Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ
Το δραματικό περιεχόμενο με το οποίο σημάνθηκε η ελληνική κρίση ανάγεται ευθέως στον χαρακτήρα της.
Στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι πρωτογενής αιτία της κρίσης. Η ελληνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, δεν ενεπλάκη ούτε άμεσα ούτε σχεδόν έμμεσα στη διεθνή κρίση. Το κράτος μετακύλισε την κρίση στη χώρα, την εξέθεσε στο διεθνές (και ευρωπαϊκό) πεδίο και τη μετέβαλε σε «παίγνιο» και, εν πολλοίς, σε «πειραματόζωο» των εξελίξεων που συντελούνται σ' αυτό.
Το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, ο υπαίτιος της κρίσης, καλείται να βγάλει την χώρα απ' αυτήν, στοιχειοθετεί το αδιέξοδό της. Διότι η πολιτική τάξη ούτε νομιμοποιείται γι' αυτό ούτε έχει συμφέρον ούτε και τη σχετική πρόθεση, αφού θα σηματοδοτήσει το τέλος του ιστορικού καθεστώτος πάνω στο οποίο θεμελίωσε την ηγεμονία της επί της ελληνικής κοινωνίας.
Για να κατανοήσουμε το «ελληνικό πρόβλημα» πρέπει να ορίσουμε τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εγκαλείται για τη βαθιά ριζωμένη ιδιοποίησή του και τον εκφαυλισμό του κρατικού μηχανισμού από το πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης ή της διαπλοκής. Εγκαλείται επίσης για την εγκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που διέρχεται από την «απο-συλλογικοποίηση» του κοινωνικού ιστού και, συγκεκριμένα, από την προσωπική εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό. Το νεοελληνικό κράτος έχει αγκιστρωθεί επί της ελληνικής κοινωνίας εν είδει παρασίτου που κατέχει και απομυζά το παραγωγικό, πολιτισμικό και ιστορικό της υπόβαθρο.
Η έννοια της κομμματοκρατίας αποδίδει τη σταθερά του ελληνικού πολιτικού συστήματος και καθορίζει το σκοπό των πολιτικών του κράτους. Η κοινωνία, στην κομματοκρατία, δεν αντιμετωπίζεται ως η αιτία της ύπαρξης του κράτους, αλλά ως ο μείζων εχθρός που απειλεί το κεκτημένο της πολιτικής τάξης. Εξ ου και το πολιτικό κόστος εστιάζεται στις αντιδράσεις των «εταίρων» της εξουσίας (των συντεχνιών, των ομάδων συμφερόντων κ.λπ.), όχι της «κοινής γνώμης».
Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η έξοδος από την κρίση έχει μεταβληθεί σε διακύβευμα εναλλαγής στην εξουσία και όχι σε πρόταγμα για την ανάταξη της χώρας. Ο πολιτικός διάλογος οριοθετεί τους υπέρ ή κατά του μνημονίου και όχι την άρση των αιτίων του. Μια αποτίμηση των μέτρων που ελήφθησαν μετά το μνημόνιο -ή προτάθηκαν από την αντιπολίτευση- δείχνει ότι έχουν όλα είτε μονοσήμαντο εισπρακτικό περιεχόμενο, με αποδέκτες τα συνήθη υποζύγια -τους εμφανείς φορολογούμενους- είτε ως μέτρο τη μετάλλαξη της εργασίας των πολιτών σε εμπόρευμα. Η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους δεν εμπεριέχεται στις προγραμματικές πολιτικές των κομμάτων.
Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης και, συγκεκριμένα, της σύνδεσής της με τη Δικαιοσύνη αποτελεί το πλέον ενδιαφέρον παράδειγμα. Διότι η εμμονή στην ολοκληρωτική «ασυλία» του πολιτικού προσωπικού υποδεικνύει τον αντίπαλο. Εναντι τίνος επιδιώκει να προστατευθεί η πολιτική τάξη; Προφανώς έναντι της κοινωνίας. Σημειώνεται επίσης ότι η ασυλία δεν αφορά στις πολιτικές του κράτους, οι οποίες τίθενται στο απυρόβλητο, υπεράνω του νόμου. Ο πολιτικός δύναται να καταστρέψει τη χώρα, «αναλαμβάνοντας» την πολιτική ευθύνη. Δεν υπόκειται όμως στη Δικαιοσύνη, ούτε αναγνωρίζεται στον πολίτη έννομο συμφέρον για τη βλάβη που υπέστη. Εντυπωσιάζει η συμφωνία όλων των κομμάτων στη διαφύλαξη της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος, που συντηρεί τη δύσμορφη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και την αποπνικτική ατμόσφαιρα που σκεπάζει τη χώρα.
Ποια μπορεί να είναι η διέξοδος; Πρέπει να διευκρινίσω ότι είναι μάλλον «ουτοπικό» να αναμένει κανείς την υπέρβαση της δυναστικής κομματοκρατίας, με πρωτοβουλία της ίδιας της πολιτικής τάξης, καθώς είναι δομικά ταυτισμένη μαζί της. Απομένει, επομένως, είτε ο εξαναγκασμός της είτε η ολοκληρωτική κατάρρευση των επιλογών της, οπότε από τα συντρίμμια της χώρας θα αναδεικνυόταν η διάδοχη κατάσταση.
Η πρώτη εκδοχή εγείρει το ερώτημα του φορέα που θα υποχρέωνε την πολιτική τάξη να μεταλλαχθεί. Η δεύτερη λύση, πέραν του ότι δεν εγγυάται το αποτέλεσμα, εφόσον συνδυασθεί με ένα απονενοημένο διάβημα της κοινωνίας, ελέγχεται ως ικανή να οδηγήσει τη χώρα σε βαθύτερο αδιέξοδο. Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από την κρίση με τη διατήρηση ατόφιου του κρατούντος πολιτικού συστήματος, προμηνύει αφενός τη διαιώνιση του «καθεστώτος εσωτερικής κατοχής», στο οποίο υπεβλήθη η ελληνική κοινωνία σχεδόν με τη μετάβασή της στο κράτος έθνος, και αφετέρου, μη αναστρέψιμες απώλειες για τη χώρα.
Η επισήμανση αυτή δηλώνει ότι, αντί να κρύβεται κανείς πίσω από το «μνημόνιο» (το καθεστώς επιτροπείας, στο οποίο παρεδόθη η χώρα), καλείται να λάβει ακαριαία μέτρα ανατροπής του καθεστώτος της κομματοκρατίας, στο οποίο εμμένει η πολιτική τάξη, απελευθερώνοντας την κοινωνία από τα πολυσήμαντα δεσμά της.
Επείγει ως προς αυτό:
*Να ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα, με γνώμονα την εγκαθίδρυση μιας θεσμικής ισορροπίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Η οποία δεν είναι, προφανώς, εφικτή στο πεδίο της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή εξωθεσμικά, όπως στο παρελθόν, με πρόσημο την εναλλαγή των φορέων της κομματοκρατίας στην εξουσία. Δεν αρκεί επίσης η επίκληση της δεοντολογίας («ότι οφείλει η πολιτική να αντιπροσωπεύει την κοινωνία»), για να λειτουργήσει το κράτος εν αρμονία με το κοινό συμφέρον. Είναι αναγκαία, εφεξής, η αντιπροσωπευτική προσομοίωση της πολιτείας, δηλαδή η θεσμική ενσωμάτωση της κοινωνίας ή, τουλάχιστον, η συνεκτίμηση της κοινωνικής βούλησης, στη διαδικασία λήψεως των πολιτικών αποφάσεων.
*Στο πλαίσιο αυτό, προϋποτίθεται η εισαγωγή της αρχής του ελέγχειν του πολιτικού προσωπικού από την κοινωνία και, περαιτέρω, η ολοσχερής κατάργηση της ασυλίας και η σύνδεση της πολιτικής ευθύνης με τη Δικαιοσύνη. Απαιτείται επίσης η αναγνώριση στα μέλη της κοινωνίας δικαιώματος έννομου συμφέροντος, έναντι τόσο των φορέων της πολιτικής, της διοίκησης και της Δικαιοσύνης.
*Το κράτος της κομματοκρατίας εκτιμά ότι ο ρόλος του τελειώνει εκεί όπου όφειλε να αρχίζει. Εξ ου και η εφαρμογή της νομιμότητας ή η εναρμόνισή του με το κοινό συμφέρον είναι άγνωστες έννοιες. Το κράτος αυτό πρέπει να εκλείψει ακαρεί.
*Τέλος, επείγει να καταργηθεί αμέσως το σύνολο της νομοθεσίας που δεσμεύει την ελευθερία της κοινωνίας και την μεταβάλει σε αναγκαστικό υποζύγιο της διαπλοκής και της διαφθοράς. Η διαφθορά έχει ως θεμέλιο τη νομοθεσία, που ακολουθεί το κράτος.
Καταλήγουμε ότι η λύση στο ελληνικό πρόβλημα δεν διέρχεται από την εναλλαγή στην εξουσία, ουδέ καν από την παράκαμψη των δυνάμεων της παρούσης κομματοκρατίας. Διότι στη θέση της θα εγκατασταθεί μεσοπρόθεσμα, μόλις καταλαγιάσει η κρίση, μια άλλη, δυναστική πολιτική τάξη. Η λύση έγκειται στην αναίρεση του δυναστικού κράτους που παράγει την κομματοκρατία, δηλαδή στη μεταβολή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Μεταβολή, που μπορεί να γίνει μόνο με τη θεσμική ενσωμάτωση της «κοινωνικής βούλησης» στην πολιτεία.
Τα ανωτέρω μας επαναφέρουν, επομένως, στην αρχική μας διαπίστωση, ότι η αιτία της κρίσης προδικάζει και το αδιέξοδο της χώρας. Διότι τα θεμέλια της κομματοκρατίας -και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής που τη στηρίζουν- είναι βαθιά, ενώ η διεθνής επιτροπεία δεν έχει λόγους να εστιάσει την προσοχή της στην αιτία του ελληνικού προβλήματος. Κατά τούτο, είναι πολύ πιθανόν να ενισχύσει τελικά την ανθεκτικότητα του μείγματος που λειτουργεί αποτρεπτικά στην εκκόλαψη του νέου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου