα ορειβατικά πυροβόλα ελάχιστα επέτυχαν τελικά. Μόνον εάν διέθεταν αντιαρματικά όπλα -φορητά ή ρυμουλκούμενα- θα πετύχαιναν, με άμεσες βολές, να εξουδετερώσουν τις θέσεις μάχης των αμυνομένων. Η επιτυχής δράση του ενός μόνον πυροβόλου των 37 χλστ. της Χωροφυλακής αποδεικνύει την χρησιμότητα τέτοιων όπλων.  Η έλλειψη άλλωστε αντιαρματικών μέσων στέρησε στους κομμουνιστές την νίκη στις 10 Δεκεμβρίου όταν επενέβησαν τα τρία Βρετανικά άρματα. 

Ο συντονισμός επίσης των επιθέσεων δεν ήταν ο κατάλληλος όπως επίσης και η χρησιμοποίηση, εάν είχε προβλεφθεί, των εφεδρειών οι οποίες θα εκμεταλλεύοντο τα ρήγματα στην άμυνα και θα συγκέντρωναν την ισχύ της επίθεσης σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αντίθετα, οι χωροφύλακες ήταν μία έμπειρη δύναμη αποτελούμενη από ώριμους άνδρες, με καλή στρατιωτική εκπαίδευση, συνοχή, πνεύμα μονάδος και καλή ηγεσία, που πολεμούσε οχυρωμένη, βάσει ενός καλού σχεδίου αμύνης. Το δε ηθικό και η πίστη τους στα δικά τους εθνικά ιδανικά ήταν εξίσου ισχυρή με εκείνη των κομμουνιστών στο δικό τους διεθνιστικό - κομμουνιστικό ιδεώδες. 

Η ηγεσία του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών κατόρθωσε να εμπνεύσει τους άνδρες και να λάβει τις ορθές αποφάσεις, αν και η κατάρτιση της στην μάχη των πόλεων ήταν εξίσου μηδαμινή με εκείνη της κομμουνιστικής πλευράς. Ένας ακόμη λόγος της αποτυχίας των ΕΛΑΣιτών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της εποχής, ήταν η κατασπατάληση δυνάμεων για την κατάληψη των διαφόρων αστυνομικών τμημάτων στις διάφορες συνοικίες καθώς και άλλων επουσιωδών στόχων με αποτέλεσμα να μην υπάρξει εστίαση της προσπάθειας στους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη και την Σχολή Χωροφυλακής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: