Του Σεβ. Μητροπολίτη Γόρτυνος Ιερεμία
Είμαι και εγώ, όπως όλοι οι Αρχιερείς, οι Ιερείς και οι Μοναχοί και
όπως όλοι οι πιστοί Ορθόδοξοι χριστιανοί της πατρίδος μας, είμαι, λέγω,
κατάπικρος και εγώ για την προβολή του βλασφήμου και αισχρού έργου
Corpus Christi.
Καθένας βέβαια έχει το δικαίωμα να νομίζει και να εκφράζεται όπως
θέλει, δεν πρέπει όμως να επιτρέπουμε σε κανένα να προσβάλλει δημόσια
και προγραμματισμένα την πίστη μας.
Ασφαλώς, μία τέτοια προσβολή της αμωμήτου πίστεώς μας έπρεπε να
δημιουργήσει την αγανάκτηση και την διαμαρτυρία όλων μας, όπως και την
εξέφρασαν οι γενναίοι εκείνοι χριστιανοί και ομολογητές, οι οποίοι, με
κίνδυνο να κακοπάθουν, διαμαρτυρήθηκαν για την προβολή του ασεβεστάτου
και βλασφήμου αυτού έργου.
Εύγε σ᾽ αυτούς τους διαμαρτυρηθέντας χριστιανούς!
Η διαμαρτυρία τους θα γραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία και θα λάβουν
για την ομολογία τους αυτή – να είναι βέβαιοι γι᾽ αυτό – χρυσό στεφάνι
στην Βασιλεία του Χριστού την επουράνιο.
Οι διαμαρτυρηθέντες αυτοί χριστιανοί είναι σ᾽ όλη την Εκκλησία γενικά
μία γλυκειά παρηγοριά ότι και σήμερα, παρά την πλεονάζουσα αμαρτία,
παρά τους αποκαλυπτικούς καιρούς που ζούμε, δεν εξέλιπαν οι αγωνιστές
του Χριστού, οι οποίοι είναι έτοιμοι και μέχρι πεζοδρομίων και μέχρι
αίματος και φυλακίσεων να εκφράσουν την αγάπη τους στον Χριστό, που
ξανασταυρώνεται.
Καλά το έλεγε ο Γέροντας της Φλώρινας πατήρ Αυγουστίνος, «ουκ
εκλίψουσι τη Ορθοδοξία στρατιώται»! Και καλά το είχαν πει οι Ορθόδοξοι
Πατριάρχες της Ανατολής, απαντώντας το 1848 στον Πάπα Πίον Θ´, ότι σε
μας υπερασπιστής της πίστεως είναι ο λαός!
Εύγε λοιπόν και δόξα και τιμή και έπαινος λαμπρός στον
διαμαρτυρηθέντα με δυναμισμό ευσεβή λαό κατά του αισχρού αυτού έργου,
που υβρίζει χυδαιότατα το πανάγιο Πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Απέδειξαν ότι είναι τα πιστά τέκνα της Εκκλησίας, γιατί η Ιερά
Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος την 7η Ιουνίου του 2012 με ανακοίνωσή
της προέτρεψε τους χριστιανούς να αποδοκιμάσουν το έργο.
Σ᾽ αυτήν την προτροπή της Μάνας Εκκλησίας οι πολλοί αδιαφόρησαν, αλλά
οι διαμαρτυρηθέντες υπήκουσαν και απέδειξαν ότι είναι χριστιανοί «τω
πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες» (Ρωμ. 12,11).
Οι διαμαρτυρηθέντες αυτοί, νεώτεροι ομολογητές της πίστεως,
εμπνεύστηκαν για την άγια αυτή και συνετή πράξη τους από τα ιερά μας
Συναξάρια.
Τα ιερά αυτά βιβλία, τα οποία, κατά τον άγιο Πατέρα Ιουστίνο
Πόποβιτς, αποτελούν την Εγκυκλοπαίδεια της Εκκλησίας μας, ομιλούν για
χριστιανούς μάρτυρες, οι οποίοι έμπαιναν στους ναούς των ειδώλων και
συνέτριβαν τα αγάλματά τους• η δε αγία μας Εκκλησία καταχώρησε τους
ομολογητές αυτούς μεταξύ των αγίων, για να μιμούμεθα βέβαια την
θερμότητα της αγάπης τους στον Χριστό και την αποστροφή τους προς τα
είδωλα της κάθε εποχής.
Απευθυνόμενος σ᾽ αυτούς, τους λίαν αγαπητούς μας χριστιανούς, οι
οποίοι διαμαρτυρήθησαν τελευταίως για το βλάσφημο έργο Corpus Christi,
τους εκφράζουμε πάλι τα ευχαριστήρια και τα συγχαρητήριά μας για την
διαμαρτυρία τους, τους εκφράζουμε τον θαυμασμό μας και τον σεβασμό μας,
γιατί με διάθεση θυσίας επορεύθησαν στον τόπο της διαμαρτυρίας και
έπραξαν αυτό το άγιο που έπραξαν.
Τους λέγουμε δε – αν και δεν είναι ανάγκη να τους το πούμε – να μην
επηρεάζωνται καθόλου από άλλους λόγους, κληρικών η λαϊκών, που θέλουν να
παραλύσουν το αγωνιστικό τους φρόνημα με τα πλαδαρά τους κηρύγματα και
με λόγια ξένα προς τα ιερά μας Συναξάρια και τους λόγους των Πατέρων
μας.
Αλήθεια, τι θα έλεγαν αυτοί στον λόγο του αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου, ο οποίος συμβουλεύει τους ακροατές του να ραπίζουν ακόμη
τον επίμονο βλάσφημο του Ιησού Χριστού;
Και λέγει μάλιστα στην συνέχεια ο άγιος Πατέρας, όταν οι αρχές τους
καλέσουν σε απολογία, να πουν παρρησία: «Ναι, τον ερράπισα, διότι
εβλασφήμησε τον Βασιλέα των αγγέλων»! Και τι θα πουν πάλι αυτοί οι των
πλαδαρών κηρυγμάτων για το ράπισμα που έδωσε ο άγιος Νικόλαος στον
βλάσφημο Άρειο;
Έχει ιστορικότητα το ράπισμα αυτό, είναι δηλαδή πραγματικό γεγονός•
και γι᾽ αυτό, για να μη νομίσει δηλαδή κανείς ότι από οργή ο άγιος
ερράπισε τον Άρειο, γι᾽ αυτό, λέγω, η Εκκλησία στο Απολυτίκιο του αγίου
Νικολάου έβαλε την έκφραση περί αυτού «εικόνα πραότητος».
Η μήπως ο άγιος Αθανάσιος και η Εκκλησία όλη δεν έπρεπε να
διαμαρτυρηθεί για την αίρεση του Αρείου και να την καταδικάσει, γιατί
έτσι την διαφήμισε περισσότερο;!...
Πρέπει να αγωνιζόμαστε για την πίστη μας, αδελφοί, και να διαμαρτυρόμαστε γι᾽ αυτήν, όταν την βλέπουμε να προσβάλλεται.
Τέτοιο παράδειγμα και τέτοια διδαχή μας έδωσαν οι άγιοι Πατέρες μας.
Με τα ξένα προς το γνήσιο πατερικό πνεύμα πλαδαρά κηρύγματα μερικών,
καλυπτόμενα μάλιστα με θεολογική σινδόνα μιας «νεοπατερικής» λεγομένης
θεολογίας, από τα κηρύγματα αυτά δεν βγαίνουν ομολογητές και μάρτυρες.
Αλλά ούτε και ελεύθερη πατρίδα θα είχαμε, αν επικρατούσαν τα τοιαύτα
κηρύγματα, τα χωρίς αγωνιστικό φρόνημα. Η επανάσταση του ᾽21 ήταν μία
τρέλλα!
Μην αμφιβάλλετε λοιπόν, αδελφοί, όσοι διαμαρτυρηθήκατε για το
βλάσφημο έργο, μην αμφιβάλλετε, επηρεαζόμενοι από διάφορους λόγους, αν
πράξατε καλώς η όχι.
Πολύ καλώς επράξατε και να το ξανακάνετε!
Η πικρία μου όμως και η απογοήτευσή μου είναι με τον εαυτό μου.
Ήθελα να είμαι και εγώ στον τόπο της μαρτυρίας σας και του μαρτυρίου
σας, να εφώναζα και εγώ μαζί σας και μακάρι να ήμουν και θύμα, για να
έδιδα ως επίσκοπος ένα καλό παράδειγμα.
Ναι, ημείς οι επίσκοποι πρέπει να είμεθα μπροστάρηδες στους υπέρ πίστεως αγώνες!
Τέλος, έχω να πω όχι μόνο με πόνο, αλλά και με φόβο, ότι η περίπτωση
αυτή του Corpus Christi είναι ακριβώς και ακριβέστατα περίπτωση Σοδόμων
και Γομόρρων (Γεν. κ. 19).
Γιατί, όπως στην βιβλική αυτή διήγηση οι Σοδομίτες εξέλαβαν τα θεία
Πρόσωπα ως ανθρώπινα και θέλησαν να αμαρτήσουν μαζί τους, έτσι, και στην
παρούσα περίπτωση, οι συγγραφείς του έργου εκλαμβάνουν το Θεανδρικό
Πρόσωπο του Χριστού... ως αμαρτωλό και το παρουσιάζουν κατά την αισχρή
τους ποιότητα.
Αλλά φοβούμαι μήπως το πυρ, που έβρεξε ο ουρανός και κατέκαυσε την
αμαρτωλή πόλη, μήπως – μη γένοιτο, Χριστέ και Παναγιά! –, έλθει και
καταπάνω μας και κατακαούμε• γιατί, μαζί με τα άλλα αμαρτήματά μας,
έγινε στην πατρίδα μας και αυτό το χειρότερο των άλλων αμαρτημάτων, η
αισχρή εξύβριση κατά του Προσώπου του Κυρίου μας, χωρίς μάλιστα να
φαίνεται ότι πονούμε γι᾽ αυτό, αφού δεν διαμαρτυρόμαστε έντονα.
Αν η ύβρις αυτή γινόταν κατά του προσώπου μας η κατά των οικείων μας η
κατά των αρχόντων μας, ασφαλώς δεν θα ήμασταν απαθείς, αλλά θα
κινητοποιούμασταν και θα μηχανευόμασταν τρόπους διαμαρτυρίας και
αντιδράσεως.
Τελειώνω εδώ με τον πονετικό λόγο, με τον οποίο κατέκλεισε κάποτε ο
μακαριστός Γέροντας πατήρ Αυγουστίνος ένα του κήρυγμα περί βλασφημίας
των θείων: «Ώστε λοιπόν, μεγάλοι οι άρχοντές μας, μεγάλα τα ανθρωπάριά
μας, μικρός ο Χριστός μας, όταν υβρίζεται κανείς δεν διαμαρτύρεται»!...