Από τον Chris Anart
Ερώτηση πρώτη: Θυμάται κανείς τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο;
Απάντηση: Βεβαίως! Τι ερώτηση είναι και αυτή;
Ο Αλέξανδρος, ή ο Αλέξης όπως έγινε γνωστός στο πανελλήνιο, είναι αυτό το άτυχο παιδί που έπεσε θύμα της σιχαμένης φασιστικής αστυνομίας (προσοχή!όχι του εγκληματία που φορούσε τη στολή, αλλά μιας ολόκληρης βίαιης και διεφθαρμένης υπηρεσίας, μιας εγκληματικής οργάνωσης, που μόνο σκοτώνει, τρομοκρατεί και πιέζει τους πολίτες, τη νεολαία, τους φοιτητές, τους εργαζόμενους, τους διανοούμενους και άλλα μέλη των προοδευτικών δυνάμεων αυτής της χώρας, και εμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη και πρόοδο των ατόμων και τις κοινωνίας εν γένει!)
Ο Αλέξης ήταν (ή τουλάχιστον έγινε), όπως συνήθως λέμε, ένα δικό μας παιδί, ένας αξιότιμος και φιλότιμος νεαρός, ένα παιδί σαν τα άλλα δικά μας παιδιά. Έγινε και κάτι πολύ περισσότερο. Έγινε ο λόγος και η αφορμή για να εκφραστεί, επιτέλους, αυτή η νεότερη γενιά, να δείξει τι μπορεί να κάνει και τι έχει να προσφέρει σ’ αυτή τη φάση της ανάπτυξής της. Ο θάνατος του Αλέξη ήταν και μια θλιβερή ευκαιρία για μας τους υπόλοιπους να πάρουμε μια γεύση του μέλλοντος, να διαμορφώσουμε μια εικόνα (όσο θολή και αν είναι) του τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτή τη γενιά.
Αλλά ας αφήσουμε το μέλλον προς το παρόν για να θυμηθούμε το πρόσφατο παρελθόν. Σε αυτό το παρελθόν, εντελώς φυσιολογικά, το αποτρόπαιο έγκλημα του τέτοιου (του αστυνομικού, εννοώ, αλλά δεν τολμώ να το πω) ήταν η τελευταία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ξεκίνησε μια θύελλα αντιδράσεων, βίας και καταστροφών στις γειτονιές της Αθήνας και όλης της Ελλάδας. (Τι να κάνουμε, όχι μόνο που είμαστε μακαρονάδες, αλλά έχουμε και το αίμα που «κυλάει και εκδίκηση ζητάει».)
Ο Αλέξης – ή καλύτερα και ακριβέστερα, ο θάνατός του – ήταν και είναι ένα σύμβολο μιας ολόκληρης νεολαίας, ένα φως που σηματοδοτεί την κατάσταση και τη φυσιογνωμία μιας ολόκληρης γενιάς με όλη της την απελπισία, με τις ανησυχίες της και τα αδιέξοδά της.
Επίσης, τα δυο συνθήματα που όλοι οι νεαροί επαναλάμβαναν ανεξαίρετα, αδιάκοπα και ανελέητα επί σχεδόν δυο μήνες – το περίφημο «μη σκοτώνετε το όνειρό μας!» και το «αφήστε μας να ονειρευόμαστε!» – μάλλον έστω και μερικώς είχε ως αναφορά και το σκοτωμό του Αλέξη, ο οποίος έτσι έγινε και το σύμβολο του ονείρου μιας ολόκληρης γενιάς, αν όχι το ίδιο το όνειρο. (Εδώ δεν έχουμε χώρο για την ανάλυση του τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει αυτό. Θα χρειαζόταν να κάνουμε μια σοβαρή ψυχανάλυση και μια κοινωνιολογική έρευνα εις βάθος για να βρούμε τα αίτια και τους μηχανισμούς που έκαναν το θάνατο όνειρο μιας ολόκληρης γενιάς.)
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο θάνατός του αρπάχθηκε από τους συνήθεις εξεγερμένους, πρωτίστως από αυτούς που κάνουν την λεγόμενη επανάσταση επάγγελμα, δηλαδή από τη περίφημη πνευματική ηγεσία του τόπου η οποία αποτελείται αποκλειστικά από ένα σωρό δημοσιογράφους, τηλεπαρουσιαστές, αγωνιστές για τη πρόοδο και ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό (δηλ. συνδικαλιστές, ΣΥΡΙΖΑ. ΚΚΕ, δήθεν μη κυβερνητικές οργανώσεις κλπ.), και δυο-τρεις «συγγραφείς» και «διανοουμένους» που απελπιστικά χρειάζονται προβολή. Όλοι τους, βεβαίως, δήλωσαν ταυτόχρονα και την απόλυτη αλληλεγγύη τους προς τη νεολαία και «τα όνειρά τους» και την απόλυτη αίσθηση ευθύνης για τα χάλια της κοινωνίας. Φυσικά, το δεύτερο οδηγεί στο πρώτο και αυτή ήταν μια (ίσως τελευταία) ευκαιρία να διορθώσουν τον κόσμο που δημιούργησαν. Για αυτό και κατέβηκαν στους δρόμους μαζί με τη νεολαία χωρίς δεύτερη σκέψη .
Και πάλι, εδώ δεν μπορούμε παρά μόνο να αναφερθούμε στο γεγονός ότι όλα αυτά τα στοιχεία φέρουν ένα άκρως μακάβριο χαρακτήρα, ο οποίος εκφράστηκε με τρόπο βίαιο, καταστροφικό, αρνητικό, με πλήρη αναισθησία και αδιαφορία για οποιονδήποτε συνάνθρωπο και συμπολίτη, δηλαδή για το άλλο εν γένει.
Σ’ αυτό το σημείο μας έρχεται δεύτερη κύρια ερώτηση: Θυμάται κανείς πλέον το Δημήτρη Πατμανίδη;
Απάντηση (κατά πάσα πιθανότητα): Ποιόν;
Ε, σ’ αυτή την ερώτηση η απάντηση δεν είναι και τόσο εύκολη. Και αν υπάρχει κανείς, αυτός θα αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση διότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του περίφημου ελληνικού πνεύματος είναι ακριβώς η λήθη, και μάλιστα μια ολοκληρωτική και απόλυτη λήθη. Τα ξεχνάμε όλα, ειδικά τον ίδιο τον εαυτό μας. Δεν θυμόμαστε ούτε καν που ήμασταν, τι κάναμε και τι λέγαμε χθες, πόσο μάλλον το τι έγινε και λέχθηκε πριν τις γιορτές του Πάσχα. (Που είναι και φυσιολογικό, αφού τη μοιραία Κυριακή φάγαμε και ήπιαμε τόσο που ξεχάσαμε και το ίδιο το όνομά μας.)
Ε λοιπόν, για να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη μας, ο Δημήτρης Πατμανίδης ήταν ο νεαρός που, κατά τον έγκυρο ελληνικό τύπο και τους ειδικούς (τι σόι ειδικοί; ξέρω ‘γω; του κάτι τέλος πάντων), είτε τρελάθηκε, είτε πάντοτε ήταν τρελός, ή απλώς μιμήθηκε τα περιστατικά και τις ιστορίες από το εξωτερικό, και πυροβόλησε μερικούς συμμαθητές του και περαστικούς πριν από λίγες εβδομάδες.
Πλην τούτου οι ίδιοι «σχολιαστές» στα λίγα που είπανε και γράψανε για το περιστατικό αυτό, στην «ανάλυσή» τους επικαλέσθηκαν λίγο-πολύ τους ίδιους λόγους και αίτια για να μας εξηγήσουν το γιατί και το πώς έγινε αυτό, ή το τι οδήγησε το νεαρό σε μια τέτοια ακραία πράξη. Τους ίδιους λόγους εννοώ τους οποίους επιστράτευσαν για να εξηγήσουν την δεκεμβριανή εξέγερση. [Ξέρετε τώρα: φταίει το εκπαιδευτικό σύστημα (ή καλύτερα η έλλειψή του ίδιου) και γενικότερα η κατάσταση της παιδείας· φταίνε και οι γονείς αλλά όχι και τόσο πολύ επειδή αυτοί απλώς εύκολα υποκύπτουν στις πιέσεις της σύγχρονης ζωής· και κυρίως φταίει αυτή η σύγχρονη ζωή που μας έκανε και κάνει τέτοιους όπως είμαστε (δηλαδή αναίσθητους, εγωιστές, κερδοσκόπους και καιροσκόπους, διεφθαρμένους, μικρόψυχους και στενόμυαλους, κτλ), αυτή η ζωή με το τρελό ρυθμό της, με την αγωνία για επιβίωση, με τα μοντέλα και τις αξίες, τις εισαγόμενες από αλλού (τη δύση βέβαια). Κυρίως φταίει δηλαδή η ζωή που ζούμε και τη σιχαινόμαστε, η πόλη στην οποία ζούμε και τη μισούμε, οι αξίες που τις υιοθετήσαμε και συνέχεια υιοθετούμε παρ’ όλο που τις περιφρονούμε. Όλο αυτό φταίει που είμαστε και ζούμε κάτι που δεν θέλουμε και σιχαινόμαστε, όχι εμείς οι ίδιοι. Δηλαδή, φταίει η ζωή μακριά από το χωριό μας, τις περίφημες παραδόσεις και συνήθειές μας, μακριά από την οικογένεια και το σοι μας. Και η λύση εξυπακούεται.]
Και μάλλον, αν οι ειδικοί έχουν δίκαιο για τις αιτίες που προκάλεσαν τα Δεκεμβριανά, τότε θα έχουν δίκαιο και για αυτό. Ειδικά διότι οι δύο περιπτώσεις δεν φαίνεται να διαφέρουν πολύ στο ευρύτερο κοινωνικό-ψυχολογικό επίπεδο. Δηλαδή πρωτίστως δείχνουν το γενικότερο αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε η ελληνική κοινωνία και ειδικότερα η νεολαία της.
Και όμως, αυτό το τελευταίο περιστατικό μας άφησε κυρίως αδιάφορους. Όπως είπα, ούτε καν θυμόμαστε το όνομα και το τι έγινε. Γιατί; Μα, για πολλούς κατανοητούς λόγους.
Πρώτον επειδή αυτός ο Δημήτρης δεν ήταν δικό μας παιδί, και δεν θα γινόταν ποτέ. Αντιθέτως, στο μήνυμα που άφησε στο διαδίκτυο εξέφρασε σαφέστατα την περιφρόνησή του για «τα δικά μας παιδιά», δηλαδή για τα «παιδάκια» των παρεών και άλλων διάφορων ομάδων, για όλα αυτά τα παιδιά που τόσο καλά συμμορφώνονται στους άγραφους κανόνες της γενιάς τους, για αυτούς που ανήκουν κάπου και υπακούουν στους νόμους του κοπαδιού στον οποίο ανήκουν.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Δημήτρης επέλεξε λάθος στόχους για την εξέγερσή του. Δεν πυροβόλησε ούτε έναν ένστολο, δε στράφηκε δηλαδή κατά του κοινά αποδεχτού τύπου «κατεστημένου», αλλά προφανώς είχε μια διαφορετική αντίληψη του τι είναι και που βρίσκεται το πιο σιχαμένο κατεστημένο. Ακόμα χειρότερα, μπορεί να αναγνώρισε αυτό το κατεστημένο σαν μια πνευματική και κοινωνική κατάσταση, δηλαδή να νόμισε ότι φταίνε και οι ίδιοι πολίτες. Τώρα, αυτό καθ’ αυτό δεν θα ήταν και τόσο κακό εάν μέσα σε αυτούς υπολογίζουμε μόνο τους μεγαλύτερους, δηλαδή τις παλαιότερες γενιές. Εξ άλλου πολλοί από αυτούς (τουλάχιστον οι προοδευτική ανάμεσά τους) το παραδέχονται και το χαίρονται. Αλλά αυτός προφανώς δεν εννοούσε μόνο αυτούς αλλιώς δεν θα είχε στοχεύσει τους συμμαθητές του. Όχι! Αυτός φαίνεται να είχε υπ’ όψη το χειρότερο πράγμα: μάλλον νόμιζε ότι μαζί με αυτούς φταίει και η νεολαία ή ότι και η νεολαία ανήκει στο κατεστημένο. Ε, αυτό είναι απαράδεκτο! Τέτοιες σκέψεις μπορεί να κάνει μόνο ένα αντικοινωνικό άτομο. Ένα άτομο που κατά πάσα πιθανότητα είναι άρρωστο. Εάν δεν είναι (αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ διότι δεν μπορούμε πλέον να τον στείλουμε σε ειδικό να τον εξετάσει) τότε σίγουρα είναι μια σοβαρά ταραγμένη προσωπικότητα. Δηλαδή, οπωσδήποτε πρόκειται για κάποιον που δεν ανήκει (και πότε δεν άνηκε) στην κοινωνία μας, για κάποιον ανένταχτο που δεν επικοινωνούσε με τη γενιά του και γενικά ήταν ένας προβληματικός νεαρός.
Από την άλλη ο Δημήτρης ήταν ένα ξένο παιδί με όλες τις έννοιες της λέξης. Ήταν, ένας αλλοδαπός. Πιο συγκεκριμένα (και ακόμα χειρότερα για τον ίδιο) ήταν ένας από αυτούς που συνήθως ονομάζουμε «ομογενείς» για να υπονοήσουμε ότι ναι μεν έχουν το ελληνικό αίμα αλλά δεν ανήκουν σε μας, ότι δεν είναι ούτε μπορούν ποτέ να γίνουν πλήρως αποδεχτοί και εντεταγμένοι στη μικρή και περιορισμένη κοινωνία μας. [Ακριβώς αυτή η μικρότητά της μαζί με όλους τους περιορισμούς και ιδιορρυθμίες που αποτελούν την αποκλειστικότητα της, την κάνει να είναι τόσο πολύτιμη και πολυπόθητη – και μάλλον για αυτό το λόγο, εάν ποτέ τους δοθεί ευκαιρία, όλοι άνθρωποι και λαοί του κόσμου θα γινόταν Έλληνες ] Και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.
Υπάρχουν βέβαια πολλά άλλα αίτια της διάκρισης αυτής, αλλά νομίζω ότι και αυτά φτάνουν για να καταλάβουμε γιατί ο Δημήτρης δεν θα γίνει ποτέ Αλέξης. Άλλωστε μια τέτοια ταύτιση όχι μόνο δεν χρειάζεται αλλά δε θα πρεπε να γίνει ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου