Πέμπτη

Ωρα για απαντήσεις στα διλήμματα

Tου Γιωργου Π. Tερζη

Η χθεσινή δημόσια δέσμευση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου για την απελευθέρωση της αγοράς των ταξί, που ερμηνεύθηκε ως στήριξη προς τον υπουργό Μεταφορών Γιάννη Ραγκούση, θα μπορούσε να είναι από μόνη της ένα σαφές μήνυμα εκσυγχρονισμού των αγορών. Ενα μήνυμα που μοιάζει να έχει απόλυτη ανάγκη η ελληνική οικονομία, κυρίως δε οι φορείς της -εργαζόμενοι και επιχειρηματίες- για να κάνουν το άλμα προς τα εμπρός.


Φοβούμαι, ωστόσο, ότι δεν αποκλείεται να αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των δηλώσεων που προκύπτουν, μάλλον, από τις ανάγκες της επικοινωνιακής και πολιτικής διαχείρισης μιας κρίσης, με μόνο στόχο την εκτόνωση και όχι τη λύση. Εδώ και αρκετά χρόνια ήπια και ανώδυνα, αλλά τους τελευταίους 18 μήνες έντονα και συγκρουσιακά, η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο με τον ίδιο της τον εαυτό. Καλείται να αποφασίσει αν θα «αλλάξει» επειδή το επιθυμεί και πρέπει ή όχι. Το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να υποκρίνεται ότι αλλάζει. Η δημόσια συζήτηση και κριτική περί της ύφεσης και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, της συνακόλουθης πτώσης του τζίρου και, εν τέλει, του κλεισίματος επιχειρήσεων και καταστημάτων είναι απολύτως ορθή. Ουδείς θέλει μία οικονομία σε υφεσιακή τροχιά, ουδείς επιθυμεί να αυξάνεται ο αριθμός των ανέργων, των πτωχών. Υπό την ίδια οπτική, οι αντιδράσεις όταν θίγονται κεκτημένα συγκεκριμένων ομάδων είναι επίσης θεμιτές. Ουδείς επιθυμεί την επιδείνωση της θέσης του.


Στον πυρήνα της ακολουθούμενης πολιτικής, εμπνευσμένης από την τρόικα, υπάρχουν δύο παραδοχές - στόχοι για την ελληνική οικονομία. Πρώτον, ότι πρέπει να καταστεί «ανταγωνιστικότερη», άρα φθηνότερη. Αυτό υπηρετείται, ελλείψει της δυνατότητας υποτίμησης, με το ροκάνισμα μισθών και επιδομάτων, την ελαστικοποίηση σχέσεων εργασίας. Ο δεύτερος στόχος είναι η μεταβολή του οργανωτικού μοντέλου λειτουργίας της οικονομίας μέσω του περιορισμού της μικροεπιχειρηματικότητας και της, ιδιαίτερα ανεπτυγμένης στην Ελλάδα, αυτοαπασχόλησης. Με άλλα λόγια, πολλά σημερινά «αφεντικά» απειλούνται να μετατραπούν σε «υπαλλήλους» ή ανέργους. Από τους δύο αυτούς στόχους, μόνον ο πρώτος συζητείται ανοικτά. Ο δεύτερος, πάλι, σπανίως ομολογείται. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η συνθηματολογική αντιπαράθεση, αλλά η σαφής τοποθέτηση: «Θέλουμε ή όχι αυτό το μοντέλο που κυριαρχεί διεθνώς και μας επιβάλλεται; Εχουμε κάποιο άλλο να υιοθετήσουμε;».


Η αντιπαράθεση των ταξί είναι μία μόνον από τις μάχες. Είναι όμως εξόχως συμβολική. Από την εξέλιξή της θα αποκαλυφθεί αν θα κυριαρχήσει, πέραν των όποιων προσωπικών προσεγγίσεων ή σκοπιμοτήτων, η «πλευρά Ραγκούση» περί «ανοίγματος» της αγοράς ή οι αντιδράσεις των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Κατ’ αντιστοιχία αν το γαλάζιο εκκρεμές της Νέας Δημοκρατίας θα κλίνει στην πλευρά του Γ. Μανώλη, που βγήκε στο μπαλκόνι ακούγοντας τους ταξιτζήδες να κηρύττουν ως στόχο την τρομοκράτηση και, εν τέλει, την πτώση της κυβέρνησης, ή προς την πλευρά του αρμόδιου τομεάρχη Μιχ. Παπαδόπουλου, που δήλωσε ότι εκείνος δεν θα έδινε το «παρών». Υπό την έννοια αυτή, μένει να φανεί τις επόμενες ημέρες αν η χθεσινή αναφορά του κ. Παπανδρέου ήταν μήνυμα αποφασιστικότητας ή πρώτο βήμα ενός ακόμη συμβιβασμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: